
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου συστήνεται για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό το 1994, με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού “Ρεύματα” για τη συλλογή διηγημάτων “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη”. Επίσης έχει διακριθεί για τα έργα της: “Γιάντες”: 1996, Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω, “Θα ήθελα”: 2005, Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και το Liberis Liber των Ανεξάρτητων Καταλανικών Εκδόσεων, “Λαμπερή Μέρα”: 2012, Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Έργα της έχουν μεταφερθεί στο θέατρο, όπως το διήγημα “Ανθρώπινη Συμπύκνωση” & ο μονόλογος “Βρες τον”, ενώ κάποια άλλα έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες.
Το τελευταίο της βιβλίο υπό τον τίτλο “Μπαρόκ”, εντάσσεται στον χώρο του μυθιστορήματος έχοντας σαν εφαλτήριο την αυτοβιογραφία της συγγραφέως. Πρόκειται για μια σύνθεση διηγημάτων όπου ο μύθος και η πραγματικότητα κινούνται αντιστρόφως ανάλογα σε μια επίσης αντίστροφη πορεία του χρόνου. Μια πορεία που κανείς μπορεί να ανακαλύψει ευρήματα της δικής του ζωής.
“Η λογοτεχνία καθρεφτίζει τις περιπέτειες που κοιμούνται μέσα μας, μας τραντάζει γερά, μας υπενθυμίζει όσα νομίζαμε πως δεν ξέραμε ενώ τα κουβαλούσαμε μέσα μας, όταν κοιτούσαμε με απάθεια τα σύννεφα να περνούν έξω από μια σχολική τάξη.”1
Επιμέλεια συνέντευξης για το MAXMAG: Άννα Ρω
Είναι η συγγραφή ένας παράλληλος δρόμος με αυτόν της αυτογνωσίας;
Συμφωνώ με αυτό που έλεγε η Άννα Ζέγκερς, πως “μόνο ό, τι αφηγούμαστε τελειώνει”. Με αυτή την έννοια κάθε αφήγηση που σέβεται τον εαυτό της ενέχει ίαση και απαντήσεις σε κρίσιμα ζητήματα ψυχικής αγωγής.
Παρεκκλίνετε της ιδιοσυγκρασίας σας κατά τη συγγραφή; Υπερβαίνετε εαυτόν;
Προσπαθώ να μη δημιουργώ ήρωες που μου μοιάζουν και να μην παραμένω πεισματικά έγκλειστη στον χαρακτήρα μου. Αλλιώς είναι βαρετό, ναρκισσιστικό και άτολμο. Περιέργως απελευθερώνομαι με τα χρόνια, ανοίγομαι περισσότερο στους άλλους ή έτσι θέλω να πιστεύω. Πάντως με ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο ήρωες και καταστάσεις που να με εκπλήσσουν. Η έκπληξη και το σοκ είναι οι συναισθηματικές αντιδράσεις που με βοηθούν να καθίσω και να γράψω.
Μπαρόκ: Από πού προκύπτει – παραπέμπει ο τίτλος του νέου σας βιβλίου;
Με τους όρους της αγοράς πάλιωσε λίγο το Μπαρόκ, εκδόθηκε το 2018. Αλλά η πανδημία μας έκανε να υπολογίζουμε διαφορετικά το πέρασμα του χρόνου κι από μια άποψη είναι καλή αυτή η νέα βραδύτητα, ο μηρυκασμός του χρόνου. Το Μπαρόκ στην τέχνη συνδέεται με τη δραματική λεπτομέρεια, στη μουσική με τη μονοφωνία. Το μπαρόκ γενικά απαιτεί την συναισθηματική εμπλοκή των θεατών- κι εμένα με ενδιαφέρουν πολύ οι ενεργοί αναγνώστες. Εννοιολογικά το μπαρόκ παραπέμπει στο “ακανόνιστο μαργαριτάρι”, δηλώνει δηλαδή κάτι ασυνήθιστο. Αυτό ήθελα κι εγώ, μια ασυνήθιστη αυτο-μυθοπλασία.
Αυτό που συμβαίνει στο βιβλίο μου είναι πως μια ηρωίδα που είναι και δεν είναι ο εαυτός μου διηγείται τη ζωή της σε πενήντα αυτοτελή διηγήματα που συνθέτουν ένα μυθιστόρημα- ένα για κάθε χρόνο που πέρασε, από τα πενήντα προς τα πίσω, ως τη γέννησή της. Με άλλα λόγια παρατηρώ τον εαυτό μου ως πειραματόζωο -πώς έζησε, τι φοβήθηκε, τι διάλεξε. Περισσότερο με ενδιέφερε η αντίστροφη κίνηση: μια γυναίκα που μικραίνει και γίνεται έφηβη και μετά παιδί και διαλύεται τελικά στην κοιλιά της μητέρας της. Και το γλωσσικό πείραμα- πώς αλλάζει η χρήση της γλώσσας καθώς μικραίνουμε. Πώς η γλώσσα συνδέεται με την εμπειρία μας.

