
Ο Δρ Γιώργος Γιαννούσης έχει ενα πλούσιο βιογραφικό σπουδών και ερευνητικού έργου. Το βιβλίο Βιωματικός Οδηγός Ψυχοθεραπείας εκδόθηκε τον Οκτώβρη του 2021 από τις εκδόσεις Αρμάος. Το βιβλίο προσφέρεται και ενδείκνυται για όποιον θέλει να αρχίσει ενα ταξίδ στην αυτογνωσία. Ακολουθεί η παρουσίαση του βιβλίου.
Μας προλάβανε τα γεγονότα και αυτή η μικρή χαρά για την σημερινή παρουσίαση επισκιάζεται από την μεγάλη εικόνα του πολέμου, την αγωνία και τον φόβο για τα μελλούμενα. Ωστόσο σκέφτομαι, όσο αγριεύουν τα πράγματα, άλλο τόσο χρειάζεται να είμαστε προσανατολισμένοι στη ζωή και στην δημιουργία, ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες.
Υπό αυτή την έννοια χαίρομαι πάρα πολύ που ανταμώσαμε σήμερα με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου μου βιβλίου. Και ήταν όμορφο να σας ακούω όλους. Εκτός από χαρούμενος είμαι και συγκινημένος που όλοι ο Τρύφωνας, ο Ηλίας, η Ανδριανή και ο Λευτέρης μίλησαν με θέρμη για μένα και το βιβλίο. Είναι μεγάλη μου τιμή και σας ευχαριστώ πολύ. Όπως ευχαριστώ πολύ και τις εκδόσεις Αρμός και προσωπικά τον Γιώργο Χατζηιακώβου.
Οι ζωές των ανθρώπων είναι γεμάτες εμπειρίες και βιώματα σαν κι αυτά που σας καλεί να ξαναβιώσετε και ο βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας. Οι εμπειρίες έχουν μεγάλη επιρροή στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας η οποία πολλαπλασιάζεται όσο έχουμε την δυνατότητα να τις μετασχηματίζουμε σε γνώση.
Στα γυμνασιακά μου χρόνια θυμάμαι ένα απόγευμα πηγαίνοντας στα πρόβατα μαζί με τον πατέρα μου και τον θείο μου, καβάλα στα άλογά μας, περνώντας έπειτα από δύο ώρες διαδρομής μέσα από το δάσος, βρεθήκαμε σε ένα ξέφωτο ένα χιλιόμετρο περίπου μακριά από την στάνη. Εκεί άρχισε ξαφνικά να βρέχει καταρρακτωδώς και ο ουρανός να σχίζεται από βροντές, από τα αστροπελέκια που πέφταν. Θυμάμαι τότε όλοι μας, με την αρχέγονη σοφία που κουβαλούσαν οι άνθρωποι της παράδοσης, όλοι όσοι ήταν ενταγμένοι στον φυσικό κύκλο της ζωής, ενστικτωδώς με άλλα λόγια, να κατεβαίνουμε από τα άλογα, να περνάμε τις κάπες μας πάνω από το κεφάλι έως κάτω και να περιμένουμε ακίνητοι να περάσει η μπόρα. Λίγο πιο κάτω στέκονταν αεικίνητα τα ρόμπολα (ένα είδος πεύκου με μεγάλο κορμό) έτοιμα να υποδεχθούν κι εκείνα την μήνη του Δία. Γνωρίζαμε πολύ καλά πως κάτω από αυτά θα προστατευόμασταν από τη βροχή, θα κινδυνεύαμε όμως από τα αστροπελέκια. Θέλω να πω πως οι άνθρωποι γνωρίζανε να επιβιώνουν, είχαν συναίσθηση των ορίων της φυσικής πραγματικότητας και όσο αναγνωρίζανε και τις δικές τους δυνατότητες, τα δικά τους όρια, τότε μπορούσαν να συνδιαλέγονται πιο λειτουργικά με την φύση και το περιβάλλον.

Κάπου το επόμενο καλοκαίρι υπάρχει μια μεγάλη αναστάτωση στο χωριό επειδή φτάνει μια άσχημη είδηση πως τρία παλικάρια κεραυνοβολήθηκαν στην κορυφή του βουνού. Παρέμειναν εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αγνοώντας ενδεχομένως πως να προστατευτούν και δυστυχώς ο ένας σκοτώθηκε επί τόπου, ενώ ένας άλλος τραυματίστηκε σοβαρά και ο επιζών τρίτος έτρεξε για βοήθεια κι ευτυχώς για καλή τους τύχη λίγο πιο κάτω βρισκόταν ένα βοσκός, ο οποίος γνωρίζοντας την περιοχή, αλλά κυρίως έχοντας το σθένος, το ψυχικό και το σωματικό πήρε στις πλάτες του τον τραυματία και τον κατέβασε έως εκεί που θα ερχόταν η βοήθεια.
Οι άνθρωποι σταδιακά απώλεσαν την ικανότητα να επιβιώνουν, τουλάχιστον στο «φυσικό» περιβάλλον, το οποίο με το πέρασμα των χρόνων άλλαξε και μαζί με αυτό αλλάξαν και οι δεξιότητες που χρειάζονται για να επιβιώσουν (και επιμένω στην λέξη επιβιώσω, διότι αν δεν εξασφαλίσεις αυτή την ανάγκη δεν περνάς στην δεύτερη, την εξέλιξη δηλαδή). Αλλάξανε τόσο πολύ τα πράγματα που όσοι από εμάς βρεθήκαμε κάποια στιγμή στην πόλη, στο αστικό περιβάλλον και στο πλαίσιο μιας μεγάλης κοινωνίας, η οποία λειτουργεί με άλλους όρους συνύπαρξης, πάθαμε ότι περίπου πάθανε οι ορειβάτες εκείνο το καλοκαίρι: κεραυνοβοληθήκαμε, από την ένταση των φαινομένων της νέας κουλτούρας που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε, αλλά και να μάθουμε, να αφομοιώσουμε και να αξιοποιήσουμε. Ήταν θαρρώ μια δύσκολη μετάβαση, μα όμως δάσκαλος παρέμεινε ο φυσικός τρόπος ζωής των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Μεγάλος δάσκαλος είναι η φύση, φτάνει και μόνο αν την θεωρήσεις δάσκαλο να σου διδάξει πολλά, γιατί πάντα είναι σαν να βάζεις τον εαυτό σου κάτω και μέσα σε αυτή τη μεγάλη δύναμη. Και τότε και μόνο τότε συνειδητοποιείς ως άνθρωπος -και όλη η φάρα μας μαζί- την περατότητα και την ασημαντότητα μας.
Από τότε οι κοινωνίες μας γίνανε ακόμη περισσότερο πολύπλοκες, δίχως συνοχή, κατακερματισμένες και βρίσκουν τον κάθε άνθρωπο περισσότερο κουμπωμένο στην ατομικότητά του. Βρίσκουν τον άνθρωπο γυμνό, δίχως την γνώση να επιβιώνει στο ανθρωπογενές περιβάλλον των κοινωνιών που ο ίδιος δημιούργησε.
Οι άνθρωποι λοιπόν δεν ξέρουν να επιβιώνουν, κυρίως στο πεδίο των σχέσεων, αυτό βλέπουμε καθημερινά στο πεδίο της ψυχοθεραπευτικής πράξης και αυτό ήταν που πυροδότησε την συγγραφή αυτού του βιβλίου και σίγουρα του τίτλου που φέρει: βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας, ή όπως έγραψε μια αναγνώστρια, βιωματικός οδηγός ζωής.
Τι συνιστά όμως τόσο το βιβλίο όσο και τον συγγραφέα δάσκαλο; Εκείνον που θα σταθεί ως οδηγός και θα μάθει στους άλλους πως να ζουν; Τι έπαρση είναι τούτη!!!
