Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπά από τις 8:30. Η Λένα πριν πέσει το είχε ρυθμίσει για να μπορέσει να πάει με την μαμά της και τον αδερφό της στο κέντρο αποτοξίνωσης. Σηκώθηκε γρήγορα και με το χαρτί στο χέρι που της είχε δώσει ο Μάκης, πήγε αμέσως στην κουζίνα που βρήκε την μάνα της να πίνει τσάι, αφού καφές δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. «Έλα μάνα ντύσου, πάρε τον Κώστα και πάμε», είπε χαμογελώντας η Λένα. Εκείνη την κοιτούσε απορημένη μη μπορώντας να καταλάβει τον λόγο της τόσο ξαφνικής χαράς της κόρης της. Η Λένα χωρίς να πάρει ανάσα της εξήγησε πως βρήκε μέσω ενός γνωστού (παρέλειψε να της πει πως γνωρίστηκαν) ένα κέντρο αποτοξίνωσης και απεξάρτησης ναρκωτικών και σήμερα τους περίμεναν. Η μάνα με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσε τον Θεό και την Παναγία που βρέθηκε κάποιος να βοηθήσει το παιδί της.
Ο Κώστας για μια ακόμα ημέρα ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι, μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, σαν να περπατούσε πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Μάνα και κόρη προσπάθησαν να του κάνουν ένα μπάνιο και τον έντυσαν με τα καλά του ρούχα. Εκείνος τις κοιτούσε σαν χαμένος, λες και δεν καταλάβαινε τίποτα. Κάποιες φορές τις παρακαλούσε να του δώσουν λίγο από την δόση του για να γίνει καλά και άλλες φορές παραπατούσε και έπεφτε κάτω.
Ταλαιπωρήθηκαν μέχρι να φτάσουν στην στάση του λεωφορείου. Έπρεπε να τον κουβαλάνε συνεχεία και ο Κώστας κάποιες φορές άρχιζε να φωνάζει δυνατά τραβώντας τα βλέμματα των περαστικών και των γειτόνων που κοιτούσαν τις δυο γυναίκες κουνώντας το κεφάλι τους περιφρονητικά. Μόλις το λεωφορείο έφτασε τον έβαλαν να καθίσει σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο και για καλή τους τύχη τον πήρε ο ύπνος σε όλη την διαδρομή χωρίς να δημιουργήσει κανένα πρόβλημα.
Στην είσοδο του ιδρύματος ένας χαμογελαστός κύριος τους καλωσόρισε και τους έδειξε το γραφείο που έπρεπε να πάνε για να μιλήσουν με την διευθύντρια, την Στέλλα. Η Στέλλα, που ήταν γύρω στα 60, τους υποδέχτηκε στο γραφείο και αφού μίλησαν για αρκετή ώρα μαζί, τους εξήγησε το πρόγραμμα που θα ακολουθούσαν και τι έπρεπε να κάνει ο Κώστας. Ο Κώστας την κοιτούσε στα μάτια αλλά δεν καταλάβαινε λέξη από όσα έλεγε η στρουμπουλή κυρία απέναντι του με το κοντό άσπρο μαλλί. «Μην ανησυχείτε καθόλου, ο Μάκης μου έχει εξηγήσει την κατάσταση και θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να ξεφύγει ο Κώστας από αυτόν τον δρόμο που έχει βρεθεί», τους είπε η Στέλλα καθώς τους οδηγούσε στο δωμάτιο που θα έμενε ο Κώστας για τους επόμενους μήνες.
Μάνα και κόρη έφυγαν από το κέντρο αποτοξίνωσης και απεξάρτησης με μια ελπίδα να ζωντανεύει πάλι μέσα τους. Αν υπήρχε μια πιθανότητα ο Κώστας να μπορέσει να απεξαρτηθεί τότε το κέντρο αυτό ήταν η μοναδική τους λύση, η μοναδική σανίδα σωτηρίας που είχαν. «Είδες το κέντρο πόσο μεγάλο είναι και τι όμορφους χώρους έχει; Γεμάτο εργαστήρια χειροτεχνίας είναι, η βιβλιοθήκη τους τεράστια και πάνω από όλα έχει ανθρώπους που θα τον φροντίζουν και θα τον νοιάζονται κόρη μου», είπε η Μαρία με δάκρυα στα μάτια καθώς έμπαιναν πάλι στο λεωφορείο για την επιστροφή στο σπίτι τους, εκεί που τα προβλήματα δεν είχαν τελειωμό.
