Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προβλεπτικοί παράγοντες της δυσλεξίας, θα παρουσιάσει τα ευρήματα μίας πρόσφατης μελέτης η οποία διερεύνησε τις γνωστικές δεξιότητες και τις δεξιότητες αλφαβητισμού με σκοπό την εξέταση των δεξιοτήτων οι οποίες προβλέπουν τη δυσλεξία σε έξι διαφορετικές γλώσσες και σε ένα μεγάλο δείγμα παιδιών με δυσλεξία και παιδιών τυπικής ανάπτυξης.
Η αναπτυξιακή δυσλεξία: Ορισμός και συμπτώματα
Η δυσλεξία είναι μια διαταραχή της κατάκτησης της ανάγνωσης και της ορθογραφίας, παρά την τυπική νοημοσύνη του παιδιού και τις επαρκείς σχολικές ευκαιρίες, η οποία εκδηλώνεται απουσία οποιασδήποτε προφανούς αισθητηριο-κινητικής ή νευρολογικής δυσλειτουργίας. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ανακριβή και/ή αργή και κοπιαστική ανάγνωση και ορθογραφία με λάθη (Lyon, 1995· Lyon κ.ά., 2003). Είναι καλά τεκμηριωμένο από την εμπειρική έρευνα ότι οι κύριες εκδηλώσεις της δυσλεξίας, στις περισσότερες περιπτώσεις ατόμων με δυσλεξία, αποδίδονται σε ένα φωνολογικό έλλειμμα που επηρεάζει την αναγνωστική κατάκτηση (Lyon κ.ά., 2003· Ramus, 2003· Snowling, 2000).
Οι τρεις δεξιότητες φωνολογικής επεξεργασίας και η σχέση τους με την αναγνωστική ικανότητα
Τα περισσότερα παιδιά με δυσλεξία υποφέρουν από ένα έλλειμμα φωνολογικής επεξεργασίας. Η ικανότητα της φωνολογικής επεξεργασίας και η ικανότητα της ανάγνωσης αλληλεπιδρούν. Μια διαχρονική μελέτη ακολούθησε ένα δείγμα παιδιών από την προσχολική έως τη σχολική ηλικία και βρήκε σημαντική σχέση μεταξύ των φωνολογικών ικανοτήτων των παιδιών στην προσχολική ηλικία και της αναγνωστικής τους ικανότητας στη σχολική ηλικία. Μελέτες επιβεβαιώνουν ότι τόσο σε παιδιά σχολικής ηλικίας όσο και σε εφήβους, το έλλειμμα στη φωνολογία αντιπροσωπεύει την πιο ειδική αιτία των αναγνωστικών δυσκολιών (Goswami & Bryant, 2016).
Το φωνολογικό έλλειμμα στη δυσλεξία σε όλες τις γλώσσες που έχουν μελετηθεί μέχρι στιγμής, γίνεται εμφανές σε τρεις κύριες διαστάσεις που βασίζονται στην αποτελεσματική λειτουργία του φωνολογικού συστήματος. Διαχρονικές μελέτες έχουν δείξει ότι η επίδοση στις παρακάτω δοκιμασίες φωνολογικής επεξεργασίας προβλέπει τις ατομικές διαφορές στις δεξιότητες ανάγνωσης τόσο σε παιδιά τυπικής ανάπτυξης όσο και σε παιδιά με δυσλεξία (π.χ., Boets κ.ά., 2010). Τα παιδιά με δυσλεξία παρουσιάζουν δυσκολίες σε τρεις τομείς δεξιοτήτων φωνολογικής επεξεργασίας οι οποίες σχετίζονται με τη φωνολογική αποκωδικοποίηση. Συγκεκριμένα:
Στις δοκιμασίες φωνολογικής ενημερότητας οι οποίες απαιτούν τον χειρισμό των φωνολογικών αναπαραστάσεων. Είναι σημαντικό ότι η ικανότητα σύνδεσης των γραφημάτων με τα αντίστοιχα φωνήματά τους σε ένα αλφαβητικό σύστημα απαιτεί ενημερότητα για τα φωνήματα, δηλαδή, φωνολογική ενημερότητα, η οποία ορίζεται ως μια ρητή ενημερότητα ότι οι λέξεις αποτελούνται από φωνήματα και αυτός είναι ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας των μεταγενέστερων δεξιοτήτων ανάγνωσης (Melby-Lervåg κ.ά., 2012). Πράγματι, προκειμένου να γίνουν ικανά να αποκωδικοποιούν τον γραπτό λόγο, τα παιδιά πρέπει να αναπτύξουν μια σαφή γνώση ότι οι λέξεις του προφορικού λόγου μπορούν να χωριστούν σε μεμονωμένα συστατικά των ήχων της ομιλίας και των συνδυασμών των ήχων της ομιλίας, δηλαδή, των συλλαβών ή της ρίμας των λέξεων (π.χ., Hulme κ.ά., 2005· Ziegler & Goswami, 2005). Για παράδειγμα, η λέξη καράβι αποτελείται από τρεις συλλαβές απλής συλλαβικής δομής (σύμφωνο-φωνήεν) και μπορεί να χωριστεί ως ακολούθως: κα-ρά-βι, ενώ η λέξη μπαμπάς αποτελείται από δύο συλλαβές σύνθετης συλλαβικής δομής (σύμφωνο-σύμφωνο-φωνήεν και σύμφωνο-σύμφωνο-φωνήεν-σύμφωνο για την πρώτη και δεύτερη συλλαβή, αντίστοιχα) και μπορεί να χωριστεί ως ακολούθως: μπα-μπάς.
