Η παρουσία των γυναικών ήταν ιδιαίτερα έντονη στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949). Ιστορικά, έχει αποδειχτεί ότι σε περιόδους κρίσεων επιτρέπεται στις γυναίκες, όχι μόνο να προεκτείνουν, αλλά και να υπερβαίνουν τους κοινωνικά καθορισμένους ρόλους και τα καθήκοντα τους που απορρέουν από αυτούς.
Το γενικότερο πλαίσιο
Ήδη το 1949, οι γυναίκες αποτελούσαν περίπου το μισό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων (Εθνικός Στρατός, Βασιλικό Ναυτικό και Βασιλική Αεροπορία), παρόλο που η οργανωτική τους δομή και η ιδεολογία της “εθνικοφροσύνης” ήταν αποτρεπτικές για μια πιο ενεργό γυναικεία σύμπραξη, φαίνεται ότι αυτή υπήρξε.
Στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), οι γυναίκες που δούλεψαν στις διαβιβάσεις, στις μεταφορές ή ακόμα και στα σαμποτάζ, δεν θεωρούνταν αντάρτισσες. Το κυρίαρχο επιχείρημα ήταν ότι δεν κατείχαν όπλα, αφού αυτά δεν τους δόθηκαν. Υπήρξαν, όμως, και οι πιο δυναμικές που απέκτησαν από μόνες τους όπλα.
Στις μέρες μας, ένας άντρας αρκεί να δηλώσει την ιδιότητα του αντάρτη για να γευτεί μέρος από την αίγλη που του αντιστοιχεί. Μια γυναίκα, όμως, δεν το ομολογεί εύκολα και δύσκολα θα καυχηθεί. Σε περίπτωση, όμως, που το κάνει, θα πρέπει να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα ώστε να γίνει πιστευτή. Εκτός αυτού όμως, την κυνηγάει και η βασική προκατάληψη της τότε εποχής. Το ότι δηλαδή, οι γυναίκες που αποφάσιζαν να “πάρουν τα όπλα και να βγουν στους δρόμους, ήταν ως επί των πλείστων και αυτές του δρόμου“.
Οι αντάρτισσες και μαχήτριες του ΕΛΑΣ & ΔΣΕ
Αντάρτισσες ονομάζονται οι ένοπλες γυναίκες που έδρασαν στον Ελληνικό Λαϊκό Στρατό και μαχήτριες, όσες πολέμησαν με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Η χρήση του όρου μαχήτρια ισχύει κυρίως για γραπτές πηγές, το δημόσιο αριστερό λόγο και την ιστοριογραφία. Ο όρος συχνά δεν χρησιμοποιείται ούτε από τις ίδιες τις μαχήτριες στις γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες τους. Αυτό συνέβαινε διότι στη συλλογική μνήμη, το αντάρτικο δεν διαχωριζόταν και αντιδιαστέλλεται είτε με τις Δυνάμεις Κατοχής (Ναζί), είτε στον Εμφύλιο με τον στρατό. Εξάλλου, ο χώρος δράσης του αντάρτικου ήταν κοινός: το Βουνό με πηγή εξουσίας το ΚΚΕ.
Οι όροι “αντάρτισσες” και “μαχήτριες” χρησιμοποιούνται κυρίως για να δηλώσουν τη χρονική, αλλά και ουσιαστική διαφοροποίηση που ενυπήρχε στη θέση των γυναικών στον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειώσουμε πως και οι δύο αντάρτικοι στρατοί ήταν παράνομοι, με την έννοια ότι αντιμάχονταν κάποια επίσημη/νόμιμη εξουσία και για αυτό η δράση των τμημάτων τους δεν ήταν απόλυτα ομοιόμορφη. Για παράδειγμα, στη Ρούμελη ο εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν ανύπαρκτος, ενώ στην Θεσσαλία έπαιζε σημαντικό ρόλο. Αντίθετα, το 1947 ο ΔΣΕ βρέθηκε εκτός Θεσσαλίας, ενώ η Ρούμελη ήταν η δεύτερη σε δυναμικότητα βάση του.