Η χαρά τους δεν κράτησε και πολύ. Μόλις μπήκαν στο σπίτι είδαν παντού σπασμένα ποτήρια και όλα τα έπιπλα αναποδογυρισμένα. Ο Γιάννος, ο πατέρας της Λένας ήταν πεσμένος στο πάτωμα, βαριαναστέναζε και κρατούσε το κεφάλι του που έσταζε αίμα. Μόλις τις είδε να μπαίνουν άρχισε να φωνάζει στην γυναίκα του πως ο γιος της είναι δολοφόνος, εγκληματίας και πατροκτόνος. Τρόμαξαν να τον συνεφέρουν και να του καθαρίσουν την πληγή στο κούτελο. Πάλι ήταν μισομεθυσμένος και ο Γιώργος τον έπιασε να κλέβει τα 20 ευρώ που είχε κρύψει η Μαρία στο κουτάκι του καφέ για να πάει να τα πιει και να τα παίξει στο ΠΡΟΠΟ της γειτονιάς. Άρχισε τότε να του φωνάζει και να τον βρίζει.
Τα αίματα άναψαν και ο Γιάννος νόμιζε πως ο γιος του ήταν ακόμα εκείνο το αδύναμο παιδί που τον χτυπούσε κάθε λίγο και λιγάκι. Ο Γιώργος όμως και μόνο στην κίνηση του πατέρα του να σηκώσει χέρι πάνω του αντέδρασε άσχημα. Άρχισε να τον χτυπά δυνατά και να τον βρίζει. Πετούσε τα πιάτα και όλα τα αντικείμενα που ήταν γύρω του πάνω στον πατέρα του. Είχε βγει από τα ρούχα του και το πρόσωπό του είχε γίνει κόκκινο από θυμό. Λίγο πριν ξεσπάσει όλο τον θυμό του τον έσπρωξε δυνατά και ο Γιάννος έπεσε κάτω χτυπώντας το κούτελό του στην γωνία του καναπέ.
Ο Γιώργος άνοιξε γρήγορα την πόρτα και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας γιατί αν έμενε λίγο ακόμα εκεί μέσα, σίγουρα θα τον σκότωνε. Ο θυμός, ο πόνος και το μίσος που είχε μαζέψει στην ψυχή του όλα αυτά τα χρόνια δεν τον άφηναν να δει καθαρά. Ήθελε να τον σκοτώσει, να τον χτυπήσει, να τον κάνει να υποφέρει, όπως έκανε και ο ίδιος όταν εκείνος ήταν μικρός και τον χτυπούσε με την ζώνη και με κλωτσιές σε όλο του το κορμί.
«Τι θα κάνουμε μάνα τώρα; Εκεί που λες Δόξα το Θεό πάνε να μπούνε τα πράγματα σε μια σειρά να σου πάλι και ένα πρόβλημα να ξεπετάγεται. Πως θα τα βγάλουμε πέρα τώρα; Ο Γιώργος λέει ο μπαμπάς πως πήρε αυτός το τελευταίο εικοσάρικο. Τι θα κάνουμε χωρίς χρήματα τώρα;», είπε η Λένα καθισμένη στην κουζίνα. «Υπομονή κόρη μου. Έχει ο Θεός, έχουμε περάσει και χειρότερες μέρες, μην χάνεις την πίστη σου. Στο τέλος της επόμενης βδομάδας θα μπει η σύνταξή μου και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Πρώτα πρέπει να δούμε για το ρεύμα, να κάνουμε κάποιο διακανονισμό να μας το βάλουν πάλι, με τον καύσωνα αυτό και χωρίς ανεμιστήρα, χωρίς παγωμένο νερό θα πεθάνουμε. Κάνε υπομονή κόρη μου, κάνε υπομονή», είπε η Μαρία μαζεύοντας με το φαράσι τα σπασμένα αντικείμενα από το πάτωμα.
