Ο Δημήτρης Καταλειφός είναι ο ηθοποιός που πολλοί ονειρεύονται κάποια στιγμή να γίνουν. Θεατράνθρωπος, σκηνοθέτης, δάσκαλος. Είναι δύσκολο να προλογίσεις το Δημήτρη Καταλειφό, αφού παράσημο περικνημίδας είναι τα ίδια τα χρόνια που αφοσιώθηκε στο θέατρο με κάθε κόστος. 45 χρόνια το θέατρο τον έχει στα σπλάχνα του. Ο Δημήτρης Καταλειφός όμως ποιεί ήθος ακόμη κι όταν σβήνουν τα φώτα, κατεβαίνει απ’το σανίδι και πετάει τη μάσκα του ρόλου. Δεν απάτησε ποτέ την τέχνη που αγαπάει ούτε την πούλησε. Δεν ακολούθησε κανένα παράπλευρο μονοπάτι. Προτίμησε τον δικό του μονόδρομο, παρά τους φωτισμένους δρόμους γεμάτους κίνηση, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι να υπηρετείς το ποιοτικό θέατρο. Αγωνίζεται για την τέχνη του και προσπαθεί να αντισταθεί στα σημεία των καιρών, που την αλλοιώνουν ολοένα και περισσότερο.
Στην εποχή των γρήγορων μέσων και των συγκεχυμένων σκοπών, προσπαθεί να διαφυλάξει τις δικές του αξίες. Η σημερινή εποχή τον σαστίζει. Θα ήθελε να είναι ένας 30άρης στη δεκαετία του ’60 και ηθοποιός εκείνων των δεκαετιών. Η συνομιλία με τον Δημήτρη Καταλειφό είναι το λιγότερο ευχάριστη. Η φωνή του, που αποπνέει γαλήνη και σιγουριά και η πιο ωραία άρθρωση που έχω ακούσει, σου δίνει αμέσως την αίσθηση του οικείου και του αρχοντικού μαζί. Η φετινή χρονιά τον βρήκε στα παπούτσια του Γουίλι Λόμαν, στο σπουδαίο έργο του Άρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου», ένας ήρωας που αντικατοπτρίζει απόλυτα τον σύγχρονο άνθρωπο, αφού κυνηγάει την ευκολία και πλασάρει τον εαυτό του. Άλλωστε για το Δημήτρη Καταλειφό αυτό είναι και ένα απ’ τα μελανά σημεία των ημερών μας. Ότι έχουμε γίνει όλοι υποψήφια προϊόντα. «Πρέπει να σκεφτεί κάποιος μέσα στη τόσο ταραγμένη εποχή και να έρθει σε επικοινωνία με τον εαυτό του. Να μπορέσει να συνομιλήσει με τη δική του φωνή και να είναι συνεπής με την καρδιά του». Αυτό προτείνει ο Δημήτρης Καταλειφός.
Επιμέλεια Συνέντευξης: Χριστίνα Ζαχαριά
Κύριε Καταλειφέ ο κορωνοϊός αυτό το διάστημα μας κινεί τη ζωή…
Είναι δυστυχώς ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο. Αυτό που παρακολουθώ να συμβαίνει είναι σοκαριστικό. Την ίδια στιγμή βλέπουμε τη γειτονική μας Ιταλία να περνάει τις πιο δύσκολες ώρες. Μια πανέμορφη χώρα που τώρα έχει ερημώσει. Όλα αυτά δεν μπορεί να μη σε τρομάζουν. Και επειδή εμείς είμαστε μια χώρα με ελλιπείς νοσοκομειακές δομές, θα πρέπει να μας αγγίζει πιο πολύ το πρόβλημα. Βέβαια η εποχή μας βάλλεται από τόσα σημεία των καιρών που από μία άποψη ο κορωνοϊός έχει και μία μεταφυσική διάθεση. Είναι σα να ήρθε η μοίρα να μας πει ότι νοσούμε ήδη. Μακάρι αυτός ο ιός να μας βοηθήσει να ωριμάσουμε.