Η δράση των γυναικών στο αντάρτικο
Η δράση των ανταρτισσών που ήταν μέλη των Υποδειγματικών Διμοιριών και Ομάδων ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ (ΕΠΟΝ=Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) ήταν συνδεδεμένη με των ανταρτοεπονιτών. Τα καθήκοντα που τους ανέθεταν ήταν στρατιωτικά, πολιτικά και εκπολιτιστικά. Έπαιρναν μέρος στις μάχες, αναλάμβαναν τη φρούρηση της Μεραρχίας, ενημέρωναν τον κόσμο στα χωριά. Επίσης, συνεργάζονται με τις οργανώσεις της ΕΠΟΝ και οργάνωναν πολιτιστικές εκδηλώσεις, θέατρα, χορούς και συγκέντρωναν υλικά εφόδια για τους αντάρτες.
Αντίστοιχη ήταν και η δράση των μαχητριών του ΔΣΕ (στρατιωτική, πολιτική και εκπολιτιστική).
Η ένταξη των γυναικών στο αντάρτικο και η αριθμητική τους δύναμη
Στον ΕΛΑΣ, η παρουσία μάχιμων γυναικών διακρίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη οι αντάρτισσες έδρασαν μεμονωμένα στα τμήματα μαζί με τους αντάρτες. Στη δεύτερη δημιουργήθηκαν ομάδες και διμοιρίες που αποτελούνταν μόνο από γυναίκες. Η χρονική τομή ανάμεσα στις δύο φάσεις βρίσκεται στα τέλη του 1943.
Στον ΔΣΕ, η ένταξη των μαχητριών μπορεί να διακριθεί σε τρεις φάσεις, οι δύο από τις οποίες συμπίπτουν με αυτές του ΕΛΑΣ. Αρχικά, οι γυναίκες καταφεύγουν στο βουνό και στη συνέχεια οργανώνονται σε διμοιρίες. Στη Ρούμελη, οι διμοιρίες σχηματίστηκαν στα τέλη του 1947 με αρχές του 1948. Στη τρίτη φάση, οι γυναίκες εντάσσονται στα μάχιμα τμήματα.
Τόσο οι νέοι όσο και οι γυναίκες θεωρούνταν από το ΚΚΕ κοινωνικές κατηγορίες εν δυνάμει επαναστατικές. Πάντα, όμως, τις συμπεριλάμβανε στις αποφάσεις του στο τέλος.
Συνολικά σχηματίστηκαν 8 διμοιρίες: 5 στη Μακεδονία, και 3 στη Ρούμελη, την Αττική-Βοιωτία και την Θεσσαλία. Ανταρτοομάδες από γυναίκες υπήρξαν πολύ περισσότερες. Ο συνολικός αριθμός των ανταρτισσών μαζί με αυτές του Εφεδρικού ΕΛΑΣ δεν ξεπέρασε το 10%. Από την άλλη, ο ΔΣΕ απαριθμούσε ένα 29% το καλοκαίρι του 1949. Στην Μονάδα Εφοδιασμού Γράμμου, όμως, οι γυναίκες αποτελούσαν το 40%.
Αίτια ένταξης των γυναικών
Στον ΕΛΑΣ, τα αίτια για την επίσημη αποδοχή της “ύπαρξης” ένοπλων γυναικών αφορούν κυρίως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) στο επίπεδο της προπαγάνδας και της διαπλάτυνσης της κοινωνικής του βάσης. Ωστόσο, τα επιχειρήματα αντλήθηκαν από την επανάσταση του 1821, την Μπουμπουλίνα, την Μαντώ Μαυρογένους. Πέρα από αυτές τις μορφές, όμως, προβαλλόταν και το παράδειγμα των σοβιετικών γυναικών και των γειτόνων Γιουγκοσλάβων.
