Αυτή την εβδομάδα γράφουμε για μια από τις πιο σπουδαίες Ελληνίδες ηθοποιούς του 20ου αιώνα, την Έλλη Λαμπέτη.
Η πολυτάραχη ζωή της Έλλης Λαμπέτη, συνδυάζει την λατρεία της για το θέατρο, με τις ερωτικές απογοητεύσεις, τα πολλά ταξίδια και τις ανεπανάληπτες εμπειρίες που θα ζήλευαν πολλοί άνθρωποι. Αφιέρωσε την ζωή της στο θέατρο και έφυγε πολύ νωρίς, σε ηλικία 57 ετών από καρκίνο.
Πλήρες όνομα: Έλλη Λούκου
Ημερομηνία γέννησης: 13 Απριλίου 1926
Περιοχή: Βίλια Αττικής
Θάνατος: 3 Σεπτεμβρίου 1983
Αιτία θανάτου: Καρκίνος
Τοποθεσία θανάτου: Νέα Υόρκη, στο νοσοκομείο «Όρος Σινά»
Επάγγελμα: Ηθοποιός
Σπουδές: Δραματική σχολή Μαρίκας Κοτοπούλη
Γάμοι: Μάριος Πλωρίτης, Φρέντερικ Γουέηκμαν (Frederic Wakeman)
Σύντροφοι: Δημήτρης Χόρν
Με όσο πιο ταπεινά λόγια μπορούμε, θα ξεκινήσουμε το βιογραφικό ταξίδι της ζωής της μεγάλης καλλιτεχνικής Ελληνίδας.
Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε ως Έλλη Λούκου στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής. Ήρθε στη ζωή μια ώρα μετά τον δίδυμο αδερφό της, Τάκη και ήταν το έβδομο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς ήταν ο Κώστας Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας και η μητέρα της, η Αναστασία Σταμάτη. Ο παππούς της, γνωστός ως Καπετάν-Σταμάτης, είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821.
Δυο χρόνια μετά την γέννηση της Έλλης, το 1928 όλη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, αφού η εργασία του πατέρα της δεν πήγαινε καλά, και εκτός αυτού, η μητέρα της, ήθελε όλα τα παιδιά της να πάρουν ακαδημαϊκή μόρφωση. Δεν ξέχασαν ποτέ όμως τα Βίλια και πάντα πήγαιναν εκεί διακοπές τα καλοκαίρια.
Και η ζωή για την νεαρή Έλλη, κυλούσε όμορφα και δημιουργικά, αφού ήταν πολύ καλή στο τραγούδι και τελείωσε και το Γυμνάσιο.
Και θα συνεχίζονταν να είναι όλα τέλεια, εάν το 1941 δεν έφευγε από την ζωή ο δίδυμος αδερφός της Έλλης, ο Τάκης, από φυματίωση. Αυτό την συνέτριψε και την ακολούθησε σε όλη της την ζωή, ειδικά και μετά τον θάνατο μερικών από τις αδερφές της, όχι όλες ευτυχώς.
Παράλληλα με τις σχολικές της δραστηριότητες και την αγάπη της για την τέχνη, η Έλλη έκανε τα πρώτα της βήματα ώστε να περάσει εξετάσεις σε θεατρικές σπουδές. Στην αρχή έδωσε για το Εθνικό Θέατρο αλλά απορρίφθηκε, ενώ μετά όταν έδωσε εξετάσεις για την δραματική σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη, απορρίφθηκε, με την φράση: «Δεν τα λέει!». Μάλιστα ένας εκ των υπευθύνων επιλογής φοιτητών – μαθητών, ήταν ο – ήδη διάσημος τότε – ηθοποιός, ο Δημήτρης Χόρν! Όμως η Έλλη Λαμπέτη στάθηκε τελικά τυχερή, αφού ένας φίλος του θείου της, μεσολάβησε και έπεισε την Μαρίκα Κοτοπούλη να την δεχθεί. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, πως η Μαρίκα Κοτοπούλη είχε συμπαθήσει από την αρχή την Έλλη Λαμπέτη, ανεξάρτητα από το τι έγινε και μάλιστα αργότερα, της είχε εμπιστευθεί και πολύ προσωπικά της ζητήματα.
