Η Παυλίνα Μάρβιν θαρρώ πως είναι ένας από τους τελευταίους καρπούς ενός σπάνιου μα υπεραιωνόβιου δέντρου. Του δέντρου της ποίησης. Πολλοί θ` αναρωτηθούν αν η λέξη τελευταίος προσδιορίζει το σημείο του παρόντος χρόνου ή αναφέρεται στο πέρας αυτού. Αυτό ίσως κάποτε αποκαλυφθεί όταν και αν τελικά οι άνθρωποι γευτούν τις διασπαρμένες “λίγες μνήμες των καρπών”1.
Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί το 2017 η ποιητική συλλογή “Ιστορίες απ` όλον τον κόσμο μου”, ενώ το 2018 η Παυλίνα Μάρβιν αποσπά το βραβείο Γιάννη Βαρβέρη που απονέμεται από την Εταιρεία Συγγραφέων στους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές/τριες. Σύντομα θα παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό μια σύνθεση από υβριδικά σονέτα κι ένα ποιητικό παραμύθι υπό τον τίτλο: «Θαύματα στου Πολύφημου / Σβήστε τους φάρους για τον Ιβάν Ισμαήλοβιτς. Στη συνέντευξη που ακολουθεί προδημοσιεύεται ένα απολαυστικό απόσπασμα του παραμυθιού.
Δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο για να περιγράψω τον εαυτό μου. Θέλω να βρίσκομαι με τη μεριά της ποίησης και των ποιημάτων στη ζωή. Κάποιες φορές τα καταφέρνω. Κάποιες άλλες χάνομαι αλλά και τότε αξίζει τον κόπο.
Καταφεύγουμε στην ποίηση ή μετοικούμε;
Μπορούμε να εμπιστευτούμε και εδώ τον Καβάφη. Γράφει στην «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου(…)»: «Εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως, /που κάπως ξέρεις από φάρμακα».
Πόσο ιαματικές είναι οι λέξεις που ποιούν – ποιητική αδεία- ποιητικούς κόσμους;
Νομίζω πως οι ποιητικοί κόσμοι δημιουργούνται από όλων των ειδών τις λέξεις. Κοφτερές και πιο μαλακές. Μερικά από τα ποιήματα και τα κείμενα εν γένει που με έχουν βοηθήσει περισσότερο στη ζωή, αφηγούνται ιστορίες σκληρές όσο δεν παίρνει. Ίσως οι λέξεις από μόνες τους, πέρα από το ότι έχουν η καθεμία την δική της ιστορία, να μην λένε τίποτα. Δεν αρκούν για να φτάσει ως εμάς το αναγκαίο νόημα. Θα έλεγα πως, όταν συναντάμε τα λόγια που χρειαζόμαστε, είναι το αίσθημα που επιλέγει και πλέκει τις λέξεις, μαζί με το νήμα της ξεχωριστής αφήγησης που επιδρούν επουλωτικά ή και αποκαλυπτικά.
Συνειδητοποιεί κανείς πως γεννιέται «ελπίδα» για τον κόσμο κάθε φορά που εκκολάπτεται ένας νέος ποιητής. Ισχύει;
Ισχύει για όλα τα πλάσματα που δημιουργούν. Σε έναν κόσμο γεμάτο ετοιματζίδικα πράγματα, από ιδέες μέχρι υλικά αγαθά κάθε λογής, το να αποφασίζει κανείς να προτείνει έναν αληθινά δικό του τρόπο δημιουργεί αυτομάτως μονοπάτι για την αναζήτηση της αλήθειας όλων μας.
Έχει δρομολογηθεί η ποιητική συλλογή που θ` ακολουθήσει τις «Ιστορίες απ` όλον τον κόσμο μου»;
Ναι, μια διπλή σύνθεση θα κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες από τις Εκδόσεις Κίχλη. Ο τίτλος είναι «Θαύματα στου Πολύφημου / Σβήστε τους φάρους για τον Ιβάν Ισμαήλοβιτς. Το πρώτο μέρος αποτελείται από υβριδικά σονέτα για τη ζωή στην πολυκατοικία. Το δεύτερο αφηγείται την ιστορία του Ιβάν Ισμαήλοβιτς, ενός ανθρώπου που εισέρχεται στην χώρα μας και, ενώ δεν τον έχουμε συναντήσει ποτέ, αναλαμβάνουμε να προστατεύσουμε την πορεία του, ώσπου να φτάσει εκεί που επιθυμεί.