Στις δοκιμασίες διατήρησης του λεκτικού υλικού στη βραχύχρονη μνήμη, όπως είναι οι δοκιμασίες επανάληψης ψευδολέξεων (Gathercole & Baddeley, 1996). Η δοκιμασία επανάληψης ψευδολέξεων αντικατοπτρίζει την ικανότητα κωδικοποίησης, αποθήκευσης και ανάκτησης νέων φωνολογικών αναπαραστάσεων. Σε αυτή τη δοκιμασία, τα παιδιά καλούνται να επαναλάβουν ψευδολέξεις, όπως φαβελι ή τιρσαταμπιτο, που ποικίλλουν στον αριθμό των συλλαβών ή/και τη συλλαβική δομή (Sprenger-Charolles κ.ά., 2005). Η βραχύχρονη φωνολογική μνήμη θεωρείται μια άλλη απαραίτητη ικανότητα για την αποκωδικοποίηση καθώς κατά την ανάγνωση λέξεων μέσω της αποκωδικοποίησης, τα παιδιά πρέπει να αναμιγνύουν τα φωνήματα που προκύπτουν από τη διαδικασία αποκωδικοποίησης και να τα αποθηκεύουν στη βραχύχρονη μνήμη τους.
Στις δοκιμασίες που απαιτούν πρόσβαση στις φωνολογικές αναπαραστάσεις αποτελεσματικά και γρήγορα, όπως η δοκιμασία του γρήγορου αυτοματοποιημένου κατονομασμού (δες την εικόνα στο τέλος του άρθρου). Οι δοκιμασίες γρήγορου αυτοματοποιημένου κατονομασμού απαιτούν από το παιδί να κατονομάσει φωναχτά από μια τυπωμένη σελίδα, γνωστά οπτικά σύμβολα (π.χ. εικόνες, χρώματα, ψηφία ή γράμματα) που παρουσιάζονται πολλές φορές στη σελίδα, και να το πράξει αυτό όσο το δυνατόν γρηγορότερα και ακριβέστερα (π.χ., Snowling, 2000). Η ταχύτητα με την οποία τα παιδιά κατονομάζουν τα οπτικά σύμβολα έχει αναγνωριστεί ως ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας της ευχέρειας της ανάγνωσης και της ικανότητας ανάγνωσης , ειδικά όταν τα οπτικά σύμβολα είναι γράμματα και ψηφία. Φτωχά σκορ σε αυτή τη δοκιμασία (αργός κατονομασμός) συχνά συνδέονται με δυσκολίες ανάγνωσης λέξεων στα παιδιά. Πράγματι, η ανάγνωση σε επίπεδο λέξης απαιτεί από τους αναγνώστες να προσέχουν τις μεμονωμένες λέξεις σε ένα κείμενο το οποίο βασίζεται στις φωνολογικές δεξιότητες. Οι δυσκολίες πρόσβασης στα φωνήματα των προφορικών λέξεων μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη της ανάγνωσης, με την ανάγνωση σε επίπεδο λέξεων να είναι κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη της συνολικής ευχέρειας κατά την ανάγνωση.
Η Landerl και οι συνεργάτες της (2012) διερεύνησαν τις γνωστικές δεξιότητες και τις δεξιότητες αλφαβητισμού σε περισσότερα των 1,000 παιδιών με δυσλεξία και 1,000 παιδιών τυπικής ανάπτυξης ηλικίας 8-12 ετών, από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, που μάθαιναν να διαβάζουν σε έξι διαφορετικές γλώσσες (Φινλανδικά, Ουγγρικά, Γερμανικά, Ολλανδικά, Γαλλικά & Αγγλικά), οι οποίες διέφεραν σημαντικά ως προς την ορθογραφική τους πολυπλοκότητα.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές εξέτασαν σε ποιο βαθμό οι διάφορες γνωστικές μεταβλητές προέβλεπαν τη διαγνωστική κατάσταση (δυσλεξία) των παιδιών και σε ποιο βαθμό αυτό διέφερε μεταξύ των γλωσσών ποικίλης ορθογραφικής πολυπλοκότητας.
