«Εάν θέλεις να γράψεις θα πρέπει να μάθεις το αλφάβητο. Γράφεις, γράφεις και στο τέλος κάνεις ωραία γράμματα. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Σημασία έχει αυτό που εκφράζεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Υπάρχουν φωτογραφίες τεχνικά άρτιες, ακόμα και ωραίες, αλλά δεν εκφράζουν κάτι». -Αντρέ Κερτέζ
Ο Αντρέ Κερτέζ γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου στη Βουδαπέστη το 1894 και ήταν γόνος μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας. Ήταν αυτοδίδακτος στη φωτογραφία, με την οποία ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία και την πρώτη του φωτογραφική μηχανή την απέκτησε σε ηλικία 18 ετών. Μια από τις πρώτες του φωτογραφίες, που εκτίθεται, είναι η εικόνα ενός αγοριού που κοιμάται. Καθότι αυτοδίδακτος, το πρώτο διάστημα πειραματίστηκε ανακαλύπτοντας τις λειτουργίες της κάμερας. Δεν φοβόταν να κάνει λάθη «η επόμενη λήψη θα είναι καλύτερη» έλεγε «και η τρίτη θα είναι η σωστή». Έδινε μεγάλη σημασία στην εξάσκηση και παρόλο που είχε διαβάσει πολλά φωτογραφικά εγχειρίδια, έμαθε να βγάζει φωτογραφίες εμπειρικά.
Ο Κερτέζ υπήρξε ευρηματικός και παρατηρητικός καθώς αποτύπωνε στις φωτογραφίες του την καθημερινότητα με μία απλότητα, αντικατοπτρίζοντας όμως, μέσα από αυτές, τα συναισθήματα του. Η φωτογραφική του μηχανή ήταν το μέσο εξωτερίκευσης των συναισθημάτων του και οι φωτογραφίες του, το τελικό προϊόν αυτών. Οι αντικατοπτρισμοί, οι σκιές και οι αντανακλάσεις αποτελούν βασικά μοτίβα στο φωτογραφικό του έργο.
«Δεν βλέπεις τα πράγματα που φωτογραφίζεις, τα νιώθεις»
Το 1925, μετά τον Ά παγκόσμιο πόλεμο, μετανάστευσε στη Γαλλία όπου το έργο του γνώρισε σημαντική αναγνώριση, τόσο από την πλευρά των κριτικών όσο και εμπορικά.
Τα φωτογραφικά θέματα του Κερτέζ καλύπτουν όλες τις πτυχές του κόσμου που τον περιέβαλλε και ανήκουν στην αποκαλούμενη καλλιτεχνική φωτογραφία. Στο διάστημα της μακρόχρονης παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες, εργάστηκε — για βιοποριστικούς λόγους — για διάφορα περιοδικά, μεταξύ των οποίων τα περιοδικά μόδας Vogue και Harper’s Bazaar. Για μία περίοδο εργάστηκε και για το περιοδικό House & Garden έχοντας υπογράψει αποκλειστικό συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Condé Nast Publishing, φωτογραφίζοντας το εσωτερικό πλούσιων σπιτιών.
Το 1927 κάνει την πρώτη του μεγάλη έκθεση και το 1929 ακολουθεί η διεθνή έκθεση «Film and Foto» στη Στουτγάρδη και το Βερολίνο. Το 1936 μετά από πρόταση του πρακτορείου Keystone φεύγει για Ν. Υόρκη. Υπολογίζει να ζήσει εκεί ένα χρόνο, ωστόσο νωρίς συνειδητοποίησε ότι η ευρωπαική του ευαισθησία δεν συμβάδιζε με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη τον εμπόδισε να γυρίσει στο Παρίσι και έτσι θα ζήσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στη χώρα αυτή δεν θα πάρει για πολλά χρόνια ούτε αναγνώριση, ούτε αγάπη.
Πολλά χρόνια μετά το 1964 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Ν. Υόρκης αφιέρωσε μια μεγάλη έκθεση στον Κερτέζ.
Τα θέματα του απλά, καθημερινά, απλές σκηνές δρόμου, απλά αντικείμενα, φιγούρες, καρέκλες στο πάρκο, προσόψεις σπιτιών, παράθυρα, δέντρα, ότι τον ελκύει οπτικά και συναισθηματικά. Ο κόσμος που βλέπουμε από το άγρυπνο μάτι του έχει μια όψη ποιητική, αδιόρατα μελαγχολική, αρμονική, φωτογράφιζε με σεβασμό χωρίς δραματοποίηση. Είναι μαγικός ο τρόπος του να διεισδύει στη στιγμή, να αρπάζει ένα απλό πλάνο της καθημερινής ζωής και μέσα από το φακό του να του δίνει ζωή.
Στη δεκαετία του 1970 το έργο του παρουσιαζόταν σε εκθέσεις που πραγματοποιούνταν σε διάφορες χώρες. Αν και ασχολήθηκε με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε ηλικία ογδόντα-πέντε ετών, πραγματοποίησε την μοναδική σειρά έγχρωμων φωτογραφιών του, με μία ερασιτεχνική μηχανή Polaroid και κλεισμένος στο διαμέρισμά του.
Η φωτογραφία του γίνεται ένα οπτικό ημερολόγιο, ένα εργαλείο για να περιγράψει τη ζωή: «Εκφράζω το συναίσθημά μου, μια δεδομένη στιγμή. Όχι αυτό που βλέπω αλλά αυτό που νιώθω», έλεγε. «Κάνω ότι αισθάνομαι, αυτό είναι όλο, είμαι ένας απλός φωτογράφος που εργάζεται για την προσωπική του απόλαυση».
Ασχολήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου με την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ευαίσθητος και ανήσυχος φωτογράφιζε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ακόμη και τότε αγαπούσε να τραβά φωτογραφίες πάνω από το διαμέρισμά του, από το μπαλκόνι του σπιτιού του. «Νιώθω ακόμα πεινασμένος» έλεγε. Πριν πεθάνει χάρισε το αρχείο του στη γαλλική κυβέρνηση, στο Παρίσι, την πόλη που τον δέχτηκε στους κόλπους της και τον αναγνώρισε σαν ταλαντούχο φωτογράφο, την πόλη που βρήκε τον εαυτό του και οριστικοποίησε την φωτογραφική του ματιά.
Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1985 σε ηλικία 91 ετών και θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα.
- Ακολουθησέ τον για λίγο στο Παρίσι εδώ