Ευτυχώς που σε αυτό το βιβλίο δάσκαλοι είναι οι μαθητές(!), όλοι όσοι είχαν το σθένος να μπουν σε ψυχοθεραπευτική διαδικασία, είτε ως θεραπευόμενοι, είτε ως εκπαιδευόμενοι ψυχοθεραπευτές και μου δανείσαν τις ιστορίες τους και κυρίως με βοήθησαν να εξελιχθώ.
Αυτή η ιδιαιτερότητα, εμπεριέχει μια γνώση και μια δυνατότητα, πως οι ίδιοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν οι οδηγοί του εαυτού τους και να μάθουν να επιβιώνουν, να εξελίσσονται και να συνυπάρχουν αρμονικά με τους άλλους. Αυτό που χρειάζονται είναι μονάχα άλλους ανθρώπους όπου ο ένας θα πυροδοτεί την αλλαγή του άλλου, όπου ο καθένας θα γίνεται ο δρόμος και η γέφυρα της δικής του αλλαγής και της αντάμωσης με τις αλλαγές των άλλων. Οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα και την ευθύνη βεβαίως να επιβιώσουν και να εξελιχθούν, χρειάζονται όμως τα κλειδιά για να το πράξουν, δηλαδή τη γνώση, ειδάλλως οδηγούνται στην απόγνωση. Θα πω ένα ακόμη παράδειγμα από τα παλιά: Είναι η πρώτη φορά που θα πάω μόνος μου στα πρόβατα, να μεταφέρω φαγητό στον θείο μου που εκείνη την περίοδο είναι συνεχώς στα πρόβατα σε μεγάλο υψόμετρο καθόσον το καλοκαίρι υποχωρεί και η βόσκηση των προβάτων απαιτεί συνεχόμενες μετακινήσεις. Για μένα είναι κάτι σαν τελετή μύησης στην ενηλικίωση, δεν είμαι ποια παιδί, ο πατέρας μου μου εμπιστεύεται ένα σπουδαίο κατόρθωμα. Άρα η εμπιστοσύνη του με κάνει να σκέφτομαι πως δεν έχω να φοβάμαι κάτι, κι επιπλέον έχω την αίσθηση πως δεν είναι κάτι επικίνδυνο, αφού χρόνια ως τότε έβλεπα τους ενήλικες να το πράττουν. Είχα μια χαρά, αλλά και μια αγωνία, αν εγώ θα τα καταφέρω, γιατί γνωρίζετε βέβαια πως για τον καθένα μας, όταν έρθει η ώρα της δικής μας ευθύνης, όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση κι ας είναι δεδομένα. Πριν φύγω ο θείος μου, ένας αγαπημένος θείος, μου δίνει το εξής κλειδί «όταν θα μπεις στο παντούρι (το πυκνό δάσος οξιάς) θα κατέβεις από το άλογο, θα το δέσεις στο βαρκό (ένα βαλτώδες μέρος, όπου εξαιτίας του νερού είχε πολύ μεγάλα χορτάρια) για να βοσκήσει … και θα φωνάξεις δυνατά. Τότε ότι πλάσμα κι αν υπάρχει στο δάσος θα φοβηθεί και θα φύγει». Στην ουσία όταν το έκανα ο δικός μου φόβος έφυγε, για να επικρατήσει η αίσθηση πως ξέρω ότι θα τα καταφέρω. Κάποια στιγμή πέφτω πάνω στην έννοια της πρωτογενούς κραυγής, σαν κι αυτές των μελών της θεραπευτικής κοινότητας όπου βρέθηκα να εργάζομαι στα νεανικά μου χρόνια, όταν κάνοντας έναν κύκλο, φωνάζανε δυνατά το όνομά τους. Να, σκέφτηκα, που το κλειδί της παράδοσης το συμπεριλαμβάνει και η επιστημονική βιβλιογραφία!!!
Οι άνθρωποι για να επιβιώσουμε και να εξελιχθούμε έχουμε ανάγκη αυτά τα κλειδιά.
Έτσι κάπως γράφτηκε ο βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας, μέσα από την ανάμνηση κάθε γνώσης, κάθε συναισθήματος, κάθε θεραπευτικής άσκησης, κάθε συγκίνησης που εξελισσόταν στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο και λειτουργούσε ως κλειδί και εργαλείο για τη ζωή.
Αν θα μπορούσα να πω κάτι πιο συγκεκριμένο για το βιβλίο, θα πρόσθετα απλά πως είναι όντως χωρισμένο στα δύο: Το πρώτο μέρος, το μικρότερο, εισάγει μια θεωρία, την εξελικτική συστημική προσέγγιση.
Η ψυχοθεραπεία στο εξελικτικό συστημικό μοντέλο πραγματεύεται το ζήτημα της συγκρότησης της προσωπικότητας των ανθρώπων επικεντρώνοντας στα κυρίαρχα μοτίβα και τις διαφορετικές εκδοχές του τρόπου με τον οποίο αυτά εγκαταστάθηκαν και βιώθηκαν στο πλαίσιο αναζήτησης του εαυτού. Παράλληλα με την αυτογνωσιακή ευθύνη επιχειρείται να διαφωτιστεί και να αναδειχθεί το δομικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται η εμπειρία των υποκειμένων για ό,τι έχουν βιώσει και εκείνοι θεωρούν αφηγήσιμο.
Το μότο του βιβλίου είναι:
…Όσο ο άνθρωπος προσεγγίζει την πραγματικότητα
τόσο περισσότερο ανακαλύπτει τον εαυτό του…
Τα επιμέρους ζητήματα που αναδύονται στο πλαίσιο της εξελικτικής συστημικής προσέγγισης είναι:
Η έννοια της ηθικής στην ψυχοθεραπεία, όπου πρώτη βασική αρχή είναι η κατανόηση της διεργασίας της αυτό-βελτίωσης ως γενεσιουργού αιτίας της κοινωνικής αλλαγής.
Και επειδή η αυτό-βελτίωση δεν υφίσταται εν κενό το βιβλίο την πλαισιώνει με μια δεύτερη αρχή την κοινοτική ηθική ως το συλλογικό πολιτισμικό πρόταγμα τόσο της κοινωνικής ζωής, όσο και της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.
Και εν συνεχεία, σε ευρύτερα συστήματα αναφοράς, προκύπτει η τρίτη αρχή που είναι η αναγκαιότητα της επαν-οικείωσης της συλλογικής συνείδησης (ιστορικής, εθνικής, πολιτισμικής), αναγκαιότητα που έρχεται κι ως πρόταγμα της ψυχοθεραπείας, διότι δεν νοείται η οντότητα του ψυχοθεραπευτή δίχως αυτός να κατανοεί την δική του θέση στο ιστορικό συνεχές του εαυτού του, της οικογένειάς του, της κοινωνίας του. Αυτή η αυτογνωσιακή συνθήκη της ιστορικής και πολιτισμικής εγγύτητας δύναται να αποτελεί και τον σύνδεσμο με την διαφορετικότητα και την διαπολιτισμικότητα.
Οι άλλοι δύο πυλώνες της εξελικτικής συστημικής αφορούν την μετάβαση από τον «πληγωμένο» θεραπευτή στον «αγγελιοφόρο» θεραπευτή και την θέαση των ψυχικών διεργασιών ως εποικοδόμημα των κοινωνικών συνθηκών.
Η εξελικτική συστημική προσέγγιση κινείται στα χνάρια των λέξεων του ποιητή (Οδυσσέας Ελύτης), ο οποίος αναφέρει στο κεφάλαιο «η μέθοδος του άρα» στο εν Λευκώ:
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΞΕΠΕΡΝΙΕΤΑΙ, η φύση, όχι. Οι αισθήσεις ποτέ, οι γνώσεις πάντοτε… Η επικαιρότητα, για να σωθεί, δεν έχει άλλον τρόπο παρά να ενσωματωθεί σε κάποιου είδους διάρκεια, όπως είναι η διάρκεια του ψύχους ή του καύματος, της αναγάλλιας ή της συντριβής, μ’ όλο τους το νόημα, μ’ όλη τους τη σάρκα, μείον το ένδυμα της στιγμής.