Οι ερευνητές έθεσαν τα ακόλουθα ερωτήματα: Ποιοι είναι οι προγνωστικοί παράγοντες της δυσλεξίας; Είναι οι προγνωστικοί παράγοντες της δυσλεξίας παρόμοιοι στις διαφορετικές γλώσσες;
Ευρήματα
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η φωνημική αφαίρεση και ο γρήγορος αυτοματοποιημένος κατονομασμός ήταν ισχυροί προγνωστικοί παράγοντες της αναπτυξιακής δυσλεξίας, ενώ η λεκτική βραχύχρονη μνήμη και η λεκτική μνήμη εργασίας και οι γενικές λεκτικές ικανότητες έπαιξαν σημαντικό, αλλά συγκριτικά δευτερεύοντα ρόλο.
Η επίδραση της φωνημικής αφαίρεσης και των του γρήγορου αυτοματοποιημένου κατονομασμού των αριθμών ήταν ισχυρότερη στις γλώσσες με ποπλύπλοκη ορθογραφία (π.χ., Αγγλικά ή Γαλλικά) από ό,τι στις γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούν μία λιγότερο πολύπλοκη ορθογραφία (π.χ., Φιλανδικά ή Ουγγρικά).
Τα ευρήματα καταδεικνύουν με μοναδικό τρόπο πώς η ορθογραφική πολυπλοκότητα επιδεινώνει κάποια από τα συμπτώματα της δυσλεξίας (π.χ., ορθογραφική ικανότητα).
Boets, B., De Smedt, B., Cleuren, L., Vandewalle, E., Wouters, J., & Ghesquière, P. (2010). Towards a further characterization of phonological and literacy problems in Dutch-speaking children with dyslexia. British Journal of Developmental Psychology, 28, 5-31.
Gathercole, S. E., & Baddeley, A. D. (1996). The children’s test of nonword repetition. The Psychological Corporation.
Goswami, U., & Bryant, P. (2016). Phonological Skills and Learning to Read (1η έκδ.). Routledge. https://doi.org/10.4324/9781315695068
Hulme, C., Snowling, M., Caravolas, M., & Carroll, J. (2005). Phonological skills are (probably) one cause of success in learning to read: A comment on Castles and Coltheart. Scientific Studies of Reading, 9(4), 351-365.
Landerl, K., Ramus, F., Moll, K., Lyytinen, H., Leppänen, P. H., Lohvansuu, K., κ.ά. (2013). Predictors of developmental dyslexia in European orthographies with varying complexity. Journal of Child Psychology and Psychiatry, and Allied Disciplines, 54(6), 686–694. https://doi.org/10.1111/jcpp.12029
Advertising
Lyon, R., Shaywitz, S. E., & Shaywitz, B. A. (2003). A definition of dyslexia. Annals of Dyslexia, 53, 1-14.
Lyon, G. R. (1995). Toward a definition of dyslexia. Annals of Dyslexia, 45, 3‑27.
Melby-Lervåg, M., Lyster, S. A., & Hulme, C. (2012). Phonological skills and their role in learning to read: A meta-analytic review. Psychological Bulletin, 138(2), 322-352.
Ramus, F. (2003). Developmental dyslexia: specific phonological deficit or general sensorimotor dysfunction? Current Opinion in Neurobiology, 13(2), 212-218.
Snowling, M. J. (2000). Dyslexia (2η έκδ.). Blackwell.
Sprenger-Charolles, L., Cole, P., Bechennec, D., & Kipffer-Piquard, A. (2005). French normative data on reading and related skills from EVALEC, a new computerized battery of tests (end Grade 1, Grade 2, Grade 3, and Grade 4). Revue Europeenne de Psychologie Appliquee, 55(3), 157-186.
Ziegler, J. C., & Goswami, U. (2005). Reading acquisition, developmental dyslexia, and skilled reading across languages: A psycholinguistic grain size theory. Psychological Bulletin, 131, 3-29.
Σπούδασα Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (2008) και ολοκλήρωσα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ειδίκευσης στην Ανάπτυξη του Παιδιού στο Τμήμα Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (2012). Το 2014, ξεκίνησα διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου. Τον Δεκέμβριο του 2018, υπερασπίστηκα επιτυχώς τη διατριβή μου με τίτλο (στην ελληνική γλώσσα): Η διερεύνηση της οργάνωσης του λεξιλογίου σε παιδιά που μιλούν Ελληνικά με δυσκολίες στη γλώσσα και τον αλφαβητισμό. Η διδακτορική διατριβή μπορεί να βρεθεί εδώ: https://discovery-pp.ucl.ac.uk/id/eprint/10077333/