Πρωινό Δευτέρας, η λιόχαρη μέρα περνά αισιόδοξα μηνύματα, η οχλοβοή κάτω στην Αθανασίου Διάκου δεικτικά το αποδεικνύει, ο κόσμος πραγματικά απολαμβάνει τη θέρμη της καλοκαιριάς. Ο υαλοπίνακας στο γραφείο μου, λούζεται από την φωτοχυσία του χρυσοστόλιστου αστεριού. Φεγγοβολάει ελπίδα ο ουρανός και γέμισε από το ανοιχτό παραθύρι μου οσμές ο χώρος. Φουρνίζει μυρωδάτο ψωμί πάλι από κάτω ο φούρναρης και η μυρωδιά μου τρυπάει τη μύτη. Μοιάζει ο κόσμος όμορφος, ονειρικά πλασμένος.
Τι κρίμα, εγώ φαντάζω στο ιδεώδες αυτό κάδρο σαν η μοναδική παραφωνία. Ένα μάτσο χαρτιά είναι αραδιασμένα πάνω στο γραφείο μου. Το καλάθι κάτω στα πόδια μου είναι κι αυτό γεμάτο από τσαλακωμένες κόλλες Α4. Μαζί και ένα άδειο στραπατσαρισμένο κουτάκι κόκα κόλας που μόλις πριν λίγο στράγγιζα το περιεχόμενό του.
Πλήττω͘ τί πλήττω δηλαδή; βαριέμαι θανάσιμα. Για να περάσει η ώρα, ανατρέχοντας νοερά στο παρελθόν, κάνω μια σύντομη ανασκόπηση της ζωής μου. Τη βρίσκω τόσο πεζή, τόσο κενή από συγκινήσεις. Λείπει ο λυρισμός και το χρώμα από την καθημερινότητά μου. Και το χειρότερο, σαν οι παραστάσεις αλλάζουν και στο μούχρωμα του βίου μου μπούνε από κάποια σχισμή λίγες αχτίδες φωτός, αντί να δώσουν λάμψη στη ζωή μου, είναι και αυτές μικρές και σύντομα η σκοτεινιά μέσα μου μεγαλώνει ακόμα περισσότερο.
Και τι έχω κάνει στη ζωή μου, εγώ ο δύστηνος; Σπούδασα στη Κρήτη λογιστικά και ασκώ το επάγγελμα από πολύ νωρίς. Κάνω λογαριασμούς και δίνω λύσεις στους πελάτες μου μόνο που, στους λογισμούς μου, πάντα έλλειμμα βρίσκω σαν προχωρώ στον απολογισμό του βίου μου. Ναι, είμαι λογιστής του λόγου μου, ένας επαγγελματίας του είδους που ̶ όπως όλοι οι συνάδερφοί μου ̶ έχω, τον τελευταίο καιρό, αναδουλειές. Η κρίση, βλέπεις, σκοτώνει τα καταστήματα και εγκληματεί σε βάρος των επαγγελματιών. Δεν είναι όμως αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα που με απασχολεί.
Οικονομικά είμαι ευκατάστατος, δούλεψα πολύ και καρποφόρησε ο μόχθος μου. Μπορώ να κάνω μια ανάπαυλα, αντέχω! Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός ο πλουτισμός. Άλλα είναι τα σοβαρά, αυτά που κατατρέχουν την ψυχή μου. Είναι εκείνο το προδοτικό, το τόσο γλυκό φιλί που απέσπασα από τα χείλη της Φανής που με στοιχειώνει. Πώς μπόρεσα να το κάνω αυτό; Να επιδείξω τόση ασέβεια, να καταπατήσω τον ιερό και άγραφο νόμο της φιλίας; Δε με αναγνωρίζω!
Στην οθόνη του υπολογιστή μου βλέπω έναν άντρα που γέρνει στο πλάι, σαν να ποθεί να αναπαυτεί, μαξιλαράκι να γενεί η ανοιχτή παλάμη του και να αποκοιμηθεί εκεί, μόνος και έρημος για να πάψει να αντικρίζει το είδωλό του έτσι παρακμασμένο, στην ηλικία των σαράντα χρόνων του, με ύφος κουρασμένο και βλέμμα αποκαμωμένο. Το κλιματιστικό μου, καλοσυντηρημένο τώρα πια, έχει κάνει πάγο τον χώρο όλο. Μόνο που δεν είμαι σίγουρος αν το κρύο οφείλεται στην εντατική χρήση της ηλεκτρικής συσκευής που ρυθμίζει την θερμοκρασία ή στην παγωμένη από συναισθήματα καρδιά μου.