Ο πρώτος ρόλος δεν άργησε να έρθει για την νεαρή Έλλη, αφού η κ. Κοτοπούλη, της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του 1942, «Η Χάννελε πάει στο Παράδεισο».
Το επαγγελματικό της ταξίδι είχε μόλις ξεκινήσει..!
Ένα χρόνο μετά τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα, η Λαμπέτη, γνωρίζει τον έρωτα, στο πρόσωπο του Θοδωρή Σγουρδέλη, διπλωμάτη και ποιητή που ζούσε μόνιμα στη Γαλλία και βρέθηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου. Ο έρωτας αυτός ήταν ο μεγαλύτερος της, κατά δικής της ομολογία, σε σημείο μάλιστα που είχε εγκαταλείψει για λίγο το θέατρο. Ο Θ. Σγουρδέλης, την καλωσόρισε στην καλλιτεχνική του καθημερινότητα, μάλιστα έγραψε και ποιητική συλλογή για εκείνη με τίτλο «Ατέρμονη πορεία προς τον ήλιο» και η Λαμπέτη έμαθε την ζωγραφική. Ο έρωτας τους όμως κράτησε λιγότερο από 3 χρόνια, αφού όταν εκείνος ξαναγύρισε στην Γαλλία εκείνη δεν ήθελε να τον ακολουθήσει, γιατί αγαπούσε πολύ το θέατρο.
Επέστρεψε δυναμικά στον χώρο του θεάτρου, αφού συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Κάρολο Κουν και την σχολή του «Θέατρο Τέχνης» μεταξύ 1946-1948, και εκεί καθιερώθηκε πλέον ως μεγάλη ηθοποιός της εποχής, με τις πασίγνωστες παραστάσεις: «Γυάλινος Κόσμος, Αντιγόνη, Ο γάμος της Μπάρμπαρα, Το φιόρο του Λεβάντε, Ήταν όλοι τους παιδιά μου, Ζωή με τον πατέρα, Ο ανακριτής έρχεται, Ο Ματωμένος Γάμος σε μουσική Μάνου Χατζηδάκι».
Η πρώτη της κινηματογραφική δουλειά έρχεται το 1946 με την ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι».
Το 1948 η Λαμπέτη εγκαταλείπει το θέατρο τέχνης και συνεργάζεται με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας, μεταξύ 1949-1949 και ακολουθούν οι παραστάσεις: «Ο Απόλλων του Μπελάκ, Χρυσή μου Ρουθ, Φθινοπωρινή Παλίρροια, Οι τρομεροί εραστές» και με το Εθνικό Θέατρο (Ο κουρέας της Σεβίλλης, Οι Φοιτητές».
Το 1949 είναι η χρονιά που μπαίνει στον θίασο του Κώστα Μουσούρη, τον κύριο αντίπαλο του Καρόλου Κουν και γίνεται ακόμα πιο γνωστή μέσα από τις παραστάσεις: «Η κληρονόμος, Η ανθρώπινη φωνή, Λίλιομ, Ένας αξιοθαύμαστος υπηρέτης, Πεγκ, καρδούλα μου, Χαμένοι στο σκοτάδι, Το κουρέλι». Παράλληλα η Έλλη εκείνη την χρονιά, γνωρίζεται με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, όταν εκείνος ήταν στα πρώτα του βήματα υποκριτικής και έβγαιναν για έξι μήνες και συμπρωταγωνίστησαν μαζί στο θέατρο. Τελικά θα παντρευτεί τον Μάριο Πλωρίτη, το 1950 για τρία χρόνια. Ευτυχώς όμως έμειναν πολύ καλοί φίλοι έως το τέλος της ζωής της Έλλης.