Θα ήταν πρώιμο αν ζητούσαμε ένα αδημοσίευτο τετράστιχο;
Και γιατί όχι κάτι μεγαλύτερο. Είναι ένα παραμύθι που έγραψα σε στίχο, για τον γιο του καλύτερου μου φίλου. Τον λένε Βίκτωρα, είναι κάπου δύο χρονών, μένει στη Γερμανία, στο Ντάρμσταντ, πολύ κοντά στον πύργο του Φρανκενστάιν, και συχνά δυσκολεύεται να κοιμηθεί, όπως κι εγώ. Του έγραψα, λοιπόν, αυτό το παραμύθι, για να ανέβουμε μαζί όλους τους δώδεκα ορόφους του πύργου, μέχρι να φτάσουμε στον ύπνο. Δεν έχω ολοκληρώσει ακόμη την επεξεργασία του, μα νομίζω πως μπορώ να το μοιραστώ μαζί σας.
Όταν με πιάνει ασταμάτητα να κλαίω
τρέχω στον Πύργο του φίλου μου του Φρανκ.
Advertising
«Πέρασε μέσα Βίκτωρα», μου λέει
«ο Πύργος είναι πάντα ανοιχτός για σένα, man».
Με υποδέχεται στο πρώτο πάτωμα του πύργου
μπορούμε εδώ να κλάψουμε όσο θέλω
Advertising
─ τρέχουν τα δάκρυά μας και φυτρώνουν
ολούθε μανιτάρια πορτομπέλο
και φτιάχνουν μια μανιταρόσκαλα μεγάλη.
Στον νέο όροφο είναι όλοι θυμωμένοι
Advertising
τσουγκρίζουνε τσαγιέρες-ποτηράκια
πριγκιποπούλες κουτουλιούνται μεταξύ τους
κάτω απ’ τα πόδια μας τραβιούνται τα χαλάκια.
Τσιρίζω ακούραστος μέχρι να βαρεθώ
Advertising
στο τζάκι μπαίνω το ζεματιστό
και μέσα από την καμινάδα καπνισμένος
φτάνω χαρούμενος στον τρίτο όροφό.
Σ’ αυτό το πάτωμα λιώνει το μαύρο βούτυρο
Advertising
εδώ μπορώ να λερωθώ όσο μ’ αρέσει
με πασαλείβουν δυο λεμούριοι μεγάλοι
απ’ το ταβάνι ρέει το βούτυρο σαν γάλα
και κρεμασμένοι από τα λαμπατέρ, σαν έμπειροι και πρώτοι κασκαντέρ
Advertising
στα έπιπλα, στους τοίχους, το ρίχνουμε ζεστό.
Όταν το κάθε τι έχουμε βρωμίσει, απ’ το παράθυρο εκτοξεύομαι
στον τέταρτο όροφο. Ιδού και το βασίλειο της φασαρίας των μελωδών.
Κάθε πλάσμα τρώει ένα κουτί παστέλι
καταβροχθίζει και ένα ολόκληρο βαρέλι μέλι
και με ό,τι απομένει, κουτάλια και δοχεία
Advertising
παίζουμε μουσική που σπάει τα ηχεία
και καθώς αρχίζουνε να τρέμουνε οι τοίχοι
τα πλάσματα φοβούνται, με παίρνουν σηκωτό
κι έτσι πετώντας φτάνουμε, για καλή μας τύχη
Advertising
μέσα από μια ρωγμή στον πέμπτο όροφο.
Εκεί με περιμένει ο κόμης Σκανταλιάς.
«Θέλω», μου λέει, «προϊστάμενο», κι ευθύς, είμαι ο βασιλιάς.
Τρέχω και διατάζω να γίνουν όλα ανάποδα:
Advertising
πίνουμε κρασί από το σαμοβάρι, τρώμε μόνο τα κόκαλα απ’ το ψάρι
φοράμε για καπέλα τα παπούτσια, μύτες ξυρίζουμε αντί για μούσια.
Όταν κουραστώ απ’ τις πολλές ευθύνες, φτάνει ένα λεπτό για να διακτινιστώ
στο μέρος όπου μπορώ να περάσω μήνες ολόκληρους: στον έκτο όροφο.
Advertising
Εδώ με περιμένουν παιδιά και τέρατα, απ’ όλα τα βασίλεια κι από τα πέρατα
και η δουλειά που κάνουμε είναι μονάχα μία: γελάμε ασταμάτητα χωρίς αιτία
ώσπου να μας πάρουνε χαμπάρι, αυτοί απ’ τον έβδομο όροφο που θέλουνε μια χάρη:
στέλνουνε φιρμάνι πως στήνουνε χορό, ζητάνε χορευτές και πάω πρώτος εγώ.
Advertising
Χορεύω εξαίσια πόλκα αλλά και σούστα
φοράω παντελόνι και από πάνω φούστα
και με χειροκροτούν καθώς ανεβαίνω κορδωτός
στον όγδοο όροφο, μιας και είδα φως.
«Γεια σου Φρανκ! Πώς πάνε τα πειράματα;»
─στο εργαστήριό του, ο φίλος μου έχει τρεχάματα.
