5 ταινίες για να γνωρίσεις το ιδιόρρυθμο σινεμά του Μαρσέλ Ντυσάν

Πολύ πριν τον Άντι Γουόρχολ, ή ακόμα και τον Σαλβαδόρ Νταλί, ο Γάλλος καλλιτέχνης και θεωρητικός, Μαρσέλ Ντυσάν, συγκλόνισε το φιλότεχνο κοινό με το πρωτοποριακό έργο του. Tο κίνημα το οποίο συνεφηύρε και βοήθησε στο να εδραιωθεί, δηλαδή το ριζοσπαστικό Νταντά, συγκίνησε την πληγωμένη από δύο Παγκοσμίους Πολέμους Ευρώπη και επηρέασε σχεδόν όλα τα κινήματα που αναπτύχθηκαν αργότερα, κατά τον 20ο αιώνα, τόσο στη δική του ήπειρο, όσο και στην ανερχόμενη ακόμα τότε Αμερική, όπου ο καλλιτέχνης τελικά μετακόμισε το 1942 και έζησε για 13 χρόνια. Ο Ντυσάν, όντας γεννημένος το 1887, εντυπωσιάζει με το φιλελεύθερο και ενίοτε προφητικό του πνεύμα. Είναι πολύ πιο εύκολο να βρει κανείς ομοιότητες μεταξύ της δικής του σκέψης και εκείνης άλλων λόγιων του 20ου αιώνα, παρά με εκείνη καλλιτεχνών ή φιλοσόφων που έζησαν κατά τον 19ο αιώνα, με εξαίρεση, ίσως, εκείνη του Σαρλ Μπωντλαίρ, του Αρθούρου Ρεμπώ και γενικότερα των «καταραμένων ποιητών», που άλλωστε αναγνωρίστηκαν πολύ μετά την εποχή τους. Ειρωνικός και συχνά αινιγματικός, με ένα τρόπο που φέρνει στο νου τον Τζέιμς Τζόυς, ο Ντυσάν, που ασχολήθηκε τόσο με τις εγκαταστάσεις (installations), τα «ready-mades», τη γλυπτική, τις κατασκευές, αλλά και το σκάκι, σε απολύτως επαγγελματικό επίπεδο, είναι η απόδειξη ότι τα εικαστικά βρίσκονται «πενήντα χρόνια μπροστά από τις άλλες τέχνες». Πολυπράγμων και διαρκώς ανήσυχος, ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε και με άλλες «μοντέρνες» εφευρέσεις, όπως το φιλμ, κατά τη δεκαετία του 1920. Φυσικά, ο Ντυσάν ενδιαφέρθηκε πολύ περισσότερο για το ρεύμα της avantgarde που σχετίστηκε με το μέσο, παρά για το «διηγηματικό σινεμά», που τελικά υπερίσχυσε. Ο καλλιτέχνης είδε το φιλμ σαν μια προέκταση της φωτογραφίας και μια νέα δυνατότητα των «installations» του, ενώ μαζί με τον Μαν Ραίη, τον Ρενέ Κλαιρ και μερικούς ακόμα εικαστικούς υποστήριξαν πως οι ταινίες «τέχνης», ή τα «σινε-ποιήματα» (ciné-poèmes), όπως τις αποκαλούσαν τότε, ήταν το ίδιο, ή και πιο σημαντικές από τις εμπνευσμένες από το θέατρο «διηγηματικές» ταινίες. Αυτά είναι μερικά δείγματα του εξαιρετικά πειραματικού σινεμά με το οποίο ασχολήθηκε ο πρωτοπόρος του ντανταϊσμού:

Entr’acte (1924)

Δείτε ολόκληρη την ταινία στο Internet Archive: https://archive.org/details/ArteReneClairwFrancisPicabiaErikSatieEntracte1924

