Πηγή: Olympiobima.gr
Κατά το 19ο αιώνα, η Ελλάδα δεν ήταν μόνο φτωχή, με απαρχαιωμένες δομές, αλλά και ολιγάνθρωπη. Συγκεκριμένα, στην Κατερίνη η πυκνότητα του πληθυσμού κυμαινόταν από 15(1828) σε 4(1911) κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι ίδιοι αριθμοί ήταν τριψήφιοι. Ωστόσο, με το πέρασμα του καιρού η Κατερίνη κατάφερε από χωριό να μεταμορφωθεί σε ένα αστικό κέντρο.
Με τη χρήση των όρων “αστικοποίηση” και “εκσυγχρονισμός” εννοείται η “διάλυση της προβιομηχανικής κοινωνίας”. Πιο συγκεκριμένα, με τη λέξη “αστικοποίηση” εννοείται η αυξανόμενη συγκέντρωση πληθυσμού στα αστικά κέντρα και η μετατροπή των κωμοπόλεων σε πόλεις. Η αστικοποίηση οφείλεται στην αγροτική έξοδο και στη δημογραφική αύξηση. Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και η λέξη “εκσυγχρονισμός”.
Ιστορικό πλαίσιο
Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου, καταγράφεται ένα “πέρασμα” των πόλεων από τη φάση της προβιομηχανικής εσωστρέφειας προς μια πιο σύγχρονη κοινωνία. Το πέρασμα αυτό πλαισιώνεται και με τη δημιουργία νέων εθνικών κρατών στη βαλκανική χερσόνησο και την επέκταση των συνόρων τους. Ταυτόχρονα, σημειώθηκαν ραγδαίες ανακατατάξεις, μεταβολές εθνικής κυριαρχίας, ανθρώπινου δυναμικού, τεχνολογικών δυνατοτήτων, πολιτικών και οικονομικών επιλογών. Η αύξηση του αστικού πληθυσμού στις βορειοελλαδικές πόλεις, κατά την περίοδο αυτή, είναι αναμφισβήτητη. Αύξηση που οφείλεται από τη μια μεριά στον παράγοντα των προσφυγικών μετακινήσεων και από την άλλη στην αλλαγή των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Μακεδονίας στο 19ο αι. ήταν η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και οι Σέρρες. Με εξαίρεση τις πόλεις αυτές, όλα τα άλλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας σπάνια ξεπερνούσαν τους 10.000 κατοίκους.

Κατερίνη: από χωριό σε αστικό κέντρο
Η Κατερίνη αναπτύσσεται μέσα στα χρονικά όρια της έρευνας 1870-1940 και λειτουργεί ως ιστορικό παράδειγμα. Το χρονικό άνυσμα αναφέρεται στη διαδικασία-πέρασμα, από την τουρκοκρατία στην αστικοποίηση ερευνάται σε έξι πεδία επιπέδου: στο οικονομικό, το δημογραφικό, το πολιτισμικό, το διοικητικό, το κοινωνικό και το πνευματικό.
Η Κατερίνη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας παρέμενε ένα μικρό χωριό, τσιφλίκι ενός Τούρκου αγά, αγνοημένο από την τουρκική διοίκηση και τους ανθρώπους. Κατά την προεπαναστατική περίοδο, δεν ξεπερνούσε τις 300 οικίες. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι και η ονομασία της, “Καλύβια Αικατερίνης”. Αυτός ο μικρός αριθμός οικιών μειώνεται δραματικά στις 50 οικίες. Η μείωση που οφείλεται στα αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα του 1822 και 1853-54, που καταπνίγηκαν με σκληρά αντίποινα της οθωμανικής κρατικής διοίκησης και των ληστοσυμμοριών που δρούσαν ανενόχλητα στις ορεινές περιοχές.