Και το δεύτερο μέρος παρουσιάζει πλήθος ψυχοθεραπευτικών αυτοαναφορικών ασκήσεων. Λέξεων δηλαδή που μπορούν να ενεργοποιήσουν τη σκέψη και το συναίσθημα των αναγνωστών προς δρόμους αναστοχαστικούς, προς δρόμους αυτογνωσίας και συνύπαρξης. Γιατί είναι πολύ σημαντική η γνώση, είναι σαν την εμπειρία, όσο βέβαια δεν παραμένει επί χάρτου. Οι ασκήσεις δεν δίνονται ξερά, απότομα, έχουν ένα σκεπτικό που εισάγει τον αναγνώστη στην εμπειρία που επιχειρεί να αναδείξει ή να δημιουργήσει. Το κάθε κείμενο που συνοδεύει τις ασκήσεις δουλεύτηκε στο μυαλό μου, κίνησε τα δικά μου συναισθήματα και ελπίζω να έχει και στους αναγνώστες παρόμοια επίδραση.
Γιατί είναι ένα επιδραστικό βιβλίο ο βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας, σε βάζει να αναμοχλεύσεις τα δικά σου, σου δίνει επιπλέον και τη γνώση των άλλων, αφού μεταφέρει τις εμπειρίες (τις δουλεμένες ασκήσεις) κι άλλων ανθρώπων. Έτσι μοιάζει το βιβλίο να έχει μια διαλεκτική ατμόσφαιρα, που ενώ είσαι μόνος, αλληλοεπιδράς με τη γνώση και τα συναισθήματα κι άλλων ανθρώπων που στέκονται αναστοχαστικά στα ίδια ερωτήματα.
Τα ονόματα είναι φανταστικά, αλλά οι ιστορίες αυθεντικές, ώστε οι αφηγήσεις τους να σε βάζουν μέσα στις ζωές των άλλων, μέσα στις βιωμένες εμπειρίες και στους αναστοχασμούς τους. Διαβάζοντας τις αφηγήσεις των άλλων είναι σαν να περιδιαβαίνεις με λογοτεχνικό τρόπο στις ενδεχόμενες ζωές σου, σε όλες τις κατανοήσεις που μπορείς να κάνεις, αλλά ίσως ο φόβος και η έλλειψη σθένους σου απαγορεύουν. Πυροδοτεί αυτό το βιβλίο και ίσως με έναν ασφαλή τρόπο την διάθεση για ανακαλύψεις, για εμβάθυνση, για σκάψιμο.
Δημιουργεί ένα συγκινησιακό φορτίο όπως οι λογοτεχνικές αφηγήσεις και αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο για προσωπικές πτήσεις στο συναίσθημα και την γνώση.
Τέλος, θέλω να πω πως το βιβλίο παρότι διεκδικεί την κατοχύρωσή του στα επιστημονικά ράφια, είναι ένα απλά γραμμένο βιβλίο, ώστε να μπορεί να γίνεται κατανοητό από όλους, όχι μόνο από όσους κατέχουν μια συγκεκριμένη γνώση, δηλαδή στους κόλπους των ψυχοθεραπευτών ή άλλων συναφών επιστημών και τεχνών. Η απλότητα εξάλλου θεραπεύει κι όχι η επιστημοσύνη, η σχέση κι όχι οι γνώσεις, το βίωμα κι όχι η αυθεντία και οι τεχνικές αποστάσεις.
Και βεβαίως να ευχαριστήσω όλους όσους είναι μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου κι όλους όσους διακριτικά συμβάλλανε με τον τρόπο τους στην γέννηση και την συγγραφή του, όπως τα παιδιά μου και κυρίως την σύντροφό μου στη ζωή και πλέον στην ψυχοθεραπευτική μας εργασία, την Κωνσταντία.
Αφού μιλάμε για έναν οδηγό ζωής, ωριμότητας και ενηλικίωσης θα αναφερθώ σε μια άσκηση του βιβλίου με τίτλο: το μοτίβο της ενηλικίωσης. Και τι είναι ενηλικίωση, τι άλλο από το να κάνεις την τέχνη με κόπο (αρχικά) και σταδιακά τον κόπο με τέχνη (όποια τέχνη κι αυτή της ζωής μέσα).
Μια που έπαιξα με τις λέξεις «κόπος και τέχνη» να σας αναφέρω εν τάχει άλλες δύο η σημασία των οποίων έχει αλλάξει στο ρου των χρόνων και αυτή η μεταστροφή της σημασίας καταδεικνύει σε βάθος την κουλτούρα μας: η λέξη πονηρός, είναι η μία, που αναφέρεται σε αυτόν που έχει την ικανότητα να εξαπατά προέρχεται από την λέξη πόνος και αρχικά σήμαινε «κοπιώδης» και «επίπονος». Αντίστοιχα η λέξη «μοχθηρός» προέρχεται από τον «μόχθο» δηλαδή την κόπωση. Σήμερα η λέξη έχει αλλάξει σημασία και χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που επιδιώκει το κακό των άλλων.
Η σημασιοδότηση των παραπάνω λέξεων προφανώς ακολουθεί τα νοήματα των εποχών και σίγουρα στις δικές μας κοινωνίες τόσο ο πόνος όσο κι ο κόπος νοηματοδοτούνται με αρνητικές σημασίες. Ο πονεμένος εξαπατά κι ο κοπιώδης κάνει κακό (σίγουρα στον εαυτό του, αφού κυρίως έχει συνδεθεί με το κορόιδο). Η σημασιολογική αυτή χειροτέρευση βέβαια ξεκινά ήδη από την αρχαιότητα, όπου η σημασία του σωματικού πόνου και μόχθου συνειρμικά κατευθυνόταν προς την τάξη των δούλων, οπότε σταδιακά συνδέθηκε με κάτι κατώτερο. Για να φτάσει στην εποχή μας ο σύγχρονος άνθρωπος, ενώ είναι συνεχώς εκτεθειμένος στον πόνο και στον μόχθο, να επιχειρεί διαρκώς την αποσύνδεσή του με αυτές τις έννοιες και συνεπώς να έχει μια στάση μη ενηλικίωσης, γιατί πως να το κάνουμε «πονάει η καρδιά μας, όταν ψηλώνει».
Όπως αναφέρω στο βιβλίο:
Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι ιστορίες ανθρώπων που επιχειρούν την αυτονομία και την ενηλικίωση. Υπό αυτή την έννοια η ενηλικίωση είναι ένα εγχείρημα προς την αυτοπραγμάτωση και την κοινωνικοποίηση, το οποίο εγχειρείται πάντοτε στο φάσμα των επιρροών από την οικογένεια καταγωγής, καθώς και της απόπειρας για προσωπική διαφοροποίηση από αυτή. Για κάθε ζήτημα που προκύπτει, επομένως, στο βιογραφικό συνεχές των ανθρώπων, τόσο η αιτία, όσο και η λύση είναι η αυτονομία και η ενηλικίωση. Και αφού αναφέρω αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων που κουβαλούν τα δικά τους μοτίβα ενηλικίωσης, όπως τα έχουν κληρονομήσει από την οικογένεια καταγωγής προτείνω την εξής άσκηση: Ποιο είναι το δικό σας μοτίβο ενηλικίωσης και πόσο έχει διαφοροποιηθεί από το μοτίβο ενηλικίωσης που διδαχθήκατε από την οικογένεια καταγωγής σας;
Έπειτα από την εκφώνηση της άσκησης ακολουθούν οι μαρτυρίες ανθρώπων που εκπόνησαν την συγκεκριμένη εργασία.
Στο βιβλίο υπάρχουν συνολικά 40 τέτοιες αυτοαναφορικές ασκήσεις, που επιλέχθηκαν μεταξύ πολλών άλλων που γέννησε η φαντασία του θεραπευτή, καθώς και των θεραπευόμενων, στη διάρκεια της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.
Οι ασκήσεις νομίζω πως συμφωνούμε όλοι δεν αποτελούν από μόνες τους μια γέφυρα να περάσουμε απέναντι, αλλά ένα ενδεχόμενο εργαλείο να φτιάξουμε το δικό μας απέναντι και τις δικές μας γέφυρες.