Φέτος ήταν και συνεχίζει να είναι δύσκολη χρονιά. Το θέατρο επηρεάστηκε;
Από το ξέσπασμα της κρίσης το 2010, η φετινή ήταν η πιο δύσκολη θεατρική χρονιά. Ξέσπασε και ο κορωνοϊός και ολοκληρώθηκε. Το θέατρο φέτος βίωσε τη πιο μεγάλη κρίση. Άλλοι το αποδίδουν στη δυναμική επιστροφή της τηλεόρασης, άλλοι στη μεγάλη πληθώρα των παραστάσεων, άλλοι στην οικονομική μας κατάσταση. Εγώ πιστεύω ότι είναι ένας συγκερασμός όλων αυτών των πραγμάτων. Σε μια πρωτεύουσα σαν την Αθήνα, παίζονται πάνω από 1000 παραστάσεις. Ο κόσμος σκορπίζεται. Παράλληλα ο κόσμος λόγω οικονομικών δυσκολιών δε βγαίνει τις καθημερινές. Μια μερίδα κόσμου έμειναν στα σπίτια τους για να παρακολουθούν τα καθημερινά επιτυχημένα σίριαλ. Επιπλέον το θέατρο διανύει μια εποχή μεγάλης σύγχυσης. Άλλα έργα αρέσουν στο κοινό και άλλα στους κριτικούς. Υπάρχει μια μεγάλη διάσταση στο τι αρέσει και τι όχι. Τόσα χρόνια που είμαι στο χώρο, δε θυμάμαι ποτέ να κυριαρχεί τόση μεγάλη διάσταση απόψεων. Κριτικοί μπορεί να εξυμνούν κάτι που τελικά στο κοινό δεν αρέσει και το αντίστροφο.
Την κριτική την πιστεύετε;
Η κριτική έχει πολλαπλασιαστεί σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια. Παλαιότερα ήξερες ότι υπήρχαν 10 εφημερίδες, 10 κριτικοί και είτε συμφωνούσες είτε όχι, ήξερες ποιοι άνθρωποι είναι πίσω απ’τις κριτικές.Έχει αλλάξει άρδην το τοπίο της θεατρικής κριτικής. Οι ίδιοι οι θεατές πια έχουν γίνει κριτικοί. Επαινούν ή κατηγορούν. Αυτό νομίζω ότι είναι το πρόβλημα της εποχής μας εν γένει. Καμία κριτική πια δεν εξασφαλίζει εγκυρότητα. Μια μέρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διάβασα να χτυπούν ανελέητα την Έλλη Λαμπέτη και τη Μέριλ Στριπ. Κάποιοι έχουν τη ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν κατηγορώντας όποιον θέλουν δημόσια. Επομένως τι να πιστέψεις. Δεν είναι έγκυρη πια καμία κριτική. Είναι μια εποχή κριτικής, ανεξαρτήτου γνώσης, αισθητικής, παιδείας. Έχει αλλάξει τρομακτικά η επιτομή της κοινωνίας με αυτή την κυριαρχία των social media. Για να προσαρμοστώ λίγο με την εποχή ζήτησα από έναν δάσκαλο να μου μάθει τα βασικά για τα social. Όμως είναι κάτι που με απωθεί. Εθίζεσαι ανεπαισθήτως. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βλέπω την τάση των ανθρώπων να κατηγορούν, γι’ αυτό έχω βάλει όρο στον εαυτό μου αν αποφασίσω να γράψω κάτι, να είναι για κάτι καλό.
Με τα social media έχουμε ξεχάσει πλέον να κοιτάμε τους άλλους στα μάτια και να επικοινωνούμε.
