Πώς μπορεί να είναι κανείς καλός όταν όλα γύρω του είναι τόσο ακριβά;
Ακόμα και όσοι δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν στο θέατρο έχουν ακούσει έστω και μια φορά το όνομα του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Συνήθως στο άκουσμα του ονόματος Μπρεχτ σκεφτόμαστε το θέατρο, κάποιοι σκέφτονται τον μαρξισμό και κάποιοι πιο άλλοι τον «Κύκλο με την κιμωλία». Όμως ο Μπρεχτ είναι τόσα περισσότερα από αυτά. Στην παραβολή «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» που ολοκληρώθηκε το 1941. Ο Μπρεχτ θέτει το ερώτημα: Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να παραμείνει καλός ο άνθρωπος που ζει μέσα σε εξευτελιστικές συνθήκες; Και μη μου πείτε ότι αυτό το ερώτημα δεν είναι επίκαιρο στις μέρες μας.
Στην υπόθεση τρεις θεοί ψάχνουν όλο το Σετσουάν για να βρουν έναν αληθινά καλόψυχο άνθρωπο. Ενώ λοιπόν όλοι τους διώχνουν, μια πόρνη, η Σεν Τε δέχεται να τους φιλοξενήσει. Οι θεοί για να ανταποδώσουν την καλή της πράξη, της δίνουν χρήματα. Η Σεν τε αποφασίζει να αγοράσει ένα καπνοπωλείο και να μη ζει πια μέσα στη μιζέρια. Αυτό όμως που δεν υπολόγισε η Σεν Τε ήταν το πλήθος των φτωχών και απατεώνων που θα έρθουν να ζήσουν παρασιτικά εις βάρος της. Μην αντέχοντας την εκμετάλλευση η Σεν Τε αναγκάζεται να επινοήσει τον αδίστακτο ξάδερφό της τον Σούϊ Τα, ο οποίος εφαρμόζει ανελέητα τους άγραφους νόμους της αγοράς. Γίνεται καπνοβιομήχανος και εκμεταλλεύεται τους φτωχούς για ένα κομμάτι ψωμί. Η καλόκαρδη Σεν Τε απέτυχε, ο αδίστακτος Σούϊ Τα μεγαλουργεί.
Το κοινό θα περίμενε ίσως μια δικαίωση της ηρωίδας αφού είθισται στα έργα ο καλός ήρωας να έχει happy end και το κοινό να φεύγει ανακουφισμένο. Να έχει νιώσει την κάθαρση. Γιατί όμως ο Μπρεχτ να επιλέξει ένα τέτοιο φινάλε για το έργο του; Και τελικά ο άνθρωπος είναι καλός ή κακός; Και εδώ είναι η μεγαλειώδης σκέψη του Μπρεχτ διότι το ζητούμενο δεν είναι αν ο άνθρωπος είναι από την φύση του καλός, αλλά αφού οι κοινωνικές συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να είμαστε καλοί, τότε πρέπει να αρχίζουμε να αλλάζουμε τις κοινωνικές συνθήκες.
Ο Μπρεχτ ήθελε να καταργήσει τον τέταρτο τοίχο στο θέατρο, δηλαδή οι ηθοποιοί να μην κάνουν σαν να μην υπάρχει κοινό που τους βλέπει, αλλά αντίθετα ήθελε οι ηθοποιοί του να απευθύνονται στο κοινό, να βγαίνουν και να ξαναμπαίνουν στο ρόλο τους, να τακτοποιούν τα σκηνικά και γενικά να θυμίζουν στο κοινό ότι βλέπει μια παράσταση. Αυτή η τεχνική της αποστασιοποίησης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το ελληνικό κοινό που συνήθως- και είναι λογικό- δεν γνωρίζουν πολλά για το επικό θέατρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι θεατές να τα χάνουν λίγο όταν οι ηθοποιοί τους μιλούν ή τους αγγίζουν εν ώρα παράστασης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την διπλανή μου στην παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» να μου ψιθυρίζει: Νομίζω ότι η Σεν Τε με χαιρέτησε! Το είδες και εσύ ή είναι ιδέα μου;
Ο Μπρεχτ δεν ήθελε οι θεατές να ταυτίζονται με τους ήρωες των έργων του, ούτε ήθελε να επηρεάζει συναισθηματικά το κοινό. Ο θεατής για τον Μπρεχτ πρέπει να είναι παρατηρητής και να μην παρασύρεται από την σκηνική δράση, το σημαντικό είναι ο θεατής να σκέφτεται και όχι να συγκινείται. Εδώ είναι το μόνο σημείο που -κατά την άποψη μου πάντα- ο Μπρεχτ απέτυχε. Οι ήρωες του είναι τόσο καλογραμμένοι που είναι αδύνατον να παραμείνει κανείς ασυγκίνητος και ας εφάρμοζε ο Μπρεχτ ένα σωρό σκηνοθετικά τερτίπια. Όταν άναψαν τα φώτα στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», όλοι οι θεατές ήταν βουρκωμένοι μπροστά στο δράμα της καλόκαρδης Σεν Τε. Αυτό με έκανε να καταλήξω στη σκέψη ότι ναι, η πολιτική σκέψη του Μπρέχτ ήταν μεγάλη, αλλά ευτυχώς το ταλέντο του ήταν μεγαλύτερο!