Μια νέα συγγραφέας ανθοφορεί. Η Μαρία Γιαννάκη, παιδαγωγός με οράματα και ανησυχίες, σμίλεψε με ικανότητα έμπειρου συγγραφέα την ηρωίδα του πρώτου της βιβλίου με τίτλο «Όσα δε λέγονται» , το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Andy`s Pyblishers .
Αν και το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα, συγκεντρώνει θετικές κριτικές από το κοινό. Είναι αδύνατο να μην γίνει αντιληπτό ότι, “ο κάθε ένας από εμάς λίγο πολύ κρύβει μέσα του μια Αρετή με τα τρωτά και άτρωτα σημεία της. Η Αρετή υποδηλώνει την ίδια τη ζωή σε κάθε της απόχρωση”.
Η Μαρία Γιαννάκη, “μέσα από μια οξυδερκή εξιστόρηση της υπαρξιακής καταβύθισης μιας νεαρής γυναίκας στο άδυτο της αναζήτησης του εαυτού και της ταυτότητας”, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της, “Όσα δε λέγονται”, καταφέρνει να οδηγήσει τον αναγνώστη της σ` ένα ταξίδι κατάδυσης στο ψυχισμό της “Αρετής” ή τον δικό του, αφού τα όρια είναι δυσδιάκριτα.
Εν κατακλείδι,”το ταξίδι αυτό φώτισε την ψυχή και τη ζωή μου”, εξομολογείται η Μαρία Γιαννάκη και δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί της.
Επιμέλεια συνέντευξης: Άννα Ρω
Το όνομά μου Αρετή. Είναι το μόνο που έχω. Είναι το μόνο στο οποίο πιστεύω. Το όνομά μου Αρετή. Εδώ τελειώνουν και αρχίζουν τα πάντα, στο όνομά μου
Ένα απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Γιαννάκη, με τίτλο «Όσα δε λέγονται», μας δηλώνει τη δύναμη που έχει η ηρωίδα της Αρετή να οριοθετήσει τον εαυτό της μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Πετάει με γενναιότητα μακριά τ` άχρηστα, τα επικίνδυνα, τον πηλό των χιλιάδων χαρακτηριστικών που χτίζουν ακούσια την προσωπικότητά της. Με τι εφόδια δημιούργησες αυτόν τον δύσκολο χαρακτήρα;
Με τη φράση αυτή η Αρετή κατορθώνει να πάρει μια γενναία απόφαση, μια απόφαση ζωής. Η πορεία της, η αγωνία της να μάθει, να βγει από το αδιέξοδο, να ζήσει, την προικοδοτεί με μια αστείρευτη δύναμη. Μια δύναμη που γίνεται ασπίδα γύρω της. Η Αρετή αγαπά τη ζωή, συνομιλεί με τον εαυτό της, παρατηρεί κάθε τι που συμβαίνει γύρω της προκειμένου να βρει τον δικό της μίτο. Το εφόδιό της είναι ‘η κίνηση’. «Τη στασιμότητα να φοβάσαι. Αυτή να την τρέμεις».
Στο βιβλίο παρατίθενται αποσπάσματα από τους διαλόγους του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ από το θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’, για να τονιστεί ακριβώς αυτή η αντίθεση της κίνησης και της ακινησίας. Οι δύο αυτοί άντρες περιμένουν κάτι να συμβεί, κάτι να τους συμβεί ενώ βρίσκονται κάτω από ένα δέντρο. Στο τέλος αποφασίζουν να φέρουν ένα γερό σκοινί για τον προφανή λόγο. Η Αρετή δεν περιμένει, αλλά δημιουργεί. Δημιουργεί τη συνθήκη και έτσι ελευθερώνεται από κάθε της δεσμό. Σπάει τον καθρέφτη της. «Δεν είμαι το παιδί κανενός. Είμαι το παιδί του ίδιου μου εαυτού». Στη φράση αυτή κρύβεται όλη της η δύναμη.
Πόσο Μαρία Γιαννάκη υπάρχει πίσω από την Αρετή; Ποιες είναι οι δικές σου καταβολές;
Την Αρετή την αγαπώ βαθιά, τη συμπονώ και τη θαυμάζω. Είναι ένας χαρακτήρας που έχει πλαστεί μέσα από τις δικές μου ανησυχίες, σκέψεις και εμπειρίες. Η ιστορία της πηγάζει από προσωπικά μου βιώματα, ωστόσο οι εκβολές της δεν καθορίστηκαν από τη Μαρία, αλλά από την Αρετή. Το έργο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυτοβιογραφία. Η Αρετή ακολούθησε τον δικό της μοναδικό δρόμο και είμαι περήφανη για εκείνη. Άλλωστε θεωρώ πως ο κάθε ένας από εμάς λίγο πολύ κρύβει μέσα του μια Αρετή με τα τρωτά και άτρωτα σημεία της. Η Αρετή υποδηλώνει την ίδια τη ζωή σε κάθε της απόχρωση.
Ποια είναι η Μαρία Γιαννάκη;
Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως έζησα στην Αράχωβα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια και τα εφηβικά με βρήκαν στην Ιτέα. Ο πατέρας μου ήταν τραπεζικός υπάλληλος, οπότε έπαιρνε συχνά μεταθέσεις. Η μητέρα μου, αν και λογίστρια, αποφάσισε να αφιερώσει όλον της τον χρόνο στο μεγάλωμά μας. Έχω μια αδερφή, τη Σοφία, δύο χρόνια μικρότερή μου, στην οποία τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία. Σπούδασα στην Αλεξανδρούπολη Παιδαγωγικά, όπου και γνώρισα έναν υπέροχο άνθρωπο, τον καθηγητή Σίμο Παπαδόπουλο, ο οποίος μου άνοιξε τον δρόμο του θεάτρου και της εμψύχωσης. Μαζί του μελέτησα την ιστορία του παιδικού θεάτρου στην Ελλάδα και παρακολούθησα το εργαστήριο του θεάτρου ΠΑΥΣΙΣ. Επαγγελματικά ασχολούμαι με την Ειδική Αγωγή, όπου έχω ολοκληρώσει την εξειδίκευσή μου στο ΕΚΠΑ Πανεπιστήμιο και βρίσκομαι εν μέσω του πρώτου μεταπτυχιακού μου με τίτλο ‘Παιδαγωγική Ψυχολογία και Εκπαιδευτική Πράξη’ στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την τελευταία τελεία μιας ιστορίας, πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος για να ολοκληρωθεί ένα βιβλίο; Τελικά, για τον συγγραφέα υπάρχει τέλος;
Ο δρόμος είναι μαγικός, τόσο γοητευτικός που δύσκολα μπορεί κάτι άλλο να τον συναγωνιστεί. Για εμένα η συγγραφή ήρθε απροσδόκητα. Ένα πρωί ξύπνησα με την πρώτη φράση του βιβλίου μου, η οποία αν και δεν περιλήφθηκε καθόλου στο βιβλίο, ήταν το δικό μου εφαλτήριο. Η συγγραφή με μέθυσε. Πρόσμενα την ώρα της ημέρας που θα έπιανα και πάλι το μολύβι μου. Καμιά έξοδος, εκδρομή, ώρα ύπνου δε θυσιάστηκε για την ολοκλήρωση του έργου μου, εγώ θα έλεγα το αντίθετο μάλιστα.
Η απόφαση της τελείας είναι και αυτή μια πολύ γενναία απόφαση. Δε βάζεις εύκολα τελεία. Η τελεία πονάει κάπως. Το τέλος της διαδρομής είναι λυτρωτικό, όμως δεν παύει να είναι το τέλος. Οι επανεκδόσεις των βιβλίων είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Ακόμα και μετά από χρόνια βλέπεις να επανακυκλοφορούν βιβλία για τον λόγο ότι ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ να βάλει αυτήν την τελευταία τελεία. ‘Όσα δε λέγονται’ είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα και πιστεύω πως όσα χρόνια κι αν περάσουν πάντα θα ανατρέχω στις σελίδες του, θα θέλω ίσως κάτι να βγάλω, κάτι να βάλω, θα το αγαπώ όμως έτσι όπως ακριβώς είναι.
Μαρία Γιαννάκη, πώς ανακάλυψες τη λογοτεχνική σου φύση; Θεωρείς ότι είναι ένα ταλέντο αυτοφυές ή μπορεί να καλλιεργηθεί όπως και τα άλλα αντικείμενα γνωστικών πεδίων;
Κοιτάζοντας πίσω συνειδητοποιώ πως πάντα έγραφα. Για εμένα το γράψιμο ήταν ανάγκη. Ήταν και είναι το νερό μου. Ανέκαθεν με τη σιωπή είχα καλύτερη σχέση. Το γράψιμο είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας, ο οποίος δεν παραβιάζει τη σιωπή. Για εμένα το γράψιμο ήταν τόσο πηγαίο που το θεωρούσα δεδομένο για κάθε άνθρωπο. Πίστευα πώς έτσι όπως αβίαστα μπορούμε να μιλάμε, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε και να γράφουμε. Ωστόσο ακόμα και στο σχολείο υπάρχει ως μάθημα και διδάσκεται η γραπτή έκφραση, σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο. Ίσως είναι πιο περίπλοκος για το λόγω ότι απουσιάζουν από αυτόν τα παραγλωσσικά στοιχεία, όπως είναι η χροιά της φωνής, ο τόνος, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις.
“Ο λόγος εάν δε ρέει αβίαστα μέσα σου δεν είναι αυθεντικός”
Ναι, σαφώς πιστεύω πως ο γραπτός λόγος μπορεί να καλλιεργηθεί και να ανθοφορήσει, όμως εάν δεν είναι ελεύθερος, ακαλούπωτος, εάν δε ρέει αβίαστα μέσα σου, τότε ο λόγος σου δεν είναι αυθεντικός, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φτάσει στο υπέρτατο σημείο του. Το δικό μου έργο είχα την τύχη να διαβαστεί από τον σπουδαιότερο Έλληνα πεζογράφο, τον δάσκαλό μου, τον Βασίλη Βασιλικό, τον οποίο και γνώρισα μέσα από το σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής της Ανοιχτής Τέχνης, με την πολύτιμη αρωγή του οποίου πήρε την τελική του μορφή.
Όχι, σίγουρα όχι φόβος.
Ναι, ίσως, ίσως φοβία.
Πόνος; Όχι τόσο πόνος.
Εγώ θα το έλεγα πενία.
Διάσπαρτο το άρωμα της ποίησης στο βιβλίο «Όσα δε λέγονται». Δώσε μας τα μαγικά στοιχεία που κάνουν τον ποιητικό λόγο, να γεννάει αυτούσια νοήματα μέσα από λίγες λέξεις.
Όταν το συναίσθημα ξεχειλίζει οι λέξεις μόνες τους βρίσκουν τον δρόμο να χτίσουν το δικό τους παλάτι. Ο πλούτος της ελληνικής μας γλώσσας συμβάλλει καθοριστικά σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο πως είμαστε ένας ποιητικός λαός, αρκεί να κοιτάξουμε την ιστορία μας, την παράδοσή μας και τον πολιτισμό μας. Το μικρόβιο της ποίησης ίσως μου το κληροδότησε η μητέρα μου, όπου από μικρή τρύπωνα στα συρτάρια της και κρυφά διάβαζα τα ποιήματά της.
Τι μπορεί, κατά τη γνώμη σου, να προσφέρει το βιβλίο σήμερα, σ` ένα αναγνωστικό κοινό που κατακεραυνώνεται από μεγάλο όγκο νέων εκδόσεων, καθώς κι από παλαιότερα βιβλία ή αποσπάσματά τους, τα οποία κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Το βιβλίο σού ανοίγει νέους δρόμους. Κάθε βιβλίο, κάθε ιστορία έχει κάτι να προσφέρει. Συντροφιά, συναισθήματα, εικόνες, σκέψεις, ερωτήματα, όπως και απαντήσεις. Το βιβλίο κατά τη γνώμη μου σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό και τις ενδόμυχες σκέψεις του. Η ώρα της ανάγνωσης είναι ιερή, τελείται ένα μυστήριο, κάτι μεγαλειώδες γεννιέται μέσα στην ησυχία. Οι λέξεις φτιάχνουν τον δρόμο πάνω στον οποίο ο κάθε αναγνώστης ακολουθεί το δικό του μοναδικό ταξίδι. Ο όγκος της επιλογής είναι δώρο. Δεν με τρομάζει. Πιστεύω πως για κάθε βιβλίο υπάρχει μια θέση ξεχωριστή στην καρδιά κάποιου αναγνώστη. Είναι σημαντικό να δοθεί η ευκαιρία, ο χώρος, το βήμα στους νέους Έλληνες συγγραφείς.
Το βιβλίο για τον αναγνώστη του μπορεί να είναι μια καλή συντροφιά. Στον συγγραφέα , τι μπορεί να προσφέρει εκτός από τη δεδομένη δημιουργικότητα;
Μιλώντας για εμένα το βιβλίο αποτέλεσε κομβικό κομμάτι της ζωής μου. Μέσα από την Αρετή εντόπισα τις δικές μου σκέψεις και ανησυχίες. Εντόπισα τη δική μου δύναμη. Νίκησα τους δικούς μου δαίμονες. Το βιβλίο μού έδωσε φωνή, μια φωνή που δε φοβήθηκε την έκθεση. Πιστεύω πως όλοι οι συγγραφείς μέσα από τους ήρωές τους αναζητούν απαντήσεις στα δικά τους άλυτα ερωτήματα. Ίσως σε αυτά τα ερωτήματα πηγάζει η ανάγκη, γιατί περί ανάγκης μιλάμε, της γραφής.
Μαρία Γιαννάκη μετά από την πρώτη πετυχημένη συγγραφική σου προσπάθεια, το επόμενο έργο θα κινηθεί στις ίδιες συντεταγμένες; Έχει γεννηθεί το επόμενο θέμα , αναζητείται ή θα είναι κάτι που θα προκύψει τυχαία;
Καθημερινά προκύπτουν θέματα με τα οποία καταπιάνομαι. Δεν αναζητώ το θέμα που θα με συνεπάρει, το αφήνω να έρθει να με βρει μόνο του. Την περίοδο της καραντίνας ασχολήθηκα εκτενέστερα με κάτι πιο συγκεκριμένο. Δε θα δώσω όμως πληροφορίες, γιατί ακόμα δεν ξέρω πού θα με οδηγήσει και ως γνωστόν όσα λέγονται δε γράφονται, οπότε προτιμώ να τα γράψω. Επιθυμία θα ήταν να γράψω κάτι εντελώς κόντρα με το ‘Όσα δε λέγονται’, ωστόσο συνειδητοποιώ πως το ύφος μου και ο χαρακτήρας γραφής μου δύσκολα χαλιναγωγούνται. Οπότε ελπίζω το επόμενο έργο μου να είναι μια ευχάριστη έκπληξη και για εμένα την ίδια.
Υπήρξαν και υπάρχουν συγγραφείς που βρίσκονται στην κορυφή της προτίμησης του αναγνωστικού κοινού. Μοιάζουν λίγο με θεούς, αφού έχουν κι αυτοί τη δύναμη να δημιουργούν κόσμους, να μας μεταφέρουν σε άλλες εποχές, να δίνουν απαντήσεις για αρχέγονα ερωτήματα, να ορίζουν την μοίρα των ηρώων τους. Πιστεύεις πως κρατούν οι ίδιοι τα ηνία ή εν τέλει χαλιναγωγούνται απ` τους ήρωές τους;
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ τους συγγραφείς ως μικρούς θεούς. Οι συγγραφείς κατά τη γνώμη μου έχουν ανάγκη να καταλάβουν. Έχουν ανάγκη να βρουν απάντηση στο κάθε ‘γιατί’ τους. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους ήρωές τους, γιατί ίσως οι ίδιοι μόνοι τους δειλιάζουν. Όταν η γραφή είναι ελεύθερη, ο ήρωας σε οδηγεί, σου δείχνει τον δρόμο. Υπογράφεται μια άτυπη συμφωνία μεταξύ συγγραφέα και ήρωα, όπου ο ένας σέβεται τις ανάγκες του άλλου. Όχι, ο συγγραφέας δεν έχει κάποια διαταραχή, απλά την ώρα που γράφει είναι ανοιχτός και ακούει όλες τις εσωτερικές του φωνές.
Ποιος συγγραφέας κρατάει το σκήπτρο της μοναδικότητας για σένα;
Διαβάζω κυρίως Έλληνες λογοτέχνες. Ο Αντώνης Σαμαράκης και η Μαργαρίτα Καραπάνου έχουν ιδιαίτερη θέση στη βιβλιοθήκη μου. Ωστόσο ο άνθρωπος που με σημάδεψε με το έργο του, τον λόγο του, το απίστευτο μυαλό του και την τεράστια καρδιά του είναι ο δάσκαλός μου ο πολυγραφότατος Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος μου άνοιξε τον δρόμο της συγγραφής. Οφείλω ένα μεγάλο Ευχαριστώ, όπως και στην σπουδαία και πολυδιάστατη Μαριέττα Πεπελάση για την αμέριστη υποστήριξη που έλαβα.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά*
Τι απέμεινε στο βλέμμα της Μαρίας Γιαννάκη μέσα από το προσωπικό ταξίδι αυτογνωσίας της;
Το βιβλίο μου «Όσα δε λέγονται» είναι αφιερωμένο στην Αγγελική, με τη βοήθεια της οποίας είδα στο τέλος ‘πιστά’ όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά και τον κόσμο γύρω μου. Χωρίς καμουφλάζ και προσωπεία νιώθεις τόσο εκτεθειμένος, αλλά και τόσο ελεύθερος. Ευγνωμοσύνη, αποδοχή και αγάπη για το κάθε τι που με περιβάλλει, αλλά και για το ό,τι βρίσκεται εντός μου. Το ταξίδι αυτό φώτισε την ψυχή και τη ζωή μου.
Ευχαριστούμε Μαρία Γιαννάκη, κάθε επιτυχία στο βιβλίο σου.
Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου « Όσα δε λέγονται»: Η παιδική ηλικία ενός κοριτσιού σημαδεύεται από την πιο σκληρή απώλεια αυτής της ηλικίας, της απώλειας των γονιών. Ο απότομος χαμός του πατέρα από την επάρατη νόσο και η αργή συντριβή της μητρικής φιγούρας στις μυλόπετρες της κατάθλιψης σημαδεύουν την παιδική ψυχή με τρόπο επώδυνο και ασύμμετρο. Η πιο ανέμελη περίοδος της ζωής μετατρέπεται σε έναν στίβο αντιμετώπισης της απώλειας και της διαχείρισης του πόνου.
*Απόσπασμα από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Τα χέρια», το οποίο παρατίθεται στη σελίδα αφιέρωσης του βιβλίου της Μαρίας Γιαννάκη με τίτλο, «Όσα δε λέγονται»