Μου θύμισες μια εικόνα. Όταν βρισκόμουν στο λιμάνι των Χανίων, στα γυρίσματα για το σίριαλ «Η λέξη που δε λες», πήγα να πιω έναν καφέ. Εκεί ήταν 8 περίπου 20χρονα παιδιά, υποτίθεται φίλοι και καθόμουν και τους χάζευα μιας και ήμουν στο απέναντι τραπέζι. Αυτοί κάθισαν τουλάχιστον 2 ώρες, δεν μίλησαν ποτέ μεταξύ τους, όλοι ήταν στραμμένοι στο κινητό και που και που έδειχνε κάποιος σε κάποιον άλλον κάτι που είδε στο κινητό του. Μου είχε φανεί τρομακτικό. Αυτό συνέβη πριν 5 χρόνια. Σκέψου τώρα…Νομίζω ότι βρήκε αυτό το αόρατο σύστημα, που είναι σοφό στο να κάνει τους ανθρώπους υποτακτικούς και κουτούς, να χρειάζονται πάντα ένα όπιο για να αποβλακώνονται. Ένα αόρατο σύστημα λοιπόν βρήκε τα κινητά για να μας αποβλακώσει. Είναι το καινούργιο μας όπιο. Όλο αυτό έχει επηρεάσει και το θέατρο. Ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί δύο ώρες και να ακούσει τον λόγο. Πόσες και πόσες παραστάσεις “λερώνονται” με χτυπήματα κινητού. Την ώρα που προσπαθείς να κάνεις μία παύση για την οποία έχεις αγωνιστεί με πρόβες, έρχεται ο θεατής και στη διαλύει με ένα χτύπημα του κινητού. Αλλά πέρα απ’όλα αυτά ο σύγχρονος θεατής με αυτό τον κατακλυσμό των εικόνων έχει μάθει πια να λειτουργεί με το γρήγορο που αλλάζει. Όλα είναι εικόνες. Έχει μεγαλύτερη σημασία η φωτογραφία που θα βγάλουμε, απ’ το να πούμε ωραία πράγματα στη συνέντευξή μας. Δε σου κρύβω Χριστίνα ότι κάτι δε μου αρέσει σε όλο αυτό.
Κύριε Καταλειφέ, την εποχή μας την κατανοείτε;
Καταλαβαίνω ότι το πρώτο που πρεσβεύει πια η κοινωνία ως αξία είναι το χρήμα. Έχει χαθεί ο ρομαντισμός, το όραμα και η ιδεολογία. Όλα έχουν γίνει business, χρήμα και έπειτα lifestyle και εμφάνιση. Αυτές είναι οι βασικές αξίες που με έναν τρόπο προφητικό μιλάει και το θεατρικό έργο «Ο θάνατος του Εμποράκου». Ο ήρωας που παίζω ήθελε όλα όσα θέλει πια όλη η Οικουμένη. Να γίνεις δηλαδή γνωστός και να έχεις πολλά λεφτά. Αυτό ήταν το Αμερικάνικο όνειρο που πια είναι στην απόλυτη έξαρση. Η ψαλίδα των πλουσίων με τους φτωχούς γίνεται τεράστια. Αυτός είναι και ο λόγος που μου άρεσε τόσο η ταινία «Παράσιτα». Με συγκλόνισε αυτή η ταινία γιατί με έκανε να αναρωτηθώ στο τέλος ποια είναι τα παράσιτα. Οι πολλοί φτωχοί ή οι πολλοί πλούσιοι. Είναι μια εποχή που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Αυτό συμβαίνει και στη τέχνη και στην πολιτική και στην κοινωνία.
Ο Γουίλι Λόμαν, ο εμποράκος που υποδύεστε σε αυτό το σπουδαίο έργο του Μίλερ, πουλούσε τον εαυτό του και περίμενε την επιβεβαίωση και την αποδοχή απ’τους άλλους. Ένας ήρωας που αντικατοπτρίζει απόλυτα τον σύγχρονο άνθρωπο.
Ακριβώς. Αυτή είναι και η επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου. Θέλει να αρέσει, να υπάρχει. Να γίνει διάσημος έστω για λίγο. Η ψευδαίσθηση που ζούμε σήμερα είναι αντίστοιχη με του ήρωα. Αυτό είναι και το τραγικό στο Γουίλι. Ενώ ήταν ένας άνθρωπος που αγαπάει τη φύση, δεν γνωρίζει ότι παραμερίζει επί της ουσίας τις αληθινές του ανάγκες και την αληθινή του φύση εν ονόματι αυτών των αξιών που του έχουν σερβίρει και τις έχει ενστερνιστεί. Αυτή η ψευδαίσθηση τον συνθλίβει στο τέλος. Ο εμποράκος αποζητούσε την ευκολία. Τα εύκολα χρήματα, την γρήγορη διασημότητα. Το να βασίζεις τη ζωή σου στους followers το θεωρώ παρακμή. Γι’αυτό πιστεύω ότι η εποχή μας θα καταγραφεί στην ιστορία, σαν εποχή μεγάλης παρακμής. Λυπάμαι που ζω σε αυτούς τους καιρούς. Θα ήθελα να ήμουν ένας 30άρης στην εποχή του 60 στην Ελλάδα. Θα ήθελα να είχα ζήσει τότε. Αυτή η εποχή μου άρεσε. Θα ήθελα να είχα δουλέψει σαν ηθοποιός στις δεκαετίες 50-80.