Το στοιχείο που καταρχήν προτάσσει ο Τρύφωνας Ζαχαριάδης είναι η λέξη οδηγός, μια λέξη που σημαίνει οτιδήποτε μπορεί να καθοδηγήσει και να κατευθύνει. Και στην διερώτηση εάν το συγκεκριμένο βιβλίο συνιστά έναν οδηγό απαντά καταφατικά πως ναι διότι το πόνημα δομείται με ένα τέτοιο τρόπο που διευκολύνει τον αναγνώστη, ακόμη κι αν δεν είναι μυημένος, να αντιληφθεί το ύφος αλλά και τα δεδομένα μιας ψυχοθεραπευτικής διαδρομής.
Αγγίζοντας τον πυρήνα των κειμένων του βιβλίου ο Τρύφωνας Ζαχαριάδης ξεκινά τις αναφορές του από το επίμετρο του βιβλίου και από τις πιο προσωπικές αναφορές του συγγραφέα. Εκεί όπου αναδεικνύεται το βασικό συστατικό της ψυχοθεραπευτικής πράξης, δηλαδή η στάση-διαχείριση του θεραπευτή απέναντι -και συνάμα δίπλα- στο ψυχικό σώμα του θεραπευόμενου. Η ψυχοθεραπευτική συνάντηση γίνεται το πλαίσιο όπου άγνωστοι αρχικά θεραπευόμενοι και σταδιακά οικείοι, ανακαλύπτουν και μοιράζονται με τον θεραπευτή τον δικό τους αθέατο ψυχισμό.
Το ατομικό δικαίωμα της μυθολογικής αλήθειας του κάθε θεραπευόμενου, όπου η αλήθεια τους αποκτά μυθικές διαστάσεις και τα μυθεύματά τους γίνονται οι δομικές τους αλήθειες, είναι αναφαίρετο. Ο κάθε θεραπευόμενος έρχεται δηλαδή με την δική του αλήθεια, ωστόσο στο διάβα της ψυχοθεραπευτικής διαδρομής, οι συναισθηματικές αποτυπώσεις των λεκτικών ή των σιωπηλών αφηγήσεων των θεραπευομένων, ακολουθώντας τις προσωπικές διαδρομές των δικών τους τραυμάτων, αποσιωπώνται, ίσως επειδή τρομάζουν και σταδιακά μετασχηματίζονται αποκτώντας άλλη συνοχή και συγκρότηση.

Από το υλικό του βιβλίου συνάγεται πως η ειλικρίνεια του κειμένου ενός συγγραφέα έχει σχέση με τις αποτυπώσεις και ταυτόχρονα με τις προσποιήσεις του ίδιου, αλλά και τις προσποιήσεις των αναγνωστών, όταν εκείνοι τυχαίνει να αναγνωρίσουν στα κείμενά του τον εαυτό τους. Όσοι λοιπόν διαβάσετε το βιβλίο μπορείτε να αγαπήσετε ή να μισήσετε εκδοχές του εαυτού σας, που θα συναπαντηθούν με αυτές που αρθρώνει στην γραφή του ο συγγραφέας με ένα απόσταγμα εμπειρίας.
Η ουσία της ψυχοθεραπείας είναι ο θεραπευτής να εμπιστεύεται και να συνεργάζεται για την επανασκηνοθέτηση της ελλειμματικής ζωής των θεραπευομένων. Η διατύπωση αυτή παραπέμπει σε μια αναφορά του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στους σαμποτέρ της οικειότητας, όπου στην σελίδα 217 γράφει «η οικειότητα των σχέσεων αποτελεί μια απαραίτητη συνθήκη ζωής για τον άνθρωπο προκειμένου να επιβιώσει, βιολογικά, κοινωνικά, συναισθηματικά και ψυχικά». Και λίγο πιο κάτω αναφέρει πως «στην σύγχρονη εποχή ζούμε ένα κοινωνικό παράδοξο, όσο, δηλαδή, μοιάζει να είμαστε διασυνδεδεμένοι, τόσο απομακρυνόμαστε από την ουσία των σχέσεων». Και εν συνεχεία αναφέρει πως «ενώ λοιπόν η εγγύτητα στις σχέσεις είναι ένα ζητούμενο, στην ψυχοθεραπευτική πράξη, όπως και στην καθημερινότητα, συναντούμε, πολλές φορές, ανθρώπους που ενώ επιθυμούν την οικειότητα και επιδιώκουν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, παράλληλα τις σαμποτάρουν». Αναφερόμενος ο συγγραφέας στις σχέσεις και στους ανθρώπινους δεσμούς της εποχής μας, με την επίφαση της εγγύτητας, επειδή σε κάποιο σημείο του βιβλίου του, στο επίμετρο, χρησιμοποιεί μια Καβαφική αναφορά, δανείζομαι αντίστοιχα ως λεζάντα στην εικόνα του σημερινού ανθρώπου, τον Καβαφικό στίχο από το ποίημα «Κεσαρίων» που λέει «ο χλωμός και κουρασμένος ιδεώδης εν τη λύπη του» και συμπληρώνω την δική μου πλευρά «…ο άνθρωπος».
Και συνεχίζοντας ο συγγραφέας αναζητά που θα τοποθετήσει τον σημερινό άνθρωπο, που αυτός ανήκει και πως ορίζει τα υπαρξιακά του όρια; Διαπιστώνει ως απάντηση στο παραπάνω ερώτημα πως η σύγχρονη πυρηνική οικογένεια δεν μπορεί πλέον να δώσει επαρκείς λύσεις και πως αναδύεται η αναγκαιότητα για περισσότερο εκτεταμένες μορφές συμβίωσης, τις οποίες ακόμη δεν ανα-γνωρίζουμε και επομένως τις αναζητούμε.
Κάπως έτσι είναι γραμμένο και το βιβλίο δεν ακολουθεί δηλαδή κλειστές αναφορές αλλά αναζητά και διευρύνετε σε όλα τα πεδία των ιδεών που εκθέτει και διαγράφει μια πολύμορφη εξέλιξη.
Ο συγγραφέας προσθέτει, επεκτείνει και προτείνει, μέσα από την εμπειρία του, ένα συναισθηματικό υλικό που δεν οριστικοποιεί αλλά δημιουργεί αφετηρίες νέων σκέψεων. Υπάρχει μια βαθύτερη αιτιολογία στην σκοτεινιά των ανθρώπινων σχέσεων που το βιβλίο τις προσεγγίζει με φωτεινό τρόπο. Η συμβολή του βιβλίου σε αυτό δεν γίνεται με ψυχοθεραπευτικούς δογματισμούς αλλά αντιθέτως με έμφαση σε νέες εκδοχές όσων παλιών μοτίβων εμποδίζουν τους προσωπικούς μετασχηματισμούς.
Σε ποια κατηγορία άραγε θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το βιβλίο; Είναι δύσκολο να δοθεί μια μονολεκτική απόκριση, όπως παραδείγματος χάρη ότι είναι «δοκίμιο». Θα έλεγα ότι είναι ένα συγγραφικό υλικό σύμμεικτο και ταυτόχρονα ελαστικό. Συχνά στη ζωή και στην ιστορία υπάρχει μια επίπλαστη έλλειψη φόβου για τον αντίπαλο κάθε είδους, σαν αναπαραγωγή του συνδρόμου του Δαυίδ και του Γολιάθ, όπου προσδοκούμε και ελπίζουμε όλοι πως θα έχει αντίκρισμα και στον δικό μας ψυχικό. Με μια σημαντική εξαίρεση, όταν ο αντίπαλος στην καθημερινότητα είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, τότε η κατανόηση του ψυχισμού μας γίνεται ελλαττωματική. Εκεί ξεκινά κι ο ρόλος της ψυχοθεραπείας, και πιο συγκεκριμένα η ευχέρεια της συναισθηματικής διερμηνείας που πραγματοποιεί ο θεραπευτής με την συμπεριφορά του κι εν τέλει με την εμπερίεξη του θεραπευόμενου.
