Επάνω στο αρκαδικό βουνό του Μαινάλου, στα 948 μέτρα υψόμετρο, στέκεται επιβλητικά η Δημητσάνα. Αποτελεί έδρα του διευρυμένου δήμου Γορτυνίας, ενώ μέχρι πρόσφατα ήταν έδρα του Δήμου Δημητσάνας. Απέχει από την Τρίπολη 48 χλμ, ενώ από την Αθήνα περίπου 200 χλμ. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 342 κάτοικοι, ενώ το 2001 είχε 611 κατοίκους. Αυτή η μείωση οφείλεται τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική μετανάστευση των κατοίκων. Η Δημητσάνα σήμερα, έχει χαρακτηριστεί ως παραδοσιακός οικισμός.

Η αρχαία Τεύθις
Πρώτη ιστορική καταγραφή του οικισμού της Δημητσάνας εντοπίζεται κατά τους Ομηρικούς χρόνους, με την ονομασία Τεύθις. Η αρχαία Τεύθις μας αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον μεγάλο αρχαίο περιηγητή Παυσανία, ο οποίος την επισκέφθηκε τo 174 μ.Χ. Ο οικισμός συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο με τον ομώνυμο βασιλιά της, Τεύθη, και τους υπόλοιπους Αρκάδες. Αναπτύσσεται σε μεγάλη οικονομική δύναμη της περιοχής, αλλά μέχρι τον 3ο και 4ο μΧ. αιώνα σταδιακά παρακμάζει.
Τον 9ο, 10ο και 11ο αι. η κεντρική Βυζαντινή εξουσία ιδρύει μεγάλες μονές σε όλη την επικράτεια. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύεται και η μονή Φιλοσόφου 2,5 χιλιόμετρα έξω από τη Δημητσάνα το 963 μ.Χ. Σε έγγραφα που αφορούν την ίδρυση της μονής, το 967 μΧ, αναφέρεται για πρώτη φορά η τοπωνυμία Δημητσάνα. Στο πέρασμα των αιώνων, η ταύτιση της Τεύθιδος με τη σημερινή της θέση, υπήρξε αντικείμενο μελέτης πολλών ερευνητών. Παρ’ ολ’ αυτά πότε ακριβώς η αρχαία Τεύθις μετονομάστηκε σε Δημητσάνα είναι άγνωστο, όπως άγνωστη είναι και η ετυμολογία της λέξης.
Η Δημητσάνα και η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της

Η Δημητσάνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ζωντανό μουσείο αρχιτεκτονικής. Ο επισκέπτης περιπλανώμενος στο χωριό θα μπορέσει να θαυμάσει τα καλοδιατηρημένα πετρόχτιστα κτήρια. Μια βόλτα στους δρόμους, κάτω από τα αρχοντικά και τους πύργους, θα τον μεταφέρουν σε μία άλλη εποχή γεμάτη παραδόσεις και θρύλους . Στα περισσότερα κτήρια πρωταγωνιστούν η πέτρα και το ξύλο, λόγω της διαθεσιμότητάς τους στο άμεσο φυσικό περιβάλλον. Τα κτίσματα είναι ομοιόμορφα και κατά κανόνα διώροφα.

Σύμφωνα με τον μύθο, η θεά Αθηνά καταράστηκε την αρχαία Τεύθιδα να μείνει άγονη μέσα στους αιώνες. Οι άνθρωποι της έχτισαν πάνω στα ερείπια της. Αυτή η άγονη γη βέβαια, είχε την ευλογία του νερού. Οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν την ορμή του και έτσι στην Δημητσάνα συναντάμε αλευρόμυλους, νεροτριβές, βυρσοδεψεία και δεκάδες μπαρουτόμυλους.

Η θρυλική βιβλιοθήκη

Η βιβλιοθήκη της Δημητσάνας είναι μια πνευματική κληρονομιά ανυπολόγιστης αξίας. Ιδρύθηκε το 1764 από 2 μοναχούς, κάνοντάς την, τη μακροβιότερη βιβλιοθήκη της χώρας μας. Αρχικά λειτούργησε ως ιερατική σχολή. Στη βιβλιοθήκη φιλοξενούνται σπάνια χειρόγραφα του 17ου αιώνα και περγαμηνές του 16ου. Φυλάσσονται ακόμα και μερικά από τα πρώτα βιβλία που τυπώθηκαν στην Βενετία το 1546. Δυστυχώς, σελίδες από ένα μεγάλο μέρος σπάνιων βιβλίων χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστούν φυσίγγια, την περίοδο της επανάστασης του 1821. Σήμερα, η βιβλιοθήκη μετρά 35000 τόμους τόσο σπάνιων εκδόσεων όσο και νεότερων, καλύπτοντας τις ανάγκες των σύγχρονων αναγνωστών.

Εκτός από το έντυπο και χειρόγραφο υλικό στη βιβλιοθήκη υπόκεινται και εκτίθενται ενθύμια του αγώνα. Αξιοσημείωτα είναι τα οστά του Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού και η σέλα του αλόγου του Παπαφλέσσα. Ακόμα, φιλοξενείται μια μικρή λαογραφική συλλογή με διάφορα είδη λαϊκού βίου και τέχνης (υφαντά, κεντήματα, χάλκινα και ξύλινα χρηστικά αντικείμενα).
Το υπαίθριο μουσείο υδροκίνησης στη Δημητσάνα

Δύο χιλιόμετρα ανατολικά της Δημητσάνας, δίπλα στο Κεφαλάρι του Αϊ-Γιάννη, βρίσκεται το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Το Μουσείο Υδροκίνησης, που είναι το μοναδικό στα Βαλκάνια, ανήκει σήμερα στο Πολιτιστικό Ίδρυμα του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. Άνοιξε για το κοινό το καλοκαίρι του 1997 και δέχεται κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες.
Είναι ένα θεματικό μουσείο που προβάλλει τη σημασία της υδροκίνησης στην παραδοσιακή κοινωνία. Παρουσιάζει τις βασικές προβιομηχανικές τεχνικές που χρησιμοποιούν το νερό ως κύρια πηγή ενέργειας για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων. Τα κτήρια που το απαρτίζουν, στεγάζουν νεροτριβή, αλευρόμυλο, ρακοκάζανο, βυρσοδεψείο και μπαρουτόμυλο.
Πηγές: