Η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη είναι μια νέα συγγραφέας με ρίζες από τη Ζάκυνθο και τα Χανιά. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Κω και σπούδασε στη Ρόδο. Τα τελευταία χρόνια διαμένει στη Σητεία, όπου εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών. Το πρώτο της λογοτεχνικό έργο της Τζωρτζίνας ήταν ένα παραμύθι και ο πρώτος της αναγνώστης η γιαγιά της. Στην εφηβεία της έγραφε στίχους κι αργότερα κρητικές μαντινάδες. Μέσα σε μόλις ένα χρόνο η Τζωρτζίνα έχει διακριθεί σε πάρα πολλούς Πανελλήνιους και Διεθνείς Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς, ενώ έργα της έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα καλλιτεχνικά ημερολόγια, ανθολόγια, εγκυκλοπαίδειες και ιστοσελίδες. Το πρώτο βιβλίο της Τζωρτζίνας, «Οι σκέψεις έστησαν χορό», είναι μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2019 από τις Εκδόσεις Όστρια. Η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 6 Απριλίου 2019 στην αίθουσα εκδηλώσεων των Εκδόσεων Όστρια και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, την Τζωρτζίνα μέσα από τις απαντήσεις που μας έδωσε για τη ζωή και το έργο της.
Επιμέλεια συνέντευξης: Αντώνης Ευθυμίου
Πότε και πώς ξεκίνησες να γράφεις;
Συστηματικά, ξεκίνησα να γράφω πριν ένα χρόνο και πέντε μήνες ακριβώς. Η κολλητή μου μού έθεσε το ερώτημα, αν δεν ήμουν αυτό που είμαι, τι θα ήθελα να είμαι. Η απάντηση που βγήκε από τα χείλη μου εξέπληξε και εμένα την ίδια. Λίγους μήνες αργότερα, λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, δίπλα στο τζάκι, χάζευα βαριεστημένη στο Internet, όταν είδα την προκήρυξη ενός Ποιητικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, από τον οποίο απέσπασα αργότερα το Γ’ Βραβείο. Το προσπέρασα, ενώ λίγο αργότερα ένα άρθρο με προέτρεπε να μην προσπερνώ τα… σημάδια που μου στέλνει το Σύμπαν. Χαμογέλασα και συνέχισα το σερφάρισμα, ώσπου ήρθε ένα άλλο άρθρο να με… μαλώσει που προσπερνώ επανειλημμένα τα σημάδια που μου στέλνει το πεπρωμένο μου. Ξαναήρθε η προκήρυξη μπροστά μου και… απλά έπιασα ένα στυλό. Την επόμενη μέρα έγραψα και το πρώτο μου διήγημα. Είναι και αυτό με το οποίο αρχίζει το βιβλίο. Ωστόσο, το πρώτο μου πεζό το έγραψα πολύ μικρότερη, μετά από μια συζήτηση που είχα κάνει με τη γιαγιά μου. Ήταν πολύ χαρούμενη που είχε επιτέλους μάθει να διαβάζει. Μου ζήτησε να της γράψω μια ιστορία. Της έγραψα ένα παραμύθι. Ήταν μια πανέμορφη μέρα.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;
Από τους κλασικούς, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Κάρολος Ντίκενς. Από τους νεότερους, ο Μιχάλης Γριβέας, ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου, η Ελένη Χριστοφοράτου, ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος, ο Γιάννης Καλπούζος και πολλοί άλλοι που δεν έχουν εκδώσει ακόμα και ευελπιστώ να έχω την τιμή να αναφέρω σε μια επόμενη συνέντευξη.
Από πού αντλείς έμπνευση για τα διηγήματά σου;
Από την κοινωνία. Από τους γύρω μου. Από βιώματα είτε δικά μου, είτε δικών μου ανθρώπων. Από την αληθινή ζωή. Από τις ανθρώπινες σχέσεις κι απ’ το πώς αλληλεπιδρούμε με τους άλλους όταν οι συνθήκες, ευνοϊκές ή μη, αλλάζουν προς το αντίθετο αιφνιδιάζοντάς μας.