Η ψυχοθεραπεία -όπως αναλύεται και αποδίδεται στο βιβλίο- θυμίζει αρκετές φορές με μια ευρύτερη διάσταση έναν αμφίθυμο ερωτισμού, δηλαδή την διεργασία όπου μέσα στην δίνη των τραυμάτων ή της δυσθυμίας του, ο κάθε θεραπευομένος, ξεχνιέται και βρίσκει τον εαυτό του μέσα στον άλλο. Δηλαδή, σε αυτό που συμβολίζει και καθρεπτίζει για τον θεραπευόμενο ο θεραπευτής.
Σε μια εποχή όπου τόσο η ένταση των πληροφοριών, όσο και η στεγανοποίηση του ψυχισμού είναι μεγάλη, το βιβλίο έχει μια ευρύτητα, χωρίς όμως να τα χωράει όλα και τείνει προς την πληρέστερη αποκρυστάλλωση του ψυχικού κόσμου.
Οι αποτυχίες στη ζωή των ανθρώπων δεν οφείλονται τόσο στις δυσκολίες μιας εμπειρίας που διδάσκονται όσο στον τρόπο της διδασκαλίας. Καταλαβαίνεται πως δουλειά της ψυχοθεραπείας δεν είναι να παράσχει συναίσθημα διανοητικοποιημένων γνώσεων, αλλά να παροτρύνει την αυτόνομη σκέψη, καθώς επίσης και την ωρίμανση των παιδικών πλευρών της ενήλικης ζωής αυτών που αιτούνται διορθωτικής κίνησης στο πλαίσιο μιας θεραπείας.
Αυτή την κατεύθυνση το βιβλίο Βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας την προσφέρει…
Ηλίας Γκότσης
Το βιβλίο με έβαλε σε έναν εσωτερικό διάλογο που προκάλεσαν οι θέσεις και οι ιδέες που προτείνει. Το βιβλίο θέτει πολλά ερωτήματα και μας βάζει να αναμετρηθούμε με πολλές από τις παραδοσιακές ιδέες και θέσεις που έχουμε σχετικά με την ψυχοθεραπεία και τον ρόλο μας ως ψυχοθεραπευτές.
Θα ξεκινήσω αντιθέτως από τον κο Ζαχαριάδη από την αρχή του βιβλίου όπου με το που το ανοίγω διαβάζω μια φράση που μου έκανε νόημα και με έβαλε σε σκέψεις, γιατί την βρήκα πολύ επικεντρωμένη στο εδώ και τώρα, σε αυτό που ζει ο πλανήτης και πολύ περισσότερο τώρα που κάνουμε την εκδήλωση την δεύτερη μέρα κήρυξης ενός πολέμου στην Ευρώπη.
Διαβάζω λοιπόν «Μεγαλώνοντας σε μια παραδοσιακή οικογένεια άμεσα συνδεδεμένος τόσο με το φυσικό περιβάλλον όσο και το ανθρωπογενές περιβάλλον της κοινότητας, συνειδητοποίησα από πολύ μικρός, μέσα από τα όρια της φυσικής πραγματικότητας και την αμεσότητα του κινδύνου, πως ο άνθρωπος είναι ενσωματωμένος κι όχι επικυρίαρχος της φύσης και πως ισορροπεί μέσα στο φυσικό του περιβάλλον μονάχα αν συνειδητοποιήσει το «συμφέρον» του, δηλαδή πως μόνο σε πλήρη αρμονία με αυτό μπορεί να επιβιώσει και να εξελιχθεί ως είδος ή όπως λέει ο ποιητής «Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια», (Οδυσσέας Ελύτης, ο μικρός ναυτίλος).»
Ήδη με αυτήν την φράση ο συγγραφέας δημιουργεί ένα πλαίσιο ανάγνωσης του βιβλίου του και δημιουργεί μια συγχρονικότητα. Επίσης, ξεκινά με μια θέση, σύμφωνα με την οποία η ισορροπία του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον είναι το ζητούμενο και αυτό από μόνο του θέτει ένα μέτρο στην ανθρώπινη παντοδυναμία. Αν επεκτείνουμε αυτή την αντίληψη στην ανθρώπινη συμπεριφορά τότε αντιλαμβανόμαστε πως αναπόφευκτα, αμφισβητώντας την ανθρώπινη παντοδυναμία, μπορούμε να ελέγξουμε μόνο ένα μέρος της δράσης και των επιλογών μας και αυτό μονάχα στην περίπτωση που έχουμε την επίγνωση για το νόημα που αποδίδουμε σε αυτά.
Εκτιμώ πως σχεδόν σε όλο το βιβλίο η έννοια του νοήματος είναι κυρίαρχη. Και συνάμα υπάρχει μια συνεχόμενη πρό(σ)κληση να αναρωτηθούμε για το πως λειτουργούν τα νοήματα και ποια ενδεχομένως χρειάζεται να ανακατασκευαστούν.
Επίσης, αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον σε αυτές τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι πως ο συγγραφέας αφήνει να αποκαλυφθεί μια κριτική διάθεση σχετικά με το κυρίαρχο φαντασιακό πρόταγμα, καθώς αμφισβητεί την κυριαρχία που ασκεί το ανθρώπινο είδος. Αυτές οι δύο θέσεις, δηλαδή, η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας και της κυριαρχίας, αποτελούν μια πρόσκληση να κατανοήσουμε το πλαίσιο της παρούσας κρίσης, πολλαπλών αιτιοτήτων και επιπροσθέτως εν μέσω μιας πανδημίας.
Έχει μια ιδιαίτερη σημασία η χρονική περίοδος που διαβάζω αυτό το βιβλίο, ώστε διαβάζοντάς το να τροποποιήσω το νόημα που αποδίδουμε στις ζωές μας, στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και ολόκληρο τον πλανήτη. Μέσα από αυτή την τροποποίηση οδηγούμαστε σε μια συνειδητοποίηση: της αναγκαιότητας μιας οικολογικής παιδείας και μιας καινούργιας διάστασης στην έννοια της ψυχικής παιδείας. Εν κατακλείδι στην αναγκαιότητα μιας άλλης παιδείας και ενός άλλου πολιτισμού, η οποία είναι εμφανής σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Επανέρχεται συχνά και μάλιστα με μια εστίαση στην αναγκαιότητα για βαθιές αλλαγές και μετασχηματισμούς ως προς τις βεβαιότητες με τις οποίες έχουμε τοποθετήσει τον εαυτό μας στον κόσμο.