Η 20λεπτη βωβή ταινία του Ρενέ Κλαιρ, «Entr’acte», είναι και η διασημότερη του κινήματος και έκανε τον Κλαιρ γνωστό και αποδεκτό στα παριζιάνικα σαλόνια, κατά τη δεκαετία του 1920. Το «σενάριο» είναι γραμμένο από κοινού μεταξύ του σκηνοθέτη και του Φράνσις Πικαμπιά (ο οποίος σχετιζόταν με το Νταντά, λόγω της γνωριμίας του με τον Ντυσάν), ενώ η μουσική επένδυση είναι γραμμένη από τον Ερίκ Σατί, και αποτελεί σήμερα μια από τις πιο γνωστές συνθέσεις του. Η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη, τον «Πρόλογο» και το «Διάλειμμα» (Entr’acte) και ακολουθεί τους χαρακτήρες από τη μία σκεπή του Παρισιού στην άλλη, ενώ φορτώνουν κανόνια και πηδούν στη φωτιά (Πικαμπιά και Σατί), ή παίζουν σκάκι, μέχρι που ένας πίδακας νερού τους κόβει απότομα το παιχνίδι στη μέση (Μαν Ραίη και Ντυσάν). Οι σκηνές που παρακολουθούμε συνδέονται με μια λογική ονείρου, η οποία βασίζεται αφενός στο σενάριο και το βιβλίο του Πικαμπιά, αλλά και τη σταδιακή μετάβαση του Κλαιρ από το κίνημα του Νταντά σε εκείνο του Υπερρεαλισμού. Ο Ντυσάν, από την άλλη, ασχολείται εδώ με το σπορ που του κράτησε συντροφιά ως το τέλος της ζωής του, φανερώνοντάς μας από πόσο νωρίς είχε εκδηλώσει το πάθος του για το σκάκι. Οι λήψεις αυτές, που καμιά φορά είναι διπλής έκθεσης (double-exposure), συμπαρατίθενται με άλλες που δείχνουν καμήλες, μια μπαλαρίνα και μια άμαξα, και έχουν μικρή συνοχή μεταξύ τους.

Διαβάστε επίσης  Stanley Kubrick: 10 πράγματα που ίσως δεν ήξερες
Advertising

Advertisements
Ad 14
Πηγή εικόνας: mubi.com

Anémic Cinéma (1926)

Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=dXINTf8kXCc

Ο Ντυσάν ολοκλήρωσε την 7λεπτη ταινία, «Anémic Cinéma», το 1926, σε συνεργασία με τους φίλους του, Μαν Ραίη και Μαρκ Αλεγκρέ. Στην πραγματικότητα, ο εικαστικός δεν είχε ιδέα πώς λειτουργούσε μια κινηματογραφική κάμερα και έτσι η βοήθεια των άλλων δύο δημιουργών ήταν ζωτικής σημασίας. Το φιλμ είναι τελείως πειραματικό, αποτελούμενο κυρίως από λήψεις των περιστρεφόμενων έργων του Ντυσάν, «Rotoreliefs», που είναι στην ουσία δίσκοι με ομόκεντρους κύκλους ή δίνες από χρώμα σε μονόχρωμο φόντο, οι οποίες όταν κινούνται δίνουν μια αίσθηση βάθους. Άλλοι δίσκοι έχουν, αντί για γραμμές χρώματος, προτάσεις σε σχήμα μαιάνδρου, που συνήθως γράφουν ασυναρτησίες ή λογοπαίγνια και παλίνδρομα. Οι αναφορές του Ντυσάν στα παιχνίδια με τις λέξεις του Τζόυς και τα αρχιτεκτονικά σχήματα «χτισμένα» με λέξεις, του Γκυγιώμ Απολλιναίρ, είναι ξεκάθαρες, ενώ κάποιος γνώστης της κουλτούρας του 20ου αιώνα θα διέκρινε και τη σύνδεση μεταξύ των «Rotoreliefs» του Ντυσάν και το «Dreamachine» του Μπράιον Γκάισιν και του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Η ταινία είναι επίσης σημαντική για την εμφάνιση του θρυλικού «alter-ego» του Ντυσάν, Rrose Sélavy, που είναι ουσιαστικά ο ίδιος ντυμένος γυναίκα, με γούνα, καπέλο «flapper» και μέικαπ. Τα «Rotoreliefs», που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, ανήκουν στη μόνιμη συλλογή του Museum of Modern Art (MoMA), στη Νέα Υόρκη.