Εκτός από τη διηγηματογραφία, ασχολείσαι και με άλλα είδη της λογοτεχνίας;
Με την Ποίηση. Εκεί, παρόλο που έχω διακριθεί πολλές φορές, νιώθω ότι ακόμα δεν έχω βρει τον δρόμο μου. Νομίζω ότι η Ποίηση είναι μια ξελογιάστρα που σε θέλει συνέχεια σε εγρήγορση. Ετοιμάζω δυο ξεχωριστές Ποιητικές Συλλογές. Η μία είναι γραμμένη με το μυαλό βουτώντας το στην καρδιά, ενώ η άλλη είναι βγαλμένη από ατόφιο πόνο, έρωτα, ανασφάλεια, στέρηση, αγάπη, φόβο για το άγνωστο. Νομίζω ότι είναι εύλογο να ξεχωρίσω τη δεύτερη, όσο και να το αρνούμαι στον εαυτό μου. Τέλος, γράφω ένα μυθιστόρημα. Έχει καταντήσει αστείο βέβαια το γεγονός ότι περισσότερο σκίζω σελίδες και σβήνω θυμωμένα με το στυλό, παρά γράφω. Φλερτάρω με την ιδέα να το ονομάσω «Της Άρτας το γιοφύρι» μόνο και μόνο γι’ αυτό. Αστειεύομαι βέβαια. Απλά αυτήν την περίοδο μ’ έχει ξενίσει ο χαρακτήρας της ηρωίδας μου και κρατώ αποστάσεις. Είναι τόσο όμορφο όταν βλέπεις την πένα σου να παίρνει τα ηνία, αλλά χρειάζεσαι μια ανάσα πριν το αποδεχτείς.
Μέσα σ’ έναν χρόνο έχεις διακριθεί σε έντεκα Πανελλήνιους και Διεθνείς Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς, όπως ο Nosside στην πόλη Ρήγιο της νότιας Ιταλίας. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας και πόσο σ’ έχουν βοηθήσει οι διαγωνισμοί;
Πρόσφατα ήρθαν κι άλλες διακρίσεις, και σίγουρα αυτό μου δίνει τη χαρά της επιβεβαίωσης, κάτι που καλώς ή κακώς αποζητώ σε όλη μου τη ζωή. Επίσης, είναι μεγάλη η τιμή η διάκριση σε έναν διαγωνισμό όπου δίπλα από το όνομά σου βλέπεις ονόματα των οποίων τη γραφή θαυμάζεις και ασπάζεσαι. Δεν υπάρχει μυστικό επιτυχίας, υπάρχει σκληρή δουλειά, αφοσίωση, σωστός καταμερισμός του χρόνου για να προλαβαίνεις τυχόν προθεσμίες και ειλικρίνεια στη συζήτηση με τον εαυτό σου μόλις βρεθείς μπροστά από το λευκό χαρτί. Αν και έχω ακούσει κάποιους ομότεχνους να δαιμονοποιούν τους διαγωνισμούς, ειλικρινά δεν βλέπω κάτι άσχημο στην ομορφιά του «Ευ Αγωνίζεσθαι», αλλά και στην επιβράβευση, καθότι η αναγνώριση από μια Κριτική Επιτροπή, θα μπορούσε να είναι και ένα μικρό δείγμα της αναγνώρισης του Κοινού αργότερα. Επιπλέον, όλο αυτό σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις να γράφεις, γιατί αν όλοι γράφαμε για τον εαυτό μας και μόνο, θα τα κρατούσαμε κλειδωμένα στα συρτάρια και δεν θ’ αξιώναμε την έκδοσή τους ποτέ. Για το τέλος άφησα το πιο σημαντικό. Σε μια εκδήλωση Απονομής Βραβείων, δεν είναι το Βραβείο η μεγαλύτερη επιβράβευση, είναι ο κόσμος που γνωρίζεις. Ετούτες οι γνωριμίες με ανθρώπους με τα ίδια ενδιαφέροντα είναι το πιο σημαντικό Βραβείο που θα πάρεις μαζί σου φεύγοντας.
Μίλησέ μου για το πρώτο σου βιβλίο, «Οι σκέψεις έστησαν χορό», που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις Εκδόσεις Όστρια.