Η μοίρα όμως σαν να ήθελε από πάντα μαζί την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χόρν. Όταν πρωτογνωρίστηκαν υπήρχε ένα αμοιβαίο μίσος, μια αποστροφή. Ειδικά ο Χόρν, όταν ήταν να γυρίσουν μια σκηνή, δεν την κοίταζε ποτέ στα μάτια και εκείνη έκανε παράπονα ότι δεν μπορεί να συνεργαστεί μαζί του, λόγω της συμπεριφοράς του.
Το 1952, γίνεται η συγκρότηση του θιάσου Λαμπέτη – Παππά – Χορν, υπό την καθοδήγηση του συζύγου της Έλλης, Πλωρίτη, που έφερε τις παραστάσεις: «Βαθειά, γαλάζια θάλασσα, Ξενοδοχείο η Ευτυχία, Νόρα – το σπίτι της κούκλας, Αγαπούλα, Τρεις άγγελοι, Γαλάζιο φεγγάρι, Ο άνθρωπος με την ομπρέλα». Από το 1956 και ύστερα, ο θίασος ανήκει στα δυο αστέρια, Χόρν-Λαμπέτη. Με τα κλασσικά έργα «Νυφικό κρεβάτι», «Αριστοκρατικός δρόμος» και το «Το παιχνίδι της μοναξιάς» να γίνονται εξαιρετικές επιτυχίες. Ένα φαινόμενο επιτυχιών με περιοδείες στο εξωτερικό, σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Εκεί ενδιάμεσα, το 1953, είναι που η Έλλη Λαμπέτη, παραδέχεται επίσημα τον έρωτα της για τον Δημήτρη Χόρν, παίρνει διαζύγιο από τον Μάριο Πλωρίτη και ξεκινάει ένας νέος κύκλος για την ζωή της.
Ο Δημήτρης Χόρν και η Έλλη Λαμπέτη καθιερώνονται ως το πιο αγαπημένο ζευγάρι της εποχής τους, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Όπως προείπαμε, αυτό που στην αρχή ήταν μίσος και αποστροφή, έγινε αργότερα, κατά τα γυρίσματα θεατρικών σκηνών, μεγάλη αγάπη, όταν τα φιλιά τους, άρχισαν να γίνονται πιο αληθινά από ποτέ. Κινηματογραφικά, τους βλέπουμε στις ταινίες «Κυριακάτικο ξύπνημα» το 1953 σε σενάριο και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και στην «Κάλπικη λίρα» το 1954, σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, καθώς και στο «Κορίτσι με τα Μαύρα» το 1956, σενάριο και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Ειδικά στην δεύτερη ταινία, την «Κάλπικη Λίρα» η φυσικότητα τους είναι τόσο έντονη όσο κανένα άλλο ζευγάρι, μια εξέλιξη της ιστορίας, που τελικά έμελε να γίνει και προφητική.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης μεγάλος σκηνοθέτης του θεάτρου και σεναριογράφος, ήταν πάντα ερωτευμένος με την Έλλη Λαμπέτη. Μάλιστα πάντα το έλεγε, ότι ήταν το απωθημένο του. Κατάφερε όμως να βλέπει το θρυλικό ζεύγος, να ερωτεύονται επί σκηνής, και τα βράδια, μεταξύ των γυρισμάτων, τους χώριζε ώστε να μην είναι κουρασμένοι, για να αποδίδουν στις πρόβες.
Η Έλλη Λαμπέτη, ήταν εν φύσει ένα ερωτικό πλάσμα, με την όμορφη και απλή μορφή της, και την υπέροχη φωνή της, που όχι μόνο είχε το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το ψεύδισμα της, αλλά και μια αίσθηση προφοράς Γαλλικής στην ομιλία της. Απίστευτα δοτικός άνθρωπος και κατά την εργασία της, αλλά και κατά τις διαπροσωπικές της σχέσεις, δεν είναι να απορεί κανείς πως είχε τόσους θαυμαστές, εντός συνεργατών και εκτός, του κοινού δηλαδή.