Με την παραδοχή πως οι βεβαιότητες δεν είναι πλέον δεδομένες, κατανοούμε πως το επόμενο βήμα που προκύπτει είναι ή μια μορφή νοσταλγίας σε ένα μοντέλο οικειότητας και σταθερότητας που ιστορικά έχουμε αφήσει πίσω μας, ή η αναγνώριση της ροής που έχει η ζωή και της συνεχιζόμενης αλλαγής. Η δεύτερη συνθήκη αυτή απαιτεί μια υπέρβαση, μια νέα πληροφορία που θα οδηγήσει, όπως γράφει ο συγγραφέας, στην ανασύσταση της αλήθειας. Όπως αντιλαμβάνομαι αυτή την θέση, μέσα από μια συστημική γλώσσα και οπτική, τίθεται η αναγκαιότητα να χαρτογραφήσουμε εκ νέου τον κόσμο, τροποποιώντας τις αντιλήψεις που αναπαριστούν τον χάρτη μας για αυτόν και εστιάζοντας και ανακαλύπτοντας καινούργιες διαφορές που θα παράγουν διαφορές. Θυμίζω αυτή την φράση του Μπέιτσον για να δούμε την σημασία που έχουν αυτές οι αναπαραστάσεις του κόσμου, κι αν μετά από μια εμπειρία κρίσης ή μια εμπειρία τραύματος μπορούν να τροποποιηθούν οι χάρτες μας και ποιες καινούργιες διαφορές μπορούν να προκύψουν. Έτσι λοιπόν είμαστε αναγκασμένοι, υποστηρίζει ο συγγραφέας, να δούμε την γυμνή αλήθεια. Εδώ μπήκα σε μια αμφιβολία, διότι αν είμαστε έτοιμοι να δούμε την γυμνή αλήθεια αυτό σημαίνει πως είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε την τυφλότητα; Θυμίζω την τριλογία του Ernesto Sabato, το τούνελ, το περί ηρώων και τάφων και το Αβαδδών ο εξολοθρευτής, όπου ο σπουδαίος Αργεντίνος συγγραφέας, μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο η τυφλότητα να κατακτήσει τον κόσμο και αναπόφευκτα να τον κυριεύσει. Η τυφλότητα όπως ο ίδιος αναφέρει σε κάποια δοκίμια του ταυτίζεται με το (τυφλό) ένστικτο του κακού. Το δεύτερο βιβλίο που θέλω να αναφερθώ είναι το Περί τυφλότητας, του Σαραμάγκου, στο οποίο ο συγγραφέας μιλά για την σημασία να επιλέξουμε την αντίσταση αντί της παράδοσης, σε αυτό που θεωρείται δεδομένο πως ήδη έχει επέλθει. Θυμίζω πως στο βιβλίο σε μια πανδημία τυφλών μια γυναίκα επιμένει να αντιστέκεται και να υπενθυμίζει την αναγκαιότητα της ανθρωπινότητας. Θυμίζω, τέλος, πως στην πανούκλα του Καμύ, υπάρχει ένας γιατρός, ο οποίος επίσης επιμένει να αντιστέκεται και να υπενθυμίζει πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αποδεχθούμε την βεβαιότητα ότι αναπόφευκτα θα γίνουμε φορείς μετάδοσης της πανούκλας. Αναφέρομαι στην λογοτεχνία επειδή εκτιμώ πως μέσα από τον ισχυρό συμβολισμό που έχει μας προσκαλεί σε μια υπαρξιακή μετακίνηση, η οποία αντίστοιχα αναδύεται ξεκάθαρα σε όλο το βιβλίο «βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας». Εκτιμώ πως αυτό το βιβλίο από την μία μιλάει για την συστημική ψυχοθεραπεία, κι από την άλλη φέρει έναν λόγο που φέρνει, κατά την γνώμη μου, τον υπαρξισμό στο προσκήνιο. Μιλάει, όπως προανέφερα, συνεχώς για το νόημα, διερωτάται για το πως τοποθετούμε τον εαυτό μας στον κόσμο και βάζει την αναγκαιότητα για μια κριτική σκέψη κι ένα κριτικό βλέμμα, τόσο ως προς την ατομική, όσο και προς την συλλογική ταυτότητα.
Μέσα σε αυτές τις πρώτες εισαγωγικές σκέψεις, όπως διατυπώνονται πολύ καθαρά στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας ξετυλίγει ένα νήμα το οποίο συγκλίνει σταδιακά σε μια βασική ερώτηση που αφορά το νόημα και την σημασία της ψυχοθεραπείας. Θα διαβάσω το σχετικό απόσπασμα που μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και βρίσκεται στην σελίδα 23: «Έχει γίνει δηλαδή η ψυχοθεραπεία ένας οικείος τρόπος επαν-οικείωσης του οικείου, ένας τρόπος με άλλα λόγια όπου οι άνθρωποι βρίσκουν μια πυξίδα που θα τους βοηθήσει να ορίσουν το στίγμα τους και να διαγράψουν την προσωπική τους πορεία προς την αυτοπραγμάτωση. Η ψυχοθεραπεία συνέχει τον άνθρωπο ως αρωγός σύνδεσής του με τον εαυτό του και τους άλλους, σαν γέφυρα επικοινωνίας τόσο σε ενδοψυχικό επίπεδο, όσο και στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων. Εν κατακλείδι, αφενός η απενοχοποίηση και αφετέρου η αναγκαιότητα της ψυχοθεραπείας, ως μέσο συγκατασκευής του εαυτού και των σχέσεων, έχει οδηγήσει μεγάλο ποσοστό ανθρώπων στο περιπετειώδες ταξίδι της. Ένα ταξίδι που συνήθως ξεκινά με αφετηρία ένα οξύ πρόβλημα, στο οποίο κάποιος αναζητά άμεσες λύσεις για να το αντιμετωπίσει. Ωστόσο ενσαρκώνεται όταν κάποιος φύγει από το πρόβλημα και κατευθυνθεί σε μια πιο ουσιαστική εκκίνηση του δρόμου της, προς την προσωπική αυτογνωσία και αυτοπραγμάτωση. Με άλλα λόγια το πρόβλημα αποτελεί το σημείο εκκίνησης, ενώ η ουσία της ψυχοθεραπείας έγκειται στην αναζήτηση του προσωπικού νοήματος και στην κατασκευή του εαυτού».
Εκτιμώ πως αυτές οι σκέψεις έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί όντως η πιο συχνή αιτία για να αναζητήσουν βοήθεια οι άνθρωποι είναι το σύμπτωμα. Υπάρχει όμως ένα ερώτημα, αν από μόνης της η αντιμετώπιση του συμπτώματος μπορεί να θεωρηθεί ή να διακηρυχθεί ως μια ορθή πρακτική. Θυμίζω εδώ πως βρίσκω μια εγγύτητα του βιβλίου με τα λεγόμενα ενός σπουδαίου ψυχοθεραπευτή που χάσαμε πρόσφατα, του Κώστα Γκοτζαμάνη, τα οποία μεταφέρονται στο βιβλίο του με τίτλο «πανικός, η μεγάλη εξέγερση μέσα μας». Η εγγύτητα αυτή αφορά την επαναδιατύπωση του προβλήματος ως δυνατότητα για προσωπικούς μετασχηματισμούς κι όχι απλά για αλλαγές, γιατί η έννοια της αλλαγής μπορεί να εγκλωβίσει τον άνθρωπο και να εξαντλεί κάθε φορά την δυνατότητα των αντιδράσεών του, ενώ η έννοια του μετασχηματισμού φέρνει μια νέα πρόταση.
Έτσι, πέρα από την πρόσκληση να σκεφτούμε πως το πρόβλημα είναι μια αφορμή για μετασχηματισμούς, ο συγγραφέας μας προσκαλεί να δούμε την ψυχοθεραπεία σαν ένα μέσο για μια καινούργια αφήγηση. Για μια αφήγηση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ένα τοπίο το οποίο θα οδηγήσει με την σειρά του στο ξεπέρασμα του κατακερματισμού και το υποκειμενισμού. Αυτό είναι σημαντικό γιατί ίσως είναι από τα πιο μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος, δηλαδή η απώλεια της ολότητας. Παραδειγματικά αναφέρω πως είχε πολύ ενδιαφέρον στην Ελλάδα πως λειτούργησε η περίφημη επιτροπή διαχείρισης της πανδημίας, ενός ζητήματος με ποικίλες διαστάσεις, οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, ψυχικές. Για ένα μεγάλο διάστημα στους κόλπους αυτής της επιτροπής δεν υπήρχε ψυχίατρος, ο ρόλος του οποίου αξιοποιήθηκε μόλις στην δεύτερη φάση διαχείρισης της πανδημίας.
Ο συγγραφέας λοιπόν μας καλεί την ψυχοθεραπεία ως μια συμβολή στην προσπάθεια να φτιάξουμε μια ενιαία αφήγηση για τον κόσμο και την πραγματικότητα. Σε αυτή την αφήγηση ο εαυτός, όπως γράφει, συγκροτείται μέσα από την σχέση και την συνάντηση με τον άλλο, αλλά και μέσα από την αρμονία και τον σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον. Η ψυχοθεραπεία έρχεται σύμφωνα με τον συγγραφέα να φέρει μια πρόταση, μια αισθητική στάση, που συναντά την θέση του κου Ζαχαριάδη για την υπέρβαση των θεωριών και την κατάληξη σε έναν κοινό τόπο, την «αισθητική». Μια αισθητική για το ζειν που εμπεριέχει την αφομοιώση της εσωτερικής μας ετερότητας, δηλαδή των πολλαπλών εαυτών, αλλά αναπόφευκτα και της ετερότητας του άλλου.
Αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον στο βιβλίο και από το πρώτο μέρος και από το δεύτερο μέρος, τα οποία συνέχουν η θεωρία και η πιο βιωματική προσέγγιση, όπου το ένα αναδεικνύει και επικυρώνει το άλλο. Έτσι το πρώτο μέρος στέκεται στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός συμβολικού χώρου για την ανάδειξη του εαυτού και το δεύτερο στέκεται στην διαμόρφωση ενός πραγματικού χώρου, της ψυχοθεραπευτικής σχέσης, πολύ περισσότερο αυτός της θεραπευτικής ομάδας, ως μιας προσομοίωσης της κοινότητας, στον οποίο αναδύονται δυνατότητες για την δημιουργία σχεσιακών διεργασιών που βασίζονται στην εναρμόνιση του εαυτού με το πλαίσιο, με τους άλλους, με ό,τι τον περιβάλλει. Η έμφαση στην ομάδα δεν αντιλαμβάνεται ως ελάσσονα την σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου, αλλά υιοθετεί την θέση πως η ομάδα είναι ένα εργαστήρι ζωής, όπου οι άνθρωποι βιώνουν αυτή την ανάδυση των νέων σχεσιακών διεργασιών.
Στο δεύτερο μέρος παρατηρούμε μια ροή που θέτει η σειρά των ασκήσεων, οι οποίες όπως τοποθετούνται δημιουργούν μια σπείρα, ξεκινώντας από την ατομική αφήγηση, γιατί χρειάζομαι ψυχοθεραπεία, η οποία όλο και βαθαίνει και ανεβαίνει. Το στοιχείο αυτό της ροής συνυπάρχει και στο πρώτο μέρος με την μορφή μιας συνεχούς κι αδιάλειπτης διαδικασία την οποία άλλοτε θωρούμε ως μετουσιωτική διαδικασία που μετασχηματίζει το τραύμα σε δύναμη κι άλλοτε ως απορρόφηση της δίνης που αυτό δημιουργεί. Η ψυχοθεραπεία, ως μια έννοια που αγγίζει την αυτοποιητική διάσταση του ανθρώπου, συνδιαλέγεται και επιχειρεί στην πρώτη διάσταση.
Τέλος, θα αναφερθώ στην σημασία που δίνει ο συγγραφέας στην θεραπευτική σχέση, όπου χτίζει πολύ επιδέξια την δομή της. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως δεν συναντιούνται δύο φυσικά πρόσωπα, αλλά δύο κόσμοι. Ο καθένας συνομιλητής, τόσο ο θεραπευτής, όσο κι ο θεραπευόμενος, μεταφέρει συμβολικά νοήματα, αναπαραστάσεις και μια σειρά από εσωτερικευμένους άλλους. Αυτό καθιστά την θεραπευτική σχέση πολύπλοκη κι αυτό εγείρει την αναγκαιότητα του συντονισμού στο νόημα, το οποίο δεν συνδέεται καθόλου με την συμφωνία, αλλά με την συνύπαρξη. Ο Pearce μιλώντας για την συντονισμένη διαχείριση του νοήματος αναφέρει πως ο συντονισμός δίνει απλώς την δυνατότητα να συνυπάρξουν τα νοήματα αρμονικά. Με αυτή την έννοια δημιουργείται μια βαθιά δημοκρατική συνθήκη, απαραίτητη στις σημερινές κοινωνίες που γίνονται όλο και περισσότερο δυστοπικές, με πρόταγμα οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων την βία και την κυριαρχία. Η ψυχοθεραπεία επομένως μπορεί να νοηθεί ως μια εμπειρία ευτοπίας.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή μου θα σταθώ σε δύο χρήσιμα και άξια λόγου σημεία που ο συγγραφέας αναδεικνύει στο βιβλίο. Το πρώτο είναι η αδυναμία «μετάβασης» και το δεύτερο η αδυναμία ολοκλήρωσης της διαδικασίας του πένθους. Όσο προχωράμε στο βάθεμα των αυταρχικών και πυραμιδικών σχέσεων στην οικογένεια και την κοινωνία, τόσο δημιουργούνται και μεγαλύτερα περιθώρια για την αναζήτηση μιας καθοδηγητικής συμπεριφοράς και στην ψυχοθεραπεία, αντί βεβαίως της διαδικασίας έναρξης μιας πορείας συνεξέλιξης και συν-ταξιδιού. Και τα πυραμιδικά αυτά μοτίβα συνύπαρξης δεν διευκολύνουν την μετάβαση στον ενήλικα εαυτό.
Το δεύτερο έχει να κάνει με το ζήτημα της διαχείρισης του πένθους και ιδιαίτερα έπειτα από την εμπειρία των δύο τελευταίων ετών με την πανδημική κρίση, όπου οι δυτικοί ήρθαμε αιφνίδια ενώπιον της θνητότητας. Αλλά και από πιο νωρίς με την προσφυγική κρίση, όταν για παράδειγμα το 2015 ξεβράστηκαν στις ακτές 70 πτώματα νεκρών ανθρώπων στις ακτές του Αιγαίου. Και αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό για τα παιδιά αυτής της γενιάς αυτή η εικόνα, αλλά τι σημαίνει και για τους ενήλικες, πως μπορούν κι αυτοί να είναι συμφιλιωμένοι με τέτοιου είδους εικόνες. Τι συνέπειες έχει στον ψυχισμό μια είδηση πως πεθαίνουν τόσο δραματικά 70 άνθρωποι και στην ουσία κανείς δεν ασχολείται με αυτό. Και τι γίνεται αυτό το πένθος, που πηγαίνει; Πόσο το διαχειριζόμαστε και πόσο βαθιά μπορούμε ως κοινωνία να το θάβουμε; Και πόσο επιστρέφει μετά, ενδεχομένως, ως βία.
Κλείνω διαβάζοντας ένα μικρό απόσπασμα για την εξελικτική συστημική ματιά «Η εξελικτική συστημική ματιά συμπλέκει την υποκειμενικότητα με τον κοινωνικό δεσμό και αναδεικνύει τους τρόπους, με τους οποίους οι κοινωνικές και οικογενειακές εξελίξεις και διαδικασίες «εγγράφονται» στο επίπεδο των ατομικών ιστοριών και οδηγούν στη συγκρότηση του υποκειμένου. Με άλλα λόγια, η εξελικτική συστημική προσέγγιση τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα στις «σχέσεις», τον βοηθά να εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο προσοικειώνεται την οικογενειακή και κοινωνική πραγματικότητα και να επενδύει με νοήματα τα οικογενειακά και κοινωνικά συμβάντα».
Μας θυμίζει ο συγγραφέας κάτι που έρχεται από την παράδοση της συστημικής σκέψης και κινδυνεύουμε να απωλέσουμε στην δίνη των μετανεωτερικών αντιλήψεων, την έννοια του πλαισίου. Ο συγγραφέας ξαναβάζει την έννοια του πλαισίου σε κεντρική θέση. Η σχέση για να υπάρξει θέλει χρόνο, χώρο και περιεχόμενο, όπως έλεγε κι ο Μπέιτσον κι όλα μαζί κατασκευάζουν την έννοια του πλαισίου. Αυτό συμβαίνει και με τις αφηγήσεις στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, τοποθετούνται με μια σειρά ώστε να βρίσκουν την θέση τους μέσα στο πλαίσιο, που ορίζεται από το πως ζητάω κάτι στο παρόν από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία κι έπειτα μπορεί να σε πάει πίσω στο χρόνο (σου ζητάει παραδείγματος χάρη να γράψεις ένα γράμμα για την κατανόηση του πλαισίου στο οποίο ζούσε η μητέρα σου στην αντίστοιχη τωρινή σου ηλικία) ή πήγαινε στο μέλλον να δεις το όνειρό σου, κ.ο.κ.