Πρόκειται για μία σύνθεση από διηγήματα κοινωνικά, φαντασίας, διηγήματα που γενικότερα αξιώνουν να θίξουν πολλές πτυχές του ανθρώπινου μυαλού. Ευσεβείς πόθοι, ουτοπίες, τύψεις, σκόρπιες αναμνήσεις και απαγορευμένα όνειρα πιάστηκαν χέρι-χέρι και έστησαν τρελό χορό αξιώνοντας αποδοχή της πρόσκλησής τους. Λοιπόν; Χορεύουμε;
Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου σου “Οι σκέψεις έστησαν χορό”;
Από το πώς θα περιέγραφα το τρελό γλέντι που είχαν στήσει οι σκέψεις μες στο μυαλό μου, λίγο πριν αποφασίσω να χρησιμοποιήσω το γράψιμο για να λυτρωθώ βάζοντάς τες σε τάξη. Στο πρώτο διήγημα της Συλλογής το αναφέρω μέσα από τα βιώματα της ηρωίδας μου.
Ξεχωρίζεις κάποιο από τα διηγήματά σου και γιατί;
Πολλά, για διαφορετικούς λόγους. Με το κάθε ένα μας δένει και κάτι ξεχωριστό. Όχι, δεν θα μπορούσα να διαλέξω κάποιο.
Πόσο έχει επηρεάσει η σύγχρονη κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας τη θεματολογία των κειμένων σου;
Επικεντρώνομαι στις ανθρώπινες σχέσεις, κι έτσι, δεν έχει επηρεαστεί όσο θα ήταν εύλογα αναμενόμενο η θεματολογία της συγκεκριμένης Συλλογής. Τρία διηγήματα όντως θίγουν το θέμα, αλλά εμβάθυνα τόσο ώστε να σκιαγραφήσω όσο το δυνατόν περιγραφικότερα τον εκάστοτε χαρακτήρα. Πιστεύω ότι θα ήταν δύσκολο να μην με επηρέαζε καθόλου. Βέβαια, η Ποίηση, η άλλη μου μεγάλη αγάπη, έχει επηρεαστεί περισσότερο.
Θεωρείς πως το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοηθούν ή βλάπτουν τη λογοτεχνία;
Ως άνθρωπος πιστεύω πολύ στο γκρι. Δεν είναι όλα μαύρο ή άσπρο. Το διαδίκτυο, όταν χρησιμοποιείται ως μέσο ψυχαγωγίας και όχι πληροφόρησης, είναι αναμενόμενο να κρύβει παγίδες. Από την άλλη, ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού. Γιατί να δαιμονοποιούμε ένα μέσο που φέρνει τους αναγνώστες πιο κοντά με αγαπημένους συγγραφείς και τους τελευταίους πιο κοντά με ομότεχνούς τους; Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν στην προώθηση ενός βιβλίου με ρυθμούς που λίγα χρόνια πριν δεν θα τολμούσαμε ν’ αξιώσουμε. Λογοτεχνικοί Διαγωνισμοί, Βιβλιοπαρουσιάσεις, Εκθέσεις αλλά και Παζάρια Βιβλίων, όλα στη διάθεσή μας, χάρη στην έγκαιρη ενημέρωση που μόνο το Διαδίκτυο μπορεί να προσφέρει.
Εκτός από συγγραφέας, είσαι μητέρα και καθηγήτρια Αγγλικών. Τελικά τα παιδιά διαβάζουν λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν και γιατί;
Δεν μου αρέσει να βάζω ταμπέλες και δεν υιοθετώ εύκολα απόλυτες απόψεις. Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να μιλήσουμε εξ ονόματος όλων των παιδιών; Βέβαια, αν ερωτούνταν τα ίδια τα παιδιά, ασφαλώς και δεν θα απαντούσαν αντικειμενικά στην ερώτηση. Όπως και να ‘χει, είναι πολλά παιδιά που διαβάζουν και είναι οι γονείς τις περισσότερες φορές εκείνοι που τους εκμαιεύουν την αγάπη για τη Λογοτεχνία. Δυστυχώς όμως, ναι, θα τείνω προς το μαύρο και θα παραδεχτώ ότι τα σημερινά παιδιά, λόγω του ολοένα και πιο γρήγορου τρόπου ζωής αλλά και των διαφορετικών στις μέρες μας και πλείστων ερεθισμάτων, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον κόσμο του βιβλίου χάνοντας τον δρόμο τους, εγκλωβίζοντας το παρόν τους σε ανούσια ή ακόμα και επικίνδυνα παιχνίδια που όχι μόνο δεν τους προσφέρουν τίποτα, αλλά τα απομακρύνουν κι από αξίες και ιδανικά που έχουν από το σπίτι διδαχτεί.