Αυτός ήταν και ο λόγος άλλωστε που με την σχέση της με τον Δημήτρη Χόρν, που κράτησε 6 χρόνια, υπήρχε πολύ έντονη ζήλεια. Ο Χόρν ήταν τυφλός για εκείνη και δεν μπορούσε να λείπει κυριολεκτικά από το πλευρό της. Ακόμα και σε στιγμές που έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο, όσον αφορά τις προσωπικές του φοβίες, όπως π.χ. του φόβου με τα αεροπλάνα, ή με τα νοσοκομεία.
Η Έλλη Λαμπέτη, πάντα ερωτευμένη με το θέατρο σε όλη της την ζωή, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της, σε μια συνηθισμένη κατάσταση, συζύγου μητέρας, μάλιστα είχε μείνει έγκυος δυο φορές από τον Χόρν αλλά αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση και τις δυο φορές, αφού κανένας από τους δυο δεν ήταν έτοιμοι και ειδικά ο Χόρν να γίνει πατέρας. Η μητρότητα για την Έλλη Λαμπέτη, θα έρθει αργότερα, και ίσως το αντίτιμο θα γυρίσει με τον χειρότερο τρόπο εναντίον εκείνης και του μετέπειτα συζύγου της, του Αμερικανού συγγραφέα Φρέντερικ Γουέηκμαν. Με τον καλό της γνωρίστηκε το 1959 και ένα χρόνο μετά παντρεύτηκαν. Έζησαν μαζί για 16 χρόνια και χώρισαν το 1976. Σε αυτό το διάστημα, μεσολάβησαν τόσα βιώματα, αρνητικά κυρίως.
Είναι γνωστό πως η Έλλη Λαμπέτη, πρωτοχτυπήθηκε από την νόσο του καρκίνου, το 1969, κάνοντας ολική μαστεκτομή σε νοσοκομείο των Η.Π.Α. ευτυχώς, το ξεπέρασε και συνέχισε την ζωή της, μάλιστα, η ελπίδα να αποκτήσει παιδί έρχεται ξανά, και μαζί μια τραγική ιστορία, υιοθεσίας, για εκείνη και τον σύζυγο της. Η μικρή Ελίζα, ήταν ένα κοριτσάκι, παιδί ενός ζευγαριού, που ήταν στο θέατρο με την Λαμπέτη. Εκείνοι δεν μπορούσαν να είναι μαζί και είχαν δώσει την Ελίζα, στην Έλλη και τον σύζυγο της για χρόνια. Όμως τελικά μπορούσαν να είναι μαζί, ξεκίνησαν δικαστική απόφαση για να αφεθεί το παιδί επίσημα, από τους Λαμπέτη – Γουέηκμαν και μάλιστα μέσα σε μια απλή συνάντηση της Ελίζας με τους πραγματικούς της γονείς, το μικρό κορίτσι, δεν ξαναείδε την γνωστή ηθοποιό. Αυτό ήταν κάτι που συνέτριψε την Έλλη Λαμπέτη, μια τόσο μεγάλη απώλεια, που της επανέφερε ξανά την επάρατη νόσο, το 1980 αυτή την φορά, οριστικά. Η εξέλιξη του καρκίνου, ήταν απωτελειωτική και μάλιστα τον τελευταίο καιρό της ζωής της, η Λαμπέτη δεν μπορούσε να μιλήσει πλέον. Και πάλι όμως, όλα αυτά τα προβλήματα δεν της στέρησαν την αγάπη για την υποκριτική.