Καλοτάξιδο, εύχομαι να είναι πολύ χρήσιμο το βιβλίο και ιδιαίτερα σε όσους θεωρούν την ψυχοθεραπεία ένα χρήσιμο εργαλείο.
Ανδριανή Μητροπούλου
Είναι μεγάλη χαρά και τιμή που συμμετέχω σε αυτή την παρουσίαση, αυτή είναι μια σημαντική στιγμή τόσο για τον συγγραφέα, όσο και για τους αφανείς ήρωες που πρωταγωνιστούν σε αυτό. Διακατέχομαι ως εκ τούτου από μια αγωνία αν θα καταφέρω να σας μεταφέρω την αγάπη μου για το συγκεκριμένο βιβλίο κι ελπίζω να τα καταφέρω.
Ο Γιώργος Γιαννούσης έχει τον ρόλο του δασκάλου για μένα, με έχει μυήσει στον χώρο της ψυχοθεραπείας, τόσο της προσωπικής όσο και των άλλων και με έχει διδάξει πάρα πολλά. Σήμερα λοιπόν καλούμε να παρουσιάσω το βιβλίο του.
Ο οδηγός ψυχοθεραπείας είναι ένα «ζωντανό» βιβλίο. Χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό καθώς έμπνευση του συγγραφέα αποτέλεσε η ίδια η ζωή…η δική του και των ανθρώπων που τον έχουν εμπιστευτεί ως θεραπευτή. Τι πιο ενδιαφέρον, τι πιο ρεαλιστικό από το να διαβάζεις μέσα από τις βιωματικές ασκήσεις, του δεύτερου μέρους του βιβλίου, τις εμπειρίες ζωής ανθρώπων που πόνεσαν, αλλά κατάφεραν να εξελιχθούν, καθώς, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «ψυχοθεραπεία είναι να πονάς λιγότερο για τα τραύματά σου και περισσότερο για τις αλλαγές σου». Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βιβλίου μάς δίνεται η ευκαιρία να ανατρέξουμε σε προσωπικά βιώματα, να νιώσουμε, να σκεφτούμε, να συσκεφτούμε με τον εαυτό μας και ενδεχομένως να γεννηθεί η επιθυμία για αντικρύσουμε τη ζωή μας με μία καινούρια ματιά. Είναι επομένως, ένα ζωντανό βιβλίο που μπορεί να αποτελέσει αφορμή για προσωπική εξέλιξη, κι όπως αναφέρεται σε αυτό «ο αναγνώστης μπορεί να αναστοχαστεί τις προσωπικές διαδρομές των εμπειριών του, προς την κατεύθυνση της ανακατασκευής της ταυτότητάς του».
Ένα πλεονέκτημα του βιβλίου αποτελεί η δυνατότητα του να γίνεται κατανοητό από πολλούς, είτε πρόκειται για απλούς αναγνώστες, είτε θεραπευόμενους, είτε θεραπευτές, είτε εκπαιδευόμενους θεραπευτές. Για παράδειγμα προσωπικά αυτό το διάστημα εργάζομαι με εφήβους κι αξιοποιώ τις ασκήσεις από το βιβλίο, όπως αυτή για παράδειγμα με τις παιδικές αταξίες. Αποτελεί επομένως το βιβλίο ένα χρήσιμο οδηγό και για τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας.
Προσφέρει αρμονικά έναν συνδυασμό θεωρίας (στο 1ο μέρος) και βιώματος (στο 2ο μέρος). Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο που μας εισαγάγει στην έννοια της «εξελικτικής συστημικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία», σύμφωνα με την οποία για να γίνει κατανοητή η δυσλειτουργία της συμπεριφοράς του ατόμου που έφτασε στο κατώφλι της θεραπείας, ο θεραπευτής χρειάζεται να προσεγγίσει τον άνθρωπο μέσα από τις σχέσεις του και την αλληλεπίδρασή του με το κοινωνικό του πλαίσιο. Η φράση που συμπυκνώνει κατά την άποψή μου την έννοια της εξελικτικής συστημικής προσέγγισης αναφέρεται στο «πώς συγκροτείται η προσωπικότητα σε σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι και πώς κατανοεί το υποκείμενο τον εαυτό του μέσα από την κατανόηση του κόσμου». Η νέα αυτή τομή που θέτει ο συγγραφέας είναι επίκαιρη παρά ποτέ γιατί και η πανδημία υπήρξε μια ισχυρή αφορμή που μας υπενθύμισε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργεί ατομικά, κλεισμένος στην ατομικότητά του. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συνόλου και κομμάτι της κοινωνικής αλυσίδας. Πολλές φορές λοιπόν η κοινωνική πραγματικότητα με έναν άγριο τρόπο μας υπενθυμίζει πως χρειάζεται την προσοχή και τη φροντίδα μας.
Η εξελικτική συστημική προσέγγιση μετατοπίζει το ερώτημα του «ποιος είμαι;» στο «που ανήκω». Θυμάμαι κάποτε μου είχε πει ο Γιώργος Γιαννούσης πως η απάντηση για το που ανήκω είναι απλή, χρειάζεται απλά να κοιτάξω γύρω μου. Κάτι τόσο απλό φαντάζει δύσκολο όταν είμαστε συναισθηματικά και σχεσιακά εγκλωβισμένοι, τότε που έχουμε ανάγκη για μία πληροφορία απέξω, η οποία θα μας ωθήσει στην προσωπική απελευθέρωση.
Μία ενδιαφέρουσα έννοια που εισαγάγει το βιβλίο είναι αυτή του «αγγελιαφόρου θεραπευτή», ο οποίος είναι το πρόσωπο που εμπνέει τον θεραπευόμενο και φέρνει το μήνυμα που θα τον βοηθήσει να καταλύσει τους φόβους του και να ανακατασκευάσει τα αντιληπτά σχήματα ζωής του, ανακαλύπτοντας πτυχές του εαυτού του που αγνοούσε. Ενδεχομένως για κάποιους αναγνώστες να αποτελέσει κι αυτό το βιβλίο μία πληροφορία «απέξω» για μία αλλαγή.
Βιώνουμε μια εποχή όπου το σκοτάδι πολεμάει το φως και επιχειρεί να κυριαρχήσει, μέσα από μια αλυσιδωτή αναπαραγωγή δυσάρεστων γεγονότων. Με όλα αυτά που συμβαίνουν καθημερινά βάλλεται τόσο ο ατομικός, όσο ο συλλογικός ψυχισμός μας. Σε αυτό το πλαίσιο ο «βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας» μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο ανθεκτικότητας και αναστοχασμού, καθώς μας υπενθυμίζει την σημασία των σχέσεων, του «ανήκειν», του μοιράσματος με τους άλλους και μέσα από τις αυτοαναφορικές ασκήσεις του 2ου μέρους μπορεί να μας βοηθήσει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας τις επιθυμίες μας, τις ανάγκες μας, τα όνειρά μας αλλά και τα δυνατά μας σημεία.
Για το κλείσιμό θα χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα από τις αυτοαναφορικές ασκήσεις και θα μεταφέρω τα λόγια μιας γυναίκας «μία απειλή ήρθε να μου υπενθυμίσει τη φροντίδα εαυτού και να δω πως όσα έχω καταφέρει τα έχω καταφέρει αφ’ εαυτού. Η ουσιαστική ελευθερία είναι να αναλαμβάνουμε την ευθύνη του εαυτού μας, αυτό έμαθα». Αυτό είναι και το δώρο της ψυχοθεραπευτικής εμπειρίας, η μετουσίωση δηλαδή ενός επίπονου βιώματος σε φροντίδα εαυτού, σε μια καινούργια γνώση. Αυτή την απλή αλήθεια έρχεται να μας την υπενθυμίσει το βιβλίο και μας ωθεί προς την υγιή αντιμετώπιση των δυσκολιών που θα συναντήσουμε στη ζωή.
Ένα χρήσιμο βιβλίο που έχει να μας μάθει πολλά, να μας ταξιδέψει και να μας διευρύνει τους εσωτερικούς μας ορίζοντες.