Τι πιστεύετε ότι διαφοροποιεί το σημερινό θέατρο, απ’ το θέατρο εκείνης της εποχής;
Ο ρομαντισμός και αυτή η λύσσα για το καινούργιο το οποίο πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη παγίδα. Εκείνες τις δεκαετίες οι άνθρωποι έκαναν κάτι με αγνότητα γιατί ήθελαν να εκφραστούν. Δεν έβαζαν στον εαυτό τους την υποχρέωση να κάνουν κάτι νέο και εντυπωσιακό. Στα μέρες μας η μεγαλύτερη αξία στο θέατρο, είναι να βρεις κάτι καινούργιο. Αυτό έχει ως απότοκο τη διαστρέβλωση των έργων. Δεν πιστεύω στο καινούργιο. Πιστεύω σε ό,τι είναι αυθεντικό. Το αυθεντικό είναι που συγκινεί. Το καινούργιο αν είναι να έρθει θα έρθει από μόνο του. Δεν μπορείς να το πιέσεις. Απ’ την κρίση και έπειτα εισέβαλαν στο θέατρο επιχειρηματίες που δεν έχουν την παραμικρή αγάπη για το θέατρο παρά μόνο για το ταμείο. Η τέχνη του θεάτρου έχει γίνει πια showbusiness, ξεκάθαρα και κυνικά. Η επιτυχία πια προσμετράται απ’ τα sold out και όχι απ’ την αξία του ίδιου του έργου. Κι εγώ ακόμα προσπαθώ να αντισταθώ, αισθάνομαι ο τελευταίος των Μοϊκανών.
Το πιο ηχηρό μήνυμα του έργου «Ο θάνατος του Εμποράκου» ποιο είναι;
Το πιο ηχηρό μήνυμα το δίνει ο γιος του Γουίλι που απορρίπτει την ιδεολογία του πατέρα του η οποία τον κατέστρεψε. Ο γιος είναι η μόνη ελπίδα μέσα στο έργο αφού αποφασίζει να κάνει ότι του λέει η ψυχή, η φύση και ο εαυτός του. Ακολουθεί αυτό που του υπαγορεύει η καρδιά του. Η διαφορά πατέρα και γιου είναι ότι ο γιος αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του όχι σύμφωνα με την οπτική των άλλων. Αυτό είναι και το μήνυμα. Πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου. Εγώ στη ζωή είμαι περισσότερο ο γιος παρά ο πατέρας. Πρέπει να σκεφτεί κάποιος μέσα στη τόσο ταραγμένη εποχή και να έρθει σε επικοινωνία με τον εαυτό του. Να μπορέσει να συνομιλήσει με τη δική του φωνή και να είναι συνεπής με την καρδιά του. Αυτό προτείνω και στους νέους.
Στην παράσταση ο Εμποράκος σταματάει να ζει όταν παύει να ελπίζει και να ονειρεύεται. Το όνειρο στη ζωή του ανθρώπου κατέχει μια σημαντική θέση. Σήμερα βλέπουμε μια σύγχρονη Ελλάδα να πίνει ένα δηλητήριο που σκοτώνει τα όνειρα ιδίως των νέων ηθοποιών. Τί είναι αυτό που πιστεύετε ότι δηλητηριάζει τα όνειρα των ανθρώπων της τέχνης που υπηρετείτε;
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε επηρεασμένοι απ’ τη ζωή στην οποία ζούμε. Μας επηρεάζει απόλυτα το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε. Τα νέα παιδιά, που πάρα πολλά απ’ αυτά είναι πολύ ταλαντούχα, μεγαλώνουν πια σε ένα περιβάλλον κυνικό. Η τέχνη έχει ρομαντισμό, αθωότητα, αφοσίωση. Τα νέα παιδιά τρέχουν από την παράσταση, στο σίριαλ, απ’ το σίριαλ στο διαφημιστικό. Η ζωή τους αναγκάζει να μην επιλέγουν το πως θα υπερασπιστούν την τέχνη τους, αλλά να το αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν μια δουλειά απ την οποία θα ζήσουν. Αυτό είναι τρομακτικά διαφορετικό. Κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα κάποιοι χειρότερα, όπως συνέβαινε πάντα. Απλά όλα έχουν γίνει πλέον αγορά. Κι όπως συμβαίνει και στο Θάνατο του Εμποράκου, που η τραγωδία του Γουίλι είναι ότι ένα σύστημα τον αναγκάζει να πουλάει τον εαυτό του. Όλοι στις μέρες μας είναι υποψήφια προϊόντα. Πουλάνε όλοι τον εαυτό τους. Αυτό το έχει αναλάβει θαυμάσια το Facebook που όσο ποτέ βγαίνουν οι ηθοποιοί και αυτοδιαφημίζονται σαν καταστήματα που δείχνουν τη πραμάτεια τους. Αυτό για μένα δε συμβαδίζει με την τέχνη.