«Άσε τις ερωτήσεις, και πιάσε το κοπίδι». Μην τα πολυλογώ, φτιάξαμε δαχτυλίδι
που το φορέσανε στο αυτί βαρύκοες νυχτερίδες
Advertising
–χωρίς αυτό, ν’ ακούσουνε, δεν είχανε ελπίδες
κι αυτές απ’ τη χαρά τους, μας πήραν στα φτερά τους
και μας ανέβασαν στον όροφο εννιά
όμως εγώ τους είπα, «πάμε λίγο πιο πάνω
Advertising
έχει βγεί εδώ, ο ύπνος παγανιά».
Στο δέκατο μας πάτωμα παίζουνε κάποια άτομα
ένα παιχνίδι ξακουστό: ελεύθερα αφήνουν ποδάρια και κεφάλια
και ψάχνουνε να δούνε, ποιανού είναι ποιο.
Advertising
Ο όροφος ο ενδέκατος είναι αόρατος, μα ο δωδέκατος είναι θεόρατος:
«Κοίτα», μου λέει ο Φρανκ, «το φεγγάρι και τ’ αστέρια» ─
του ουρανού της νύχτας τα χέρια με κρατάν
και μέσ’ απ’ τ’ όνειρό μου, ακούω τον καλό μου τον φίλο να μου λέει
Advertising
«Βίκτωρα, ο Πύργος είναι πάντα εδώ για σένα. Καληνύχτα, man!»
Παυλίνα Μάρβιν- Φωτογραφία Dirk Skiba
Πώς νιώθει κανείς όταν τον προσφωνούν πανέμορφο, πολυτάλαντο και αεικίνητο πλάσμα, σπουδαίοι συγγραφείς όπως η Μάρω Δούκα;
Προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων και τυχερή, πρώτα πρώτα για την τύχη να γνωρίσω από κοντά τη σπουδαία γυναίκα που είναι η Μάρω Δούκα. Γυναίκα με μεγάλο θάρρος που κατάφερε να εκφράσει πολλά και δύσκολα σε σκληρές εποχές. Δεν νομίζω πως θα ξεχάσω ποτέ το ερευνητικό βλέμμα της στα πάντα, τον λόγο της που ανοίγει χώρο για να βρει κανείς έναν δικό του δρόμο και, βέβαια, τη ζεστασιά της. Την συνάντησα για πρώτη φορά στη Φρανκφούρτη το 2018, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της ελληνικής συμμετοχής, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου όπου εργαζόμουν. Εκείνες τις ημέρες συνομίλησε δημόσια σε ειδική εκδήλωση με την Όλα και τον Αλί, δυο προσφυγόπουλα από τη Συρία που έζησαν στην χώρα μας για κάποια χρόνια και μένουν σήμερα στη Γερμανία. Δεν είναι δυνατό να περιγράψω πόσο ανθρώπινα και φτερωτά ήταν τα λόγια της. Τα βιβλία της είναι σχολείο για εμένα, όχι μόνο για τη θαυμαστή γλώσσα τους, αλλά και για τη δουλειά που κάνει με την ιστορία. Τις κουβέντες της για εμένα τις φυλάω σαν πολύτιμο χάδι που μου δίνει δύναμη και φόρα να συνεχίσω.
Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν τοποθετήσει «βέλη» στην ποιητική σας φαρέτρα;
Αυτό συμβαίνει διαρκώς. Κατά κύριο λόγο εξαιτίας τους ζω τόσες πολλές ζωές.
Ποιο θα λέγατε πως ήταν το πιο αιχμηρό;
Νομίζω πως το καθένα κάνει τη δική του δουλειά. Ίσως το πιο καθοριστικό, εκείνο που άνοιξε την ιστορία με τα βέλη, είναι πολύ πίσω στον χρόνο και γι’ αυτό δυσκολεύομαι να φέρω στον νου μου την ακριβή πορεία του. Μπορεί να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο παραμύθι «Η κυρά Καλή με τις χρυσές λίρες» που συνήθιζε να μου αφηγείται η Κύπρια γιαγιά μου, και στις διηγήσεις για την οδυνηρή φυγή από την Μικρά Ασία, όπως τις θυμάμαι από την άλλη μου γιαγιά.
Advertising
Παυλίνα Μάρβιν ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης
Εγώ ευχαριστώ!
1: Απόσπασμα από το ποίημα “Τα ζιζάνια”
2: Ποίημα “Τα ζιζάνια” από την ποιητική συλλογή “Ιστορίες απ` όλον τον κόσμο μου”
Μεταξύ άλλων επέλεξα να είμαι συγγραφέας. Μ` αρέσει ο δρόμος της ποίησης. Και του θεάτρου. Γράφω ότι μου υπαγορεύει ο νους μου. Άλλοτε μικρές ιστορίες, άλλοτε στίχους, και κάποιες φορές μυθιστορήματα. Με γοητεύουν οι συνεντεύξεις, ειδικά όταν οι απαντήσεις υπερβαίνουν το βεληνεκές των ερωτήσεων. Περισσότερα στην προσωπική μου ιστοσελίδα: Άννα Ρω - https://anna-ro.webnode.gr/