Η ζέστη ανυπόφορη και το στομάχι της δεν έπαψε λεπτό να γουργουρίζει από την πείνα. Κάτι φρυγανιές είχε φάει σκέτες όλη την ημέρα που τις είχε βρέξει με λίγο νερό και λίγη ζάχαρη από πάνω. Ξαπλωμένη στον καναπέ κοιτούσε το ταβάνι και σκέφτονταν πως θα περάσει η ώρα μέχρι να συναντήσει τον Μάκη το βραδύ και να μιλήσουν. Κάθε φορά που έκλεινε για λίγο τα μάτια της εμφανίζονταν μπροστά της το πρόσωπο του να της χαμογελά με εκείνα τα λακκάκια στα μάγουλα που τον έκαναν τόσο γοητευτικό. «Μα τι μου συμβαίνει, γιατί τον σκέφτομαι συνέχεια;», αναρωτήθηκε για μια στιγμή, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε από πουθενά.
Το βράδυ τον βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο και να την περιμένει. Η Λένα άργησε για λίγο στο καθιερωμένο πλέον ραντεβού, γιατί κάποια στιγμή την πήρε ο ύπνος και μόλις συνειδητοποίησε πως είχε αργήσει έριξε αμέσως νερό στο πρόσωπό της και έτρεξε αμέσως προς την γέφυρα. «Για μια στιγμή ανησύχησα» είπε ο Μάκης μόλις την είδε να φτάνει λαχανιασμένη. «Συγγνώμη, με πήρε ο ύπνος. Έγιναν τόσα πολλά σήμερα, τα προβλήματα δεν έχουν τελειωμό στην ζωή μου» είπε η Λένα προσπαθώντας να ηρεμήσει από το τρέξιμο.
«Έλα, ξεκινάμε;» είπε ο Μάκης δίνοντάς της την μπύρα. Η Λένα φαίνονταν όμως διστακτική. «Ξέρεις σήμερα λέω να μην πιω» είπε αμήχανα.
«Τι έγινε μικρή σήμερα;» ρώτησε ο Μάκης, αλλά η Λένα δίσταζε να του πει. «Να, ξέρεις σήμερα δεν έχω φάει τίποτα σχεδόν και θα με πειράξει. Το πρωί πήγαμε τον αδερφό μου στο κέντρο που μου είπες και μετά είχαμε καυγάδες στο σπίτι», είπε η Λένα και συνέχισε να του λέει τα όσα έγιναν με τον αδερφό και τον πατέρα της.
«Και εγώ σήμερα δεν πρόλαβα να φάω καλά» σχολίασε ο Μάκης και έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. «Πίτσα ή σουβλάκι;» την ρώτησε και νόμιζε πως της κάνει πλάκα. «Έλα λέγε, πεινάω σα λύκος» πρόσθεσε εκείνος πιάνοντας την κοιλιά του και η Λένα ψιθύρισε δειλά πίτσα. Ο Μάκης τηλεφώνησε στην πιτσαρία και τους περιέγραψε σε ποιο σημείο να τις φέρουν. «Καλά είσαι τρελός! Θα μας τις φέρουν εδώ; Στην μέση του δρόμου;» απόρησε εκείνη ξαφνιασμένη. «Ναι γιατί; Αφού πεινάμε!» απάντησε αυτός χαμογελώντας.
Λίγη ώρα μετά, το παιδί έφερε τις πίτσες και χαιρέτησε τον Μάκη. Τον ήξερε καθώς ήταν συχνός πελάτης στην πιτσαρία της γειτονιάς. «Λοιπόν ξεκινάμε;» είπε ο Μάκης και ξεκίνησαν να τρώνε και να πίνουν μπύρα. Η Λένα προσπαθούσε να κρατηθεί, αλλά το στομάχι της αρνιόταν να υπακούσει: έφαγε δυο κομμάτια γρήγορα και συνέχισε με τα επόμενα. Είχαν παραγγείλει δυο πίτσες οικογενειακές με από όλα.