Ενδιάμεσα σε αυτά τα γεγονότα, όταν ξεκίνησε τον δικό της θίασο πλέον ανέβασε παραστάσεις – σταθμούς όπως τα εξαίρετα «Το Λεωφορείο ο Πόθος», το «Πεπσι», η «Γλυκιά Ίρμα» και ο «Βυσσινόκηπος». Μετά που χώρισε τον δεύτερο της σύζυγο, το 1976 χαρίζει στο κοινό την μαγευτική ερμηνεία της στην «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Μάνου Κατράκη. Θα ακολουθήσουν πολλές σπουδαίες δουλειές από την Λαμπέτη πριν εμφανιστεί ξανά ο καρκίνος, όπως: «Δεσποινίς Μαργαρίτα», «Φιλουμένα Μαρτουράνο», «Μονόπρακτα» και τόσες άλλες ερμηνείες.
Ακόμα και μετά την επαναφορά της ασθένειας της ερμήνευσε για μια τελευταία φορά, το 1981, στον ρόλο της κωφής Σάρα στα «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Ο ίδιος ο Μάνος Χατζηδάκις, αναφέρει πως η Έλλη «είναι η πιο ερωτική κωφάλαλη που έχει περάσει από το ελληνικό θέατρο – ίσως και από κάθε θέατρο».
Είναι σίγουρο, πως η Έλλη Λαμπέτη, που τόσο αγάπησε και τόσο αγαπήθηκε, εάν μπορούσε, μέχρι και το τελευταίο λεπτό, θα ερμήνευε ρόλους και φυσικά, εάν δεν είχε αρρωστήσει οριστικά, πόσα ακόμα διαμάντια στην ιστορία του θεάτρου και του κινηματογράφου, θα είχε προσφέρει, αφού πάντα επέλεγε μοναδικούς και σοβαρούς ρόλους.
Η Έλλη Λαμπέτη, που έζησε σαν άνθρωπος σε 1000 ζωές, από στερήσεις μέχρι πλούτη, το μόνο που ζητούσε για την ημέρα της κηδείας της, ήταν ένα τριαντάφυλλο να στέκεται εκεί. Αγωνιούσε για αυτό, όσο έβλεπε να έρχεται το τέλος.
Και όλα αυτά τα πολύ προσωπικά δεδομένα, δεν θα τα γνωρίζαμε, αν δεν υπήρχε η συμβολή του Φρέντυ Γερμανού, που μάλιστα έγραψε για βιβλίο για εκείνη.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 και ώρα 7.30′ το πρωί η Έλλη Λαμπέτη, αφήνει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Όρος Σινά» (Mount Sinai Hospital) των Η.Π.Α., όπου είχε μεταφερθεί λίγες εβδομάδες πριν. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 η σορός της έρχεται στην Αθήνα και στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 κηδεύεται με δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ακόμα λείπεις, και στους δικούς σου ανθρώπους και στο λατρευτό κοινό σου, που αναγνώρισε το ταλέντο και την αφοσίωση σου ανά τις δεκαετίες. Ακόμα λείπεις, και σε όλους εκείνους τους ηθοποιούς και τους σπουδαστές θεάτρου και κινηματογράφου, που μελέτησαν και θα συνεχίσουν να μελετούν το έργο σου, που μένει παρακαταθήκη στην ιστορία της τέχνης του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Ακόμα λείπεις και στους θαυμαστές της ποίησης και της μουσικής, όπου πέρα από ηθοποιός, χάρισες μοναδικά λεπτά έκφρασης, μέσα από για παράδειγμα αναγνώσματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, αλλά και τραγουδιών που ακούγονταν σε ερμηνείες σου, όπως στο «Η Ίρμα η γλυκιά».
Σας αφήνω με αυτές τις αναμνήσεις, ενός ρομαντικού συνόλου που υπάρχει για να απαλύνει και να γλυκαίνει τις ψυχές των αναγνωστών – θαυμαστών της τέχνης.
Κείμενο της Δανάης Σωπασή