Η κατάταξη των γυναικών στον ΕΛΑΣ συνδέεται άμεσα με την επιθυμία τους για προσωπική και κοινωνική απελευθέρωση. Ωστόσο, οι περιορισμοί από την στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν έπαψαν να υφίστανται για τις γυναίκες. Για να καταταγεί μια κοπέλα χρειαζόταν αφενός την συγκατάθεση της οργάνωσης που ανήκε και αφετέρου την συγκατάθεση των γονιών της.
Το κοινωνικό προφίλ των γυναικών
Οι πρώτες αντάρτισσες του ΕΛΑΣ βγήκαν στο βουνό με τον άντρα ή τον αρραβωνιαστικό τους. Υπήρξαν, όμως, και κορίτσια που πήραν μέρος στις μάχες απρόσκλητες και συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μετά από αυτές. Οι περισσότερες γυναίκες που βγήκαν στο βουνό ήταν ήδη μέλη πολιτικών οργανώσεων πόλεων που κατέφυγαν στον ΕΛΑΣ, επειδή κινδύνευαν.
Μια γυναίκα “ξένη” δεν μπορούσε εύκολα να δράσει στην πολιτική οργάνωση του ορεινού – συνήθως – χωριού, αφού ο ΕΛΑΣ αποτελούσε τη μόνη οργανωμένη δύναμη. Αντίθετα, οι γυναίκες μέλη των διμοιριών ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ κατάγονταν από τα γύρω χωριά και ήταν ηλικίας 17-23 ετών. Το όριο ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο, ωστόσο όμως, υπήρξαν και εξαιρέσεις ανταρτισσών μεγαλύτερων σε ηλικία.
Στο ΔΣΕ δεν υπήρξε θέμα ηλικίας. Από την αρχή είχαν βγει στο βουνό γυναίκες παντρεμένες και μητέρες παιδιών. Προς το τέλος των ένοπλων συγκρούσεων και λόγω των μαζικών επιστρατεύσεων υπήρχαν πάρα πολλές νέες κοπέλες ηλικίας 15-16 ετών.
Ως προς την καταγωγή τους, ισχύει ότι η πλειοψηφία αποτελούνταν από αγρότισσες. Ένα μεγάλο ποσοστό – περίπου το 1/3 – υπολογίζεται πως ήταν σλαβόφωνες. Πολλές από αυτές ήταν αναλφάβητες, για αυτό και στους δύο ανταρτικούς στρατούς λειτουργούσαν σχολές αγραμμάτων, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.

Αντί επιλόγου…
Τι έμεινε τελικά από αυτές τις γυναίκες;
Οι μαρτυρίες των εξόριστων γυναικών ξεκινούν να δημοσιεύονται τη δεκαετία του 1970. Η πρώτη βγήκε το 1973, επί Χούντας. Τη δεκαετία του 1980 ξεκινούν να δημοσιεύονται οι μαρτυρίες των φυλακισμένων γυναικών και μόνο από τα μέσα της δεκαετίες του 1990 και μετά μιλούν οι μαχήτριες.
Ο Εμφύλιος αποτελεί ένα τεράστιο τραύμα για όλη την ελληνική κοινωνία. Το πρώτο συνέδριο για τον ελληνικό εμφύλιο έγινε το 1999. Επίσης, είναι δύσκολο ακόμη και σήμερα για την ελληνική κοινωνία να κατανοήσει ότι υπήρχε ένας στρατός, ο οποίος κατά το ήμισυ αποτελούνταν από γυναίκες. Ακόμα πιο δύσκολα κατανοητό το καθιστά το γεγονός πως ορισμένοι ιστορικοί σε έρευνες τους για τον Εμφύλιο και για τη συμμετοχή των γυναικών αφιερώνουν δυσανάλογα λιγότερες σελίδες στις γυναίκες.
“Δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να έχεις έναν στρατό που ο μισός να είναι γυναίκες – και νομίζω ότι ούτε εμείς το έχουμε καταλάβει μέχρι σήμερα”.