Ο Μάκης δεν πεινούσε, έτρωγε αργά προσπαθώντας να δείξει πως πεινάει για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Λένα. Κάποια στιγμή η Λένα του είπε για τα έργα που ξεκίνησαν το πρωί στον Κηφισό και τα είχαν αφήσει στην μέση. «Λένε σε τρεις μήνες θα είναι έτοιμα», είπε πίνοντας λίγη μπύρα και δείχνοντάς του τα μηχανήματα που είχαν στηθεί από το πρωί μέσα στον άδειο Κηφισό.
«Την ιστορία του Κηφισού την ξέρεις;», ρώτησε ο Μάκης και μόλις είδε το αρνητικό νεύμα της Λένας χαμογέλασε, ήπιε και εκείνος μια μεγάλη γουλιά μπύρα και ξεκίνησε. «Καλά δεν ξέρεις την ιστορία του Νάρκισσου, του γιου του Κηφισού που γεννήθηκε μετά από βιασμό και ερωτεύτηκε τον εαυτό του; Καλά είσαι και από εδώ μικρή» είπε ο Μάκης κοροϊδευτικά.
«Δεν μου άρεσε το σχολείο. Ξέρεις, πάντα είχα θέματα με τα άλλα παιδιά. Bullying, αλλά αυτά θα στα πω άλλη φορά. Τώρα θέλω να μου πεις την ιστορία για τον Κηφισό. Πόσο όμορφος ήταν ο γιος του;» ρώτησε η Λένα και κρέμονταν από τα χείλη του.
«Το πιο ψυχρό ζευγάρι της μυθολογίας μας ξέρεις ήταν η Ηχώ με τον Νάρκισσο. Ο Νάρκισσος γιατί αγαπούσε πολύ το είδωλο του και η Ηχώ γιατί δεν είχε σώμα.
Ο Νάρκισσος καταγόταν από τη Βοιωτία. Ήταν το παιδί ενός βιασμού, καθώς ο ποταμός Κηφισός εγκλώβισε τη νύμφη Λεριώτη στα νερά του και την άφησε έγκυο στο παιδί του. Όταν γέννησε λοιπόν η Νύμφη το παιδί, πήγε στον Τειρεσία να πάρει χρησμό για το μέλλον του παιδιού. Η πρόβλεψη έλεγε ότι ο Νάρκισσος θα ζήσει μέχρι τα βαθιά του γεράματα αρκεί να μη γνωρίσει τον εαυτό του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Νάρκισσος ήταν τόσο όμορφος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων γύρω του. Περιφερόταν στα δάση και κυνηγούσε τα ζώα. Όλες οι νύμφες τον ήθελαν, αλλά ο Νάρκισσος τις αγνοούσε και δεν ανταπέδιδε στα αισθήματά τους».
«Καλά, τόσο ψώνιο ήταν;» τον διέκοψε η Λένα και του ξέφυγε ένα γέλιο που παραλίγο να πνιγεί. Ήπιε λίγο από την μπύρα για να καθαρίσει τον λαιμό του και συνέχισε. «Η Νέμεσις που λες Λένα, εκνευρισμένη με την αδιάφορη συμπεριφορά του, τον καταράστηκε να ερωτευτεί μόνο τον εαυτό του και ο χρησμός του Τειρεσία άρχισε σιγά σιγά να πραγματοποιείται. Μία μέρα τον είδε να περιπλανιέται στα δάση η Ηχώ. Η νύμφη είχε τιμωρηθεί από την Ήρα, επειδή βοηθούσε τον Δία και δεν μπορούσε να μιλήσει κανονικά παρά μόνο να επαναλαμβάνει τις τελευταίες λέξεις μιας φράσης».