Πηγή εικόνας: www.youtube.com

Witchs Cradle (1943)

Advertising

Δείτε την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=NkMfRVaA6fs

Διαβάστε επίσης  6 (ακόμα) σκοτεινά «διαμάντια» της avant-garde που αξίζει να δεις

Όπως ο Πάμπλο Πικάσο ή ο Σαλβαδόρ Νταλί έκαναν κάθε προσπάθεια να πλησιάσουν τους νεότερους καλλιτέχνες και να κατανοήσουν τα κινήματα που είχαν μεν επηρεαστεί από το έργο τους, αλλά είχαν πια εξελιχθεί, σε σημείο που είχαν δική τους, αυτόνομη ύπαρξη, έτσι και ο Ντυσάν, όντας «παλαιότερος» κατά τη δεκαετία του 1940, θέλησε να συμμετάσχει έμπρακτα στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής. Το «Witch’s Cradle», της Μάγια Ντέρεν, είναι μια ημιτελής προσπάθεια, με πρωταγωνιστές την ίδια και τον Ντυσάν, και όντας χρηματοδοτούμενο από την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, είναι γυρισμένο στη γκαλερί της, «The Art of This Century». Το 13λεπτο απόσπασμα, που δείχνει τους χαρακτήρες να συνδιαλέγονται και να παίζουν με ένα σκοινάκι το παιχνίδι «cat’s cradle», πραγματεύεται τη σχέση της υψηλής τέχνης (και ιδιαίτερα εκείνης της Ντέρεν, που ασχολήθηκε κατά κόρον με τη μαγεία), με τον παγανισμό και την αλχημεία, που αψηφά το χρόνο και την ύλη, αλλά και εκείνη του Υπερρεαλισμού με την κουλτούρα γενικότερα. Η παραγωγή της κληρονόμου των Γκούγκενχαϊμ φέρνει στο νου τις ένδοξες εποχές του μεσοπολέμου, όταν οι avantgarde προσπάθειες του Μπουνιουέλ και του Νταλί χρηματοδοτούνταν από  την Κοντέσα ντε Νοάγιε, όμως το γεγονός ότι η ταινία έμεινε ανολοκλήρωτη, αν και τυχαίο, μας δείχνει ειρωνικά πως τα πράγματα είχαν πλέον αλλάξει οριστικά. Οι λήψεις που σώζονται σήμερα από το πρότζεκτ είχαν φυλαχτεί στο Anthology Film Archives, του Τζόνας Μίκας, ενώ κάποιες άλλες θεωρούνται «χαμένες».

Πηγή εικόνας: www.mymovies.it

Dreams That Money Can Buy (1947)

Δείτε απόσπασμα από την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=d3QGoADBZFs

Advertising

Ενώ η πειραματική και επιχρωματισμένη με εντυπωσιακά «Technicolor» χρώματα ανθολογία του Χανς Ρίχτερ, «Dreams That Money Can Buy», είναι εξίσου απολαυστική με τη «Φαντασία» (1940) του Γουώλτ Ντίσνεϋ και διαθέτει το ίδιο και περισσότερο καλλιτεχνικό ταλέντο από εκείνη, με συνεισφορές από τον Μαν Ραίη, τον Μαξ Ερνστ, τον Πωλ Μπόουλς, τον Ντυσάν, τον Τζον Κέιτζ, τον Αλεξάντερ Κάλντερ, τον Φερνάν Λεζέ και τον ίδιο τον Ρίχτερ, ο τίτλος είναι εκείνος που αναμφίβολα «κλέβει» την παράσταση. Το νόημα πίσω από αυτή τη φράση είναι η πεμπτουσία της avant-garde, είτε πρόκειται για ζωγραφική, είτε για σινεμά, είτε για μουσική: οι καλλιτέχνες βάζουν τα δυνατά τους για να πλάσουν όνειρα τα οποία είναι απτά, ή ακόμα και «αγοράσιμα», και μπορούν να τα μοιραστούν με το κοινό τους. Η λογική του ονείρου διέπει όλα τα επεισόδια της ανθολογίας, από το «Desire» του Ερνστ, μέχρι το «Narcissus» του Ρίχτερ, το καθένα από τα οποία, άλλωστε, έχει ως θέμα του το «όνειρο» των ιδιαίτερων δημιουργών του. Το επεισόδιο του Ντυσάν, «Discs», θυμίζει το «Anémic Cinéma», με τους περιστρεφόμενους δίσκους που συμπεριλαμβάνει και είναι «ντυμένο» με την εξαιρετική σύνθεση του Τζον Κέιτζ, «Music for Marcel Duchamp». Αν και το «Discs» αποτελεί μία από τις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές της 100λεπτης ταινίας, δεν παύει να στέκει κάπως ξέχωρο από τα υπόλοιπα μέρη της. Ο Ντυσάν δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι πάντοτε αποτελούσε ένα sui generis, μια εκκεντρική διάνοια με μια εντελώς αυθεντική δουλειά, που είτε την αποδέχεσαι όπως είναι, είτε την απορρίπτεις εξολοκλήρου.