Εσείς τι προτείνετε ως αντίδοτο;
Πραγματικά δε μπορώ να προτείνω τίποτα, παρά μόνο να ακολουθήσουμε αυτά που πιστεύουμε. Εμένα μ’αρέσει να κάνω το έργο ενός καλού συγγραφέα που πιστεύω ότι έχει να πει κάτι σε μένα και στον κόσμο. Μπορεί να μην έχει την απήχηση που θα έχει κάτι άλλο εμπορικό. Προσπαθώ να διαφυλάξω μέσα σε αυτή την εποχή τις δικές μου αξίες και όπου με βγάλει. Όσο συνεχίζω αυτό το παιχνίδι και είμαι στο θέατρο θα το κάνω με τον τρόπο που πιστεύω εγώ. Δε θα αλλάξω τις αξίες μου για να αρέσω. Σε όποιον αρέσουμε που λέει και το τραγούδι.
Αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει κάποιος που θα διαβάσει όλη σας την πορεία. Φαίνεται να μην έχετε κάνει εκπτώσεις στη δουλειά σας. Τί κόστος είχε αυτή η επιλογή;
Καμία έκπτωση δεν έκανα. Το αντίτιμο είναι ότι είμαι ένας φτωχός πλην τίμιος καλλιτέχνης. Δε μετανιώνω καθόλου γι’αυτό γιατί έκανα αυτό που πίστευα. Όσο μου το επιτρέπει το αβέβαιο μέλλον θα συνεχίσω να το κάνω. Δε μπορώ να κάνω πράγματα που δεν πιστεύω. Αυτό το είχα από παιδί μέχρι και σήμερα που μιλάμε. Πέρασαν τα χρόνια αλλά για μένα άλλαξε μόνο η εποχή, όχι οι αξίες.
Φέτος συμπληρώνετε 45 χρόνια στο θέατρο. Κάνοντας έναν απολογισμό τι προκύπτει;
Το θέατρο είναι αυτό που μου έδωσε νόημα στη ζωή. Είχα πολύ μεγάλες χαρές, πολύ μεγάλες λύπες, αλλά αγωνίστηκα με ευγένεια στο χώρο. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, αγωνίστηκα τίμια και με αφοσίωση σε αυτά που πιστεύω.
Η υποκριτική στη ζωή σας πώς μπήκε;
Εισέβαλε απ’ τον κινηματογράφο. Μικρό παιδί, αφού η μητέρα μου εργαζόταν, με πρόσεχε μία κοπέλα απ’την Κρήτη που τη λάτρευα και δεν είναι πια στη ζωή. Ήταν μια Κρητικιά, ιδιόρρυθμη που αγαπούσε το σινεμά. Απ’ την ηλικία των 5 ετών με έπαιρνε κάθε μέρα απ’ τις 4 το απόγευμα και μέχρι τις 12 βλέπαμε 4 φορές την κάθε ταινία. Έτσι τα χρόνια του δημοτικού τα πέρασα στους κινηματογράφους. Διάβαζα το πρωί 7-8:30 μέχρι να φύγω για το σχολείο γιατί τα απογεύματα ήμασταν σινεμά. Ακόμη και τώρα η μεγαλύτερη μου χαρά είναι ο κινηματογράφος. Αργότερα ήρθε η μεγαλύτερη αφορμή, όταν στα 13 μου χρόνια πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου στο θέατρο και είχα τη τύχη να δω τη Λαμπέτη και αργότερα στη Γ’ Γυμνασίου τον Κουν. Έτσι μου δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία. Αν και πιστεύω ότι κάνει κανείς κάτι συνήθως όταν κάτι του λείπει. Αυτά ήταν πιο πολύ αφορμές. Εμένα μου λείπει η προσαρμοστικότητα στην πραγματικότητα. Κάτι στο DNA μου με κινεί προς το αλλού, το άλλοτε και όχι στο εδώ και το τώρα. Αυτό νομίζω με έκανε να στραφώ προς την τέχνη και να παραμελήσω λίγο την πραγματική ζωή. Παράλληλα όμως νομίζω ότι κατανόησα καλύτερα τη ζωή μέσω της τέχνης. Γιατί η τέχνη συμπυκνώνει την πραγματικότητα με έναν σπουδαίο τρόπο.
Όση ώρα συζητάμε αντιλαμβάνομαι ότι νιώθετε μια πικρία και μία απογοήτευση για τη σημερινή κατάσταση του χώρου. Έχετε σκεφτεί ότι θα ήταν καλύτερα να απέχετε γιατί δε σας ταιριάζει αυτή η κατάσταση;
Το αντιλήφθηκες απόλυτα. Είμαι ακριβώς σε αυτή τη φάση. Όμως απ’ τη μία σκέφτομαι πως θέλω να απέχω γιατί δεν με συγκινεί πια το περιβάλλον στο οποίο δουλεύω, απ’ την άλλη γίνεται μια πάλη μέσα μου μιας και υπάρχει ζωντανή η ανάγκη να εκφραστώ. Είμαι στο σταυροδρόμι αυτών των δύο αντίθετων τάσεων. Θέλω να συνεχίσω αλλά με τους δικούς μου όρους που είναι γνωστοί εδώ και 45 χρόνια. Να αγωνιστώ δηλαδή με τα δικά μου όπλα. Η πικρία όμως υπάρχει. Αυτά τα δύο είναι σε σύγκρουση μέσα μου, αλλά νομίζω ότι τελικά υπερισχύει το μικρόβιο αυτό. Ο δικός μου κορωνοϊός(γέλιο).
Ασχολείστε τον τελευταίο καιρό και με τη ζωγραφική. Πώς προέκυψε αυτή η ενασχόληση;
Τυχαία. Το κάνω ερασιτεχνικά φυσικά. Πριν δύο χρόνια είχα πάει στο Αγκίστρι σε ένα σπίτι που με φιλοξενούσαν. Στο σπίτι είχαν κάτι καρέκλες και μας είπαν από άσπρες να τις κάνουμε πράσινες. Τις έβαψα με ένα κυπαρισσί χρώμα και θυμάμαι την ηρεμία και τη χαρά που μου έδωσε αυτή η ασχολία. Γυρνώντας στην Αθήνα το έλεγα σε έναν φίλο μου ζωγράφο και μου έδωσε ένα μπλοκ και μαρκαδόρους. Αυτό ήταν αρκετό για να πάθω κεραυνοβόλο έρωτα με τη ζωγραφική. Έπειτα πήρα παστέλ. Έχω κάνει περίπου εκατό ζωγραφιές με παστέλ. Μου δίνει τρομερή χαρά το θέμα των χρωμάτων. Επίσης γράφω ποιήματα. Κάθε μέρα πριν ξεκινήσει η παράσταση πίνω ένα τσάι κοντά στο θέατρο και γράφω. Οι δύο μεγάλες μου αγάπες στα γράμματα είναι ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης.
Τέλος, βλέποντας με τη διορατική ματιά του καλλιτέχνη θα ήθελα να μου πείτε τι εικόνες κυριαρχούν στο μέλλον
Βλέπω ένα γκρίζο χρώμα που στο βάθος έχει κάποιες κηλίδες από γαλάζιο που είναι η ελπίδα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σας ευχαριστώ πολύ! Εύχομαι υγεία, ζωγραφική, ποίηση και θέατρα!
Εγώ σε ευχαριστώ Χριστίνα. Ήταν πολύ ευχάριστη η κουβέντα μας. Σου εύχομαι όλα όσα ονειρεύεσαι!