«Τι; Μουγκή δηλαδή ήταν;» πετάχτηκε η Λένα που την είχε συνεπάρει τόσο πολύ η ιστορία που άκουγε.
«Η θεά Ήρα βλέπεις της στέρησε το σώμα. Τι νόμιζες; Άμα νευριάσουν οι γυναίκες μεταξύ τους ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε» είπε ο Μάκης για να την κάνει λίγο να γελάσει καθώς την έβλεπε να έχει μπει για τα καλά στην ιστορία.
«Έλα συνέχισε! Μετά τι έγινε; Παντρεύτηκαν μεταξύ τους;» απόρησε η Λένα.
«Όπου πήγαινε ο Νάρκισσος, η Ηχώ τον ακολουθούσε πάντα σιωπηλή. Δεν τον άφηνε ποτέ μόνο. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις κάθε μέρα το άτομο που αγαπάς και να μην μπορείς να του μιλήσεις;».
«Σε εμένα το λες; Έλα μη σταματάς συνέχισε σε παρακαλώ!», είπε η Λένα που πλέον τον κοιτούσε στα μάτια. Ποτέ δεν πίστευε πως θα της άρεσε η μυθολογία. Στο σχολείο κάθε φορά που είχαν ιστορία έλεγε πως την πονούσε η κοιλιά της. Τώρα δίπλα στον Μάκη ένιωθε διαφορετικά και πέρασε από το μυαλό της τι όμορφα που θα ήταν να τον είχε δάσκαλο. Είχε έναν τρόπο να κερδίσει τον απέναντι του, κάτι που δεν το κατάφερναν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές της στο σχολείο.
«Μια μέρα λοιπόν εκεί που κυνηγούσε ελάφια στο δάσος ο Νάρκισσος, άκουσε έναν θόρυβο. Ήταν η Ηχώ. Της φώναξε να τον πλησιάσει, όταν όμως πήγε κοντά του την έσπρωξε και απομακρύνθηκε. Η Ηχώ, δυστυχισμένη για τον ανεκπλήρωτο έρωτά της και για τη συμπεριφορά του Ναρκίσσου, έκλαιγε ασταμάτητα», είπε ο Μάκης.
«Πλάκα μου κάνεις έτσι; Αυτή έτρεχε από πίσω του κάθε ώρα και στιγμή και αυτός την έδιωξε; Καλά είστε γαϊδούρια εσείς οι άντρες! Τι, και καλά επειδή ήταν μουγκή η καημένη δεν του άρεσε;», είπε νευριασμένη η Λένα και ο Μάκης ξέσπασε σε γέλια. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί με την αυθόρμητη απάντηση της κοπέλας.
«Ο Νάρκισσος Λένα που λες, συνέχισε να περπατά στο δάσος, ώσπου σε ένα ξέφωτο βρήκε μια λίμνη και σταμάτησε. Όταν έσκυψε από πάνω της και αντίκρισε το είδωλο του στο νερό, μαγνητίστηκε από την ομορφιά του. Έμεινε για μέρες αποσβολωμένος κοιτώντας τον εαυτό του και αγνοώντας το κάλεσμα της Ηχούς».
«Τι γκέι ήταν; Α, πες μου έτσι;», απόρησε η Λένα και ο Μάκης έκλαιγε πλέον από τα γέλια. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο.
«Τι γελάς μωρέ; Καλά λέω εγώ, όλοι ίδιοι είστε! Άκου εκεί να συμπεριφερθεί έτσι στην καημένη την μουγκή;» είπε η Λένα στα σοβαρά και ο Μάκης ακόμα δεν μπορούσε να συνέλθει από τα γέλια που πλέον κόντευαν να του βγουν στα μάτια δάκρυα.
«Να σαι καλά! Με έκανες και γέλασα. Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να περάσω τόσο καλά με άνθρωπο. Σε ευχαριστώ!» είπε ο Μάκης.
Η Λένα τον κοιτούσε να γελά και έμοιαζε με ένα μικρό παιδί στο σώμα ενός μεγάλου άντρα. «Έλα κύριε καθηγητά σοβαρέψου και πες μου πως τελειώνει η ιστορία», είπε η Λένα πίνοντας λίγη ακόμα μπύρα.
«Ο Νάρκισσος που λες κάθονταν και κοιτούσε για μέρες όπως σου είπα το είδωλο του να καθρεπτίζεται στην λίμνη και όταν προσπάθησε να αγγίξει το όμορφο πρόσωπο που έβλεπε στο νερό, έπεσε και πνίγηκε».
«Α τον βλάκα! Αλλά να σου πω κάτι; Καλά να πάθει, δεν τον λυπάμαι καθόλου, μετά από όσα έκανε στην καημένη την μουγκή, την Ηχώ» είπε εκείνη απαξιωτικά και έφαγε λίγη από την πίτσα που είχε αφήσει πριν την συνεπάρει η ιστορία.
Ο Μάκης προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο του και της είπε πως στο τέλος η Ηχώ θρήνησε τόσο βαθιά το τέλος του αγαπημένου της, που ο Δίας τη λυπήθηκε και μεταμόρφωσε τον Νάρκισσο σε λουλούδι και την Ηχώ σε φωνή.
«Καμία δικαιοσύνη. Τι να πω και οι παλιοί τα έκαναν μη πω. Άκου εκεί τον έκανε και λουλούδι, όμορφο κιόλας ο Δίας! Γαϊδουράγκαθο θα τον έκανα εγώ. Η Ήρα τι έκανε; Μόνο αλλού ήξερε να βάζει το χεράκι της, στην καημένη την μουγκή», είπε η Λένα μασουλώντας την πίτσα αφού η ιστορία αγάπης που περίμενε να ακούσει μετατράπηκε τελικά σε φιάσκο.
«Ο μύθος αυτός Λένα αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο έρωτα και στην αλαζονεία που μας διακατέχει. Τις περισσότερες φορές ο έρωτας είναι δίπλα μας και εμείς ψάχνουμε αλλού γιατί αρνούμαστε να δούμε τον εαυτό μας όπως είναι. Όλοι είμαστε λίγο πολύ ερωτευμένοι με τον εαυτό μας Λένα και για αυτό πιστεύουμε πως αξίζουμε τα καλύτερα και για αυτό πάντα ψάχνουμε να βρούμε το άπιαστο, το ανικανοποίητο και δεν συνειδητοποιούμε πως ο χρόνος χάνεται. Μια κουκίδα άμμου είμαστε Λένα στην γη που την παίρνει ο άνεμος», είπε ο Μάκης και η Λένα τον κοιτούσε πάλι στα μάτια αφού τα έλεγε τόσο ωραία με την μειλίχια φωνή του που την ταξίδευε.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί να κοιτούν την εθνική οδό από κάτω τους που πλέον άρχισε να γεμίζει με αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν τρελά, που έτρεχαν να προλάβουν την ζωή. Οι εργάτες έμπαιναν στα μηχανήματα και άρχισαν να δουλεύουν προκειμένου να φτιάξουν τον Κηφισό που είχε πέσει από τις πλημμύρες και τα πρώτα παραθυρόφυλλα άρχισαν να ανοίγουν για να υποδεχτούν την νέα μέρα.
«Σε ευχαριστώ για το κέντρο αποτοξίνωσης», είπε η Λένα ξαφνικά σπάζοντας την σιωπή. «Αν υπάρχει μια πιθανότητα ο αδερφός μου να γίνει καλά αυτό το οφείλω σε εσένα» του είπε και ο Μάκης της χαμογέλασε όπως πάντα, δίνοντάς της δύναμη και κουράγιο.
Μάζεψαν τα άδεια κουτιά από κάτω και αφού έδωσαν ραντεβού για αύριο έφυγαν προς αντίθετη πάντα κατεύθυνση, σαν τον Νάρκισσο με την Ηχώ, αφού τα σπίτια τους τα χώριζε ο Κηφισός και η εθνική οδός που γέμισε πλέον αυτοκίνητα.