Διαβάστε επίσης  3 ταινίες για να γνωρίσεις το ατάραχο σινεμά του Τζέιμς Μπένινγκ
Πηγή εικόνας: www.wikiwand.com

8 x 8: A Chess Sonata in 8 Movements (1957)

Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=iDCBk-BY1ks

Όπως και το «Dreams That Money Can Buy», έτσι και το «8 x 8: A Chess Sonata in 8 Movements», του Χανς Ρίχτερ, είναι μια πολυταινία με καλλιτεχνικές συνεισφορές από όλους τους εκπροσώπους του Νταντά και του Υπερρεαλισμού που βρίσκονταν στην ίδια παρέα. Εδώ συμμετέχει, εκτός από τον Ντυσάν, τον Ερνστ, τον Μπόουλς, τον Λεζέ και τον Κάλντερ, ο ποιητής και πρωτοπόρος του σινεμά, Ζαν Κοκτώ. Κάθε ένας τους προσθέτει τη μοναδική του πινελιά στην ταινία, με μία από τις πιο χαρακτηριστικές να είναι εκείνη του Κοκτώ με την πτώση ενός αντικειμένου σε αργή ή σε αντίστροφη κίνηση. Όπως έχει περιγραφεί, η ανθολογία αυτή, με ηθοποιούς όλους τους συντελεστές της, συν τον Ζαν Αρπ, τη Ντοροθέα Ερνστ, τον Μαν Ραίη και τον Γουίλιαμ ντε Βόγκελ, αποτελεί ένα «παραμύθι για το υποσυνείδητο, βασισμένο στο παιχνίδι του σκακιού. Μισό Σίγκμουντ Φρόυντ, μισό Λιούις Κάρολ». Με συνολική διάρκεια 1 ώρα και 20 λεπτά, όπως φανερώνει και ο τίτλος, η ταινία χωρίζεται σε 8 μέρη που συμβολίζουν τις θέσεις οριζόντια και κάθετα επάνω στη σκακιέρα.

Advertising

Πηγή εικόνας: alchetron.com

Ο Ντυσάν μπορεί, στην ουσία, να μην σκηνοθέτησε ούτε μία ταινία εντελώς μόνος του. Παρόλα αυτά, η ενασχόλησή του με το μέσο υπήρξε ειλικρινής και βαθυστόχαστη. Θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε τις ταινίες που έχουμε σήμερα με τον Πικάσο ή τον Νταλί, αλλά και τις σκηνοθετικές προσπάθειες ανθρώπων των γραμμάτων, σαν τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, ή τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, αν δεν είχε ανοίξει πρώτος το δρόμο ο Ντυσάν. Ο καλλιτέχνης, διατηρώντας πάντα μια ανάλαφρη διάθεση και ένα σχετικό αγνωστικισμό, όσο αφορούσε πολιτικές ιδεολογίες ή θρησκευτικές οργανώσεις, δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερη έπαρση, παρά τον καταλυτικό ρόλο που είχε παίξει στη διαμόρφωση της Μοντέρνας τέχνης. Το ενδιαφέρον του για το σινεμά ήταν άλλη μία έκφανση της μεγαλοσύνης του αυτής ως πρωτοπόρος καλλιτέχνης, επιλέγοντας πάντα να γνωρίσει κάτι από πρώτο χέρι και όχι να το απορρίψει σαν κάτι ανάξιο της δικής του προσοχής.

Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα σε περιοδικά, κυρίως σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και τη φωτογραφία. Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κρουαζιέρες με καζίνο στη Μεσόγειο: Τι προσφέρουν στους Έλληνες τουρίστες

Μια εναλλακτική μορφή τουρισμού που κερδίζει το ενδιαφέρον όλο και

ΔΕΠΥ και επιδράσεις φαρμάκων

ΔΕΠΥ και επιδράσεις φαρμάκων Το παρόν άρθρο με τίτλο ΔΕΠΥ