Επίσης…
Από το 1870 μέχρι την απελευθέρωση, ο πληθυσμός αυξάνεται εντυπωσιακά. Από τους 300 κατοίκους εκτινάσσεται στις 8.000. Πάνω στους οδικούς συγκοινωνιακούς δρόμους που συνδέουν τις βόρειες επαρχίες με τη νότια Ελλάδα, την ανατολική με τη δυτική ενδοχώρα, ο σιδηρόδρομος, ο λιμένας Αικατερίνης καθιστούν την Κατερίνη περιφερειακό αστικό κέντρο. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ίδια περίοδο οι Οθωμανοί καθιστούν την Κατερίνη πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά. Επίσης, πολλοί κάτοικοι από την πιερική ενδοχώρα και Βλάχοι από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και Ηπείρου την θεωρούν πατρίδα τους και έδρα των οικονομικών δραστηριοτήτων τους.
Η μεγάλη, όμως, τομή στην πόλη θα σημειωθεί λίγες δεκαετίες αργότερα, με την προσφυγική πλημμυρίδα που θα επιφέρει η Μικρασιατική Καταστροφή. Με τον ερχομό και την εγκατάσταση των προσφύγων θα γεννηθεί μια νέα Κατερίνη. H εμφάνιση και η ανύποπτη αλλά ραγδαία εξέλιξη της πόλης της Κατερίνης, από ένα μικρό και άσημο χωριό σε ένα δυναμικά εξελισσόμενο και διαρκώς αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο της σημερινής Ελλάδας, αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα στον ελληνικό χώρο κατά τον 20ο αι.
Η οικονομία και οι ανάγκες αστικοποίησης
Η εικόνα εκείνης της εποχής μαρτυρά την εξάντληση του τόπου και των ανθρώπων. Γύρω από τις πόλεις τα εδάφη ήταν γυμνά, εξαντλημένα από την υποβόσκηση και την υλοτομία. Τα χωράφια ήταν χέρσα από την εκτεταμένη αγρανάπαυση με την οποία οι αγρότες πάσχιζαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους. Παρ’ όλα αυτά ο πληθυσμός αυξανόταν, χωρίς ποτέ να εξαντλούνται τα περιθώρια δημογραφικής εξέλιξης. Οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες και τα παραγωγικά πλεονάσματα πενιχρά.
Η Επανάσταση του 1821, ο Κριμαϊκός πόλεμος (1854) προκάλεσαν πείνα, αρρώστιες και ανθρώπινες απώλειες και επιβεβαίωναν τις μικρές δυνατότητες της χώρας. Οι άνθρωποι δεν κατευθύνονταν κυρίως προς τα μικρά ελλαδικά αστικά κέντρα, αλλά στα αστικά κέντρα του εξωτερικού. Αυτό συνέβαινε γιατί η αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων των κέντρων αυτών δεν έδινε στους νεοφερμένους πολλές ευκαιρίες.
Ο σχηματισμός των ελληνικών πόλεων, προέκυψε από την συρροή των αγροτών στα αστικά κέντρα. Όλο και περισσότεροι χωρικοί από διάφορες περιοχές της ελλαδικής υπαίθρου εγκαταλείπουν το χωριό και καταφεύγουν στις πόλεις. Οι οικογένειες χωρίζονται και τα γυναικόπαιδα παραμένουν στο χωριό. Τα αρσενικά μέλη καταφεύγουν για εργασία στις πόλεις και επιστρέφουν μόνο το καλοκαίρι και την περίοδο της σποράς. Για μια ολόκληρη γενιά, ο εργάτης στην πόλη ζει ακόμα με το ψωμοτύρι που του στέλνει το χωριό. Η συγκρότηση των ελληνικών αστικών κέντρων υπήρξε γέννημα του 19ου αι. και πιο συγκεκριμένα της δεύτερης πεντηκονταετίας του.
Η Κατερίνη των 300 οικιών κατέληξε σήμερα να αριθμεί 55.997 κατοίκους (απογραφή 2011) και αποτελεί μια από τις πιο δυναμικές αστικές περιοχές της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας.

Παναγιωτόπουλος Β.: Ο εκσυγχρονισμός και η βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα.