
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας τη δεκαετία του 1980. Από εκείνη την εποχή έρχεται και το ακόλουθο ποίημα με τίτλο Μειονοτικό – 1, που ηχεί τόσο παρηγορητικά στη σημερινή δυστοπική πραγματικότητα.
Επιμέλεια συνέντευξης για το περιοδικό MAXMAG: Άννα Ρω
Κύριε Γρηγοριάδη, γνωρίζοντας από δική σας δήλωση πως οι «λεκτικές επικράτειες»1 του Γιώργου Χειμωνά ανήκουν στις αναγνωστικές προτιμήσεις σας, επιτρέψτε μου να σας προσεγγίσω με ένα μικρό απόσπασμα από το έργο «Οι Χτίστες»:
Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.2
Ίσως, μ` αυτό το απόσπασμα ιδιοφυούς λόγου αποκτήσουμε έναν κοινό τόπο επικοινωνίας, απαραίτητο για μια ουσιαστική συζήτηση έστω και εξ αποστάσεως.
Θα σας ρωτήσω λοιπόν, ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας στην ατμόσφαιρα της επικοινωνίας – αλληλεπίδρασης, μεταξύ των δημιουργών της και του αναγνωστικού κοινού;
Στην εποχή του διαδικτύου έχουν αλλάξει πολλά. Όπως λέγαμε “προπολεμικά και μεταπολεμικά”, έτσι και τώρα μιλάμε για εποχή “προ και μετά διαδικτύου”. Σήμερα ο καθένας μπορεί να γίνει διάσημος όχι για δεκαπέντε λεπτά που έλεγε ο Γουόρχολ αλλά για δεκαπέντε χρόνια, να αναρτά κείμενα, να γράφει και να αποκτά επίσης διάσημους αναγνώστες. Μέσα σε αυτό τον χαώδη κόσμο η λογοτεχνία πρέπει να επαναφορτίσει τα όπλα της, γιατί λογοτεχνία είναι ο λόγος και η γραφή και αυτό δεν μπορεί να αποτυπωθεί από καμία εικόνα κι ας λέγεται “μία εικόνα χίλιες λέξεις”, εγώ θα έλεγα “μία λέξη χίλιες εικόνες”. Η γλώσσα είναι το μέσο που θα διασώσει την επικοινωνία και θα προσδώσει συναίσθημα και λογική στον αναγνώστη και όχι τα emoji.
Γίνεται πολύ λόγος για τα μυθιστορήματα αισθηματικού περιεχομένου τα οποία ονομάζονται, από σπουδαίους συγγραφείς ως παραλογοτεχνία. Ποια είναι η γνώμη σας; Είναι δόκιμες όλες οι κατηγορίες πεζογραφίας;
Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς, δεν χρειάστηκε να ασχοληθώ, είναι τεράστιος ο πλούτος της κλασικής και μοντέρνας λογοτεχνίας που διαβάζω. Πάντως δικαίωμα στο γράψιμο έχουν όλοι και όλες και η έκδοση ενός βιβλίου είναι εύκολη όσο ποτέ. Ας μείνει λοιπόν ο καθένας στην κατηγορία του και στον στόχο του.
Έχετε αισθανθεί ποτέ ότι κάποιο βιβλίο σάς υποτιμά ως αναγνώστη;
Τα βιβλία αυτοβοήθειας ή αυτοβελτίωσης των δήθεν γκουρού.
Ο Μίλαν Κούντερα στο βιβλίο του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» επιχειρεί μια ιδιαίτερα σύνθετη ανάλυση, περί θέσης – τέχνης – ύπαρξης, αυτού του ιδιαίτερα ελκυστικού στο αναγνωστικό κοινό λογοτεχνικού είδους, και μεταξύ άλλων αναφέρει:
Αν ο λόγος ύπαρξης του μυθιστορήματος είναι να συγκρατεί τον «κόσμο του βιώματος» κάτω από έναν αέναο φωτισμό και να μας προστατεύει από τη «λήθη του είναι», η ύπαρξη του δεν είναι άραγε πιο αναγκαία σήμερα από ποτέ;3
Ποια είναι η δική σας άποψη;
Το μυθιστόρημα μας χαρίζει τη δυνατότητα να αφηγηθούμε, να ονειρευτούμε και να αποδράσουμε. Η αφήγηση είναι μια αρχέγονη ανάγκη που δεν θα εκλείψει ποτέ.
Στο νέο σας βιβλίο «Το τραγούδι του πατέρα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, φωτίζετε κάποιο βίωμά σας; Ποια «λήθη του είναι» πιστεύετε πως προστατεύει.
Το αφήγημα αυτό είναι ένας διάλογος με τον πατέρα μου. Του το χρωστούσα σαν γιος αλλά και σαν συγγραφέας επειδή με στήριξε πολύ στη ζωή μου. Και να που η δική του ζωή επανέρχεται ως έμπνευση και μυθοπλασία. Μακάρι να ακούσει το τραγούδι μας. Το βιβλίο επίσης φωτίζει μια καλλιτεχνική πτυχή της ζωής του, εκείνη του μουσικού. Γι’ αυτό και το θεωρώ ένα από τα πιο προσωπικά κείμενα που έχω γράψει.
Ποια είναι η σχέση σας εν γένει, με τους χαρακτήρες που αναπτύσσετε στα βιβλία σας; Έχει τύχει να ταυτιστείτε, να αποστασιοποιηθείτε, να επηρεαστείτε από αυτούς;
Δεκάδες οι χαρακτήρες των βιβλίων μου, είναι σαν ένα σόι που με ακολουθεί και το φροντίζω. Μιλάω γι` αυτούς σαν να ναι δίπλα μου, ακόμη κι αν το βιβλίο δεν κυκλοφορεί αυτοί εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτός ο παράλληλος κόσμος είναι μια παρηγοριά και ένα καταφύγιο, καμιά φορά όμως και αποφυγή της πληκτικής και σκληρής πραγματικότητας. Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι να έχουν απογίνει οι ήρωές μου μετά το τέλος του μυθιστορήματος και ονειρεύομαι την επαναφορά τους σε ένα επόμενο βιβλίο.
Το «Τραγούδι του πατέρα», απέσπασε ένα από τα βραβεία του περιοδικού «Αναγνώστης» και συγκεκριμένα το βραβείο «Νίκος Θέμελης». Αυτή η διάκριση δεν είναι η μόνη για το έργο σας στο σύνολό του. Τροφοδοτείται ένας συγγραφέας από τέτοιου είδους αναγνώριση;
Το 2015 το μυθιστόρημα “Ζωή μεθόρια” βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος ύστερα από 25 χρόνια παρουσίας μου στον εκδοτικό χώρο. Ωστόσο η μεγαλύτερη επιβράβευση για μένα είναι το γεγονός ότι ένα διήγημά μου από τους “Χάρτες” διδάσκεται στην Τρίτη Λυκείου και ένα άλλο κείμενό μου, που δημοσιεύτηκε στην στην Καθημερινή, έπεσε θέμα στις Πανελλήνιες Εξετάσεις το 2020. Πολύ τιμητικό και στις δύο περιπτώσεις.
Προστρέχετε σε αρχέτυπα έργα για αλίευση θεμάτων;
Όλοι θέλουμε να γράψουμε μια “Οδύσσεια” ή ένα “Μόμπι Ντικ” αλλά αυτά είναι θάλασσες κι ωκεανοί που βουλιάζεις και δεν κολυμπάς εύκολα στα νερά τους. Η ανάγνωση τέτοιων οριακών κειμένων σου δίνει έμπνευση και κουράγιο να συνεχίσεις. Τα θέματά μου πάντως, είναι οι ζωές των ανθρώπων γύρω μου και οι εποχές τους. Από εκεί αντλώ τα θέματά μου και για αυτό θα ήθελα να αφήσω και το δικό μου αποτύπωμα.
Ποιος πεζογράφος σάς έχει εκπλήξει με την αφηγηματική του δεξιοτεχνία;
Ο Παπαδιαμάντης. Είναι τεράστιος όπως και ο αντίστοιχος Αμερικανός ο Χέρμαν Μέλβιλ.
Πώς εξελίχτηκε η γραφή σας στη διάρκεια της συγγραφικής σας ζωής;
Προσπαθώ μέσα από διαβάσματα ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και από προσωπικές εμπειρίες να καταγράφω τις δικές μου ιστορίες. Σχεδόν κάθε μου μυθιστόρημα καλύπτει μια δεκαετία πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Μου αρέσει να παίρνω αφηγηματικά ρίσκα. Από τον “Ναύτη” μέχρι το “Παρτάλι” άλλαξαν πολλά. Πορεύομαι πάντα, σε κάθε νέο μου βιβλίο, σαν να γράφω για πρώτη φορά.

Έργα σας έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Αποκαλύφθηκε η ταυτότητά τους όπως εσείς την είχατε σκιαγραφήσει;
Σε όλα τα θεατρικά έκανα ο ίδιος προσωπικά τις θεατρικές τους μεταφορές. Ο μονόλογος “Δεύτερη γέννα” ήταν πολύ πιστός στη νουβέλα με την συνταρακτική ερμηνεία της Φιλαρέτης Κομνηνού. Το “Παρτάλι”, ως μονόλογος στο Φεστιβάλ Αθηνών, ήταν σύντομος σε σχέση με το μυθιστόρημα των 500 σελίδων αλλά ο Χρήστος Στέργιογλου κέρδισε τις εντυπώσεις. Άλλα δύο έργα μου παίχτηκαν στο Φεστιβάλ Φιλίππων και μάλιστα “Ο ξεχασμένος άγγελος των Φιλίππων” ακούστηκε μέσα στο ίδιο το αρχαίο θέατρο, άλλη μια σημαντική στιγμή στην συγγραφική μου πορεία.
Ποιες είναι οι νέες τάσεις στη λογοτεχνία; Θα κατακτήσουν το βιβλιόφιλο κοινό;
Η αφηγηματικότητα επανέρχεται, να λες ιστορίες ανάλογα με την εποχή τους. Σήμερα είναι πολύ ανεβασμένο το αστυνομικό μυθιστόρημα ενώ κείμενα με θέματα “φύλου”, “ταυτότητας”, “queer” κ.λπ. βρίσκονται διεθνώς στην επικαιρότητα και στον λογοτεχνικό κανόνα. Βέβαια ελλοχεύει και ο κίνδυνος μιας υπερβολικής “πολιτικής ορθότητας” που θα αποπροσανατολίσει την λογοτεχνία αν αρχίσουν οι παρεμβάσεις.
Σε ποια ερώτηση δεν θα απαντούσατε ποτέ και ποια θα θέλατε να σας υποβληθεί;
“Αν ταυτίζομαι με κάποιους ήρωές μου” και από την άλλη είμαι ανοιχτός σε κάθε είδους ερώτηση.
Θα μου απαντούσατε απνευστί με μια φράση ή έναν στίχο στην ερώτηση: Τι είναι αυτό που σας χαρακτηρίζει;
Η αλήθεια μου.
Αν σας ζητούσα να μου περιγράψετε την εικόνα που έχετε για το μέλλον με έναν τίτλο βιβλίου ποιος θα ήταν αυτός;
Αμφιταλαντεύομαι να διαλέξω ανάμεσα στο “Φαρενάιτ 451” και στην “Πανούκλα”.
Θεόδωρε Γρηγοριάδη, σας ευχαριστώ από καρδιάς για αυτή την ιδιότυπη συνάντηση.

Σύνοψη από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου τρεις νέοι αγρότες, προσφυγόπουλα και κανταδόροι στις γειτονιές των κοριτσιών, φτιάχνουν ένα µουσικό τρίο, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί, το Τρίο Καντάδα.
Παίζουν στους γάµους και στις γιορτές του χωριού, τραγουδάνε ισπανόφωνα τραγούδια και γράφουν ένα δικό τους τανγκό. Ονειρεύονται µια καριέρα παραπέρα, όµως είναι ερασιτέχνες και δεµένοι µε τον κάµπο.
Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας µου. Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια µετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα µικρό βιβλίο, µε φωτογραφίες που συµπληρώνουν το κείµενο. Ήθελα µια γραφή εξοµολογητική και βιωµατική, διάσπαρτη µε ιστορίες αληθινές, σαν να βγαίνουν από µυθιστόρηµα. Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλµησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα.
Παραπομπές:
1.Απόσπασμα από άρθρο του Θ. Γρηγοριάδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Στήλη Βιβλίο, 6/4/2020
2.Απόσπασμα από το έργο «Οι Χτίστες» του Γιώργου Χειμωνά. 1979, Σελ. 7
3.Απόσπασμα από το έργο «Η τέχνη του μυθιστορήματος» του Μίλαν Κούντερα 1988, Σελ. 29
*Οι φωτογραφίες και το βίντεο έχουν αντληθεί από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα με τη σύμφωνη γνώμη του.