Ποια είναι η καθημερινότητα ενός συγγραφέα;
Είναι ίδια με την καθημερινότητα οποιουδήποτε άλλου δοσμένου σε μια μορφή τέχνης, αθλήματος και κάποιας τέλος πάντων δραστηριότητας ενώ ασκεί κάποιο άλλο επάγγελμα. Επομένως, είναι μια πιεσμένη καθημερινότητα. Αν πάρουμε ως δεδομένο το αδιαπραγμάτευτο του βασικού ωραρίου εργασίας και άλλων υποχρεώσεων όπως οι οικογενειακές και οι κοινωνικές, κάποιος που ασχολείται με τη συγγραφή, μπορεί να θυσιάσει μόνο από τον ύπνο του. Αν μπορούσα βέβαια να ζήσω από τη συγγραφή αυτή καθαυτή και το βίωνα όλο αυτό ως επάγγελμα, τότε θα αφιέρωνα χωρίς τύψεις και χρονικούς περιορισμούς όλη μου την ημέρα χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι πιο πολλοί άλλωστε, αυτό δεν ονειρευόμαστε; Να μπορούσαμε να ζήσουμε κάνοντας αυτό που μας ευχαριστεί; Σαν μια άλλη Έριδα, επίτρεψέ μου ν’ αναφέρω μια αγαπημένη φράση που κάποιοι υποστηρίζουν ότι την πρωτοείπε ο Κομφούκιος, ενώ άλλοι επιχειρηματολογούν ότι ήταν του Σωκράτη. «Διάλεξε ένα επάγγελμα που αγαπάς και δεν θα χρειαστεί να εργαστείς ούτε μια μέρα στη ζωή σου».
Ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής σου;
Δεν έχει έρθει ακόμα, αλλά ονειρεύομαι και προσεύχομαι τα παιδιά μου κάποτε να μου πουν ότι υπήρξα καλή μητέρα. Είναι κάτι στο οποίο δίνεις κάθε μέρα εξετάσεις. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή ούτε κάποιο μυστικό γι’ αυτήν την επιτυχία. Το να καταφέρεις ν’ αναθρέψεις έναν άλλον άνθρωπο και να βοηθήσεις στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, σεβόμενος τις ιδιαιτερότητες και τα θέλω του, είναι πιστεύω η ύψιστη επιτυχία.
Πώς φαντάζεσαι την Τζωρτζίνα Κουριαντάκη μετά από δέκα χρόνια;
Σ’ ένα μικροσκοπικό σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Ευτυχισμένη με τον άντρα της ζωής μου. Να ζω τη συγγραφή, τη γαλήνη, τον έρωτα και τη ζωή την ίδια, όπως τους πρέπει.
Τέλος, ποιο μήνυμα θέλεις να περάσεις στους συγγραφείς της νέας γενιάς;
Να σέβονται τη γλώσσα μας. Να προσπαθήσουν να τη διατηρήσουν ατόφια. Στον γραπτό λόγο άλλωστε, ξενίζουν οι από άλλες γλώσσες ορολογίες. Να σέβονται τον αναγνώστη. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούν βωμολοχίες, αν αυτό δεν είναι επιβεβλημένο για τη σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα. Να σέβονται τον εαυτό τους. Να μην αρέσκονται στη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Άλλωστε, όλοι αυτό δεν θα έπρεπε να ενστερνιστούμε; Να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι και να εργαζόμαστε προς αυτόν τον σκοπό.
Ευχαριστούμε πολύ την Τζωρτζίνα Κουριαντάκη για την παροχή του φωτογραφικού υλικού.