Πόση τόλμη χρειάζεται κανείς για να αναμετρηθεί με τις εποχές του στο βάθος του χρόνου;
Νομίζω πως η μυθοπλασία, η συγκάλυψη, με έκανε πιο τολμηρή. Δεν θα μπορούσα να γράψω ένα τόσο προσωπικό βιβλίο χωρίς να επικαλύπτω και να φανερώνω, κατά περίπτωση, χωρίς να παίζω με την αλήθεια και να τροποποιώ τις δόσεις, τα ονόματα, τις συνθήκες έτσι ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμα, αλλά να λειτουργούν ως σύμβολα. Αλλά φυσικά χρειάζεται τόλμη ένα βιβλίο αυτο-μυθοπλασίας, ό, τι και να σας λέω τώρα για να ωραιοποιήσω τη διαδικασία, έπεσαν πολλές βουρδουλιές…
Έχετε βάλει τελεία σε αυτό το εγχείρημα ή θα επανέλθετε;
Άνω τελεία – δεν ξέρεις ποτέ.
Γενικά, επανέρχεστε νοερά ή πραγματικά στα βιβλία σας;
Συνήθως ένα βιβλίο γράφεται για να κλείσουν κάποιοι σοβαροί λογαριασμοί, για να τεθεί και να απαντηθεί μέσω μιας ιστορίας ένα ασίγαστο υπαρξιακό ερώτημα που καίει τους συγγραφείς. Να επαναλάβω την φράση της Ζέγκερς; “Μόνο ό, τι αφηγούμαστε τελειώνει”.
Η δημιουργική γραφή λειτουργεί ως άσκηση – εξάσκηση συγγραφής ή εν γένει, είναι ένα μέσο νοητικής καλλιέργειας;
Η δημιουργική γραφή δημιουργεί πρωτίστως έξυπνους και δημιουργικούς αναγνώστες και αναγνώστριες που ξέρουν να βρίσκουν μέσα στο ίδιο το κείμενο τα κλειδιά της αφήγησης. Από αυτή την άποψη τέτοιοι αναγνώστες έχουν πιθανότητες να εξελιχθούν σε συγγραφείς, επειδή ανασκουμπώνονται και λερώνουν τα χέρια τους μελετώντας στην πράξη τη μηχανική της γραφής. Αν δεν διαβάζουμε σαν υπνοβάτες, αν αγγίζουμε και μυρίζουμε και αφουγκραζόμαστε, τότε το κείμενο ανοίγεται όπως ένα σώμα και φανερώνει τα μυστικά του.
Ιδέα, μολύβι & χαρτί, γραφή… Πώς εξελίσσεται μια γενική ιδέα για να μετουσιωθεί σε ιστορία;
Στη δική μου περίπτωση όλα ξεκινούν από έμμονες ιδέες που ψάχνουν το αφηγηματικό τους όχημα. Αν βρω το τρένο, τότε θα ξεδιπλωθεί και η ράγα.
Υπάρχει κάπου ο αναγνώστης σε αυτή τη διαδικασία;
Το βιβλίο γράφεται και από τους συγγραφείς και από τους αναγνώστες. Κάθε φορά που διαβάζουμε λογοτεχνία το βιβλίο εγγράφεται μέσα μας, συμπληρώνουμε τα κενά του κι όταν αφαιρούμαστε γράφουμε νοερά τους δικούς μας εσωτερικούς μονολόγους- γι αυτό και τόσο διαφορετικές αναγνώσεις του ίδιου βιβλίου.
Αν δεν είχατε το ταλέντο της συγγραφής πώς θα εκτονώνατε τη δημιουργικότητά σας;
Ειλικρινά δεν ξέρω. Από παιδί δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς το γράψιμο.
Χαρίστε μας μια αγαπημένη σας ρήση.
“Όταν το τηλέφωνο δεν χτύπησε, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι ήσουν εσύ”. Από την Ντόροθι Πάρκερ.
Κι έναν τίτλο για το μέλλον που εύχεστε;
“Το μέλλον που εύχεστε” δεν είναι άσχημος τίτλος για δοκίμιο!
http://amandamichalopoulou.com/
1.Απόσπασμα από άρθρο της συγγραφέως στο Βήμα, 30/9/2016