Έχω την τάση να ρευτώ, συνέπεια του ανθρακούχου ποτού που από μικρός είχα τη συνήθεια να καταναλώνω. Καθώς αφήνομαι στη βούληση του οργανισμού μου, έτσι στα ξαφνικά μου έρχονται στο νου τα λόγια του παλιού μας γείτονα, του φιλόσοφου του χωριού μου, του περιβόητου(για μένα) Αναξαγόρα, που έλεγε επιτιμητικά κάθε που άκουγε κάποιον από τους συγχωριανούς του να χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη λέξη: «Ερευγμός, αχρείε! Ερευγμός!»
Και, σαν τον κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό οι συντοπίτες μας, εκείνος τους γυρνούσε την πλάτη, έπινε το καφεδάκι του και διάβαζε ήσυχα-ήσυχα την εφημερίδα του. Κάποτε, με μια κλεφτή ματιά που έριξα, παρατήρησα πως τον ενδιαφέρανε τα θέματα τα διεθνή, δεν ήξερα τότε γιατί. Αργότερα έμαθα͘ και δίκιο πολύ του έδωσα.
Στο μεταξύ πάνε τρεις μέρες που δεν έδωσα σημεία ζωής, απέφυγα να επικοινωνήσω με τον αδερφό μου –αδερφός να σου πετύχει ̶ αλλά και με την Φανή. Τον ένα τον ντρέπομαι, την άλλη τη φοβάμαι. Ναι, φοβάμαι τον εαυτό μου σαν βρεθώ δίπλα της. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσω. Θα καταφέρω άραγε να χαλιναγωγήσω τα πάθη μου; Ποιος ξέρει; Σίγουρα, όμως δεν είμαι έτοιμος να μπω σε τέτοια δοκιμασία.
Μια καλοκαιρινή μπόρα μου αποσπά την προσοχή. Ευτυχώς πρόλαβα να κλείσω το παράθυρο. Διασφάλισα το άβατό μου και άφησα απέξω τους θορύβους και τον δρόλαπα. Γέμισαν δάκρυα τα τζάμια, και οι σιωπές μονιάζουν πιότερο από ποτέ το σώμα με την ψυχή μου. Είναι και οι ψίθυροι που μου τριβελίζουν το κεφάλι. Φωνές διαφορετικές, βαλτές θαρρείς να με τρελάνουν. «Μην χάνεις την ευκαιρία, ανόητε, δεν βλέπεις πως σε θέλει;»
Ο σατανάς μπήκε μέσα μου και εγώ ο άβουλος, δέσμιος του είμαι. Και ύστερα:
«Ούτε να το σκεφτείς! Αυτό το κορίτσι (ακόμα κορίτσι, πάντα κορίτσι, κι ας πλησιάζει τα σαράντα) θα είναι η καταστροφή σου!»
Το κινητό περιστρέφεται αδιάφορα στο αριστερό μου χέρι, στην επιφάνεια του γραφείου, πέφτει καμιά φορά και αμέσως το σηκώνω δίνοντάς του γωνιακή κλίση για να συνεχίσω να το στριφογυρίζω έτσι χωρίς λόγο, μηχανικά. Τρομάζω όταν η δόνηση και ο ιδιαίτερος ήχος ειδοποίησης στο κινητό που ταλαιπωρώ με τα ακροδάχτυλά μου, με ενημερώνει πως έχω ένα νέο μήνυμα. Απρόθυμα σταματάω το παιχνίδι με την τόσο χρήσιμη συσκευή και τη βάζω σε λειτουργία για να δω ποιος είναι και τι θέλει από μένα.
«Αν σε πέντε λεπτά που θα σε ξαναπάρω τηλέφωνο, δεν το σηκώσεις, θα έρθω σφαίρα πρώτα στο γραφείο σου και αμέσως μετά στο σπίτι για να διαπιστώσω αν είσαι καλά. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί μας αποφεύγεις –εννοεί και τη Φανή ̶ , σου κάναμε τίποτα και παρεξηγήθηκες;»
Με συλλαμβάνει απροετοίμαστο. Ούτε δικαιολογία έχω εύκαιρη, ούτε και προετοιμασμένος είμαι να απαντήσω στα ερωτήματά τους, σε περίπτωση που μου κουβαληθούν στο γραφείο. Επιλέγω να απαντήσω στην κλήση που μου κάνει μέσα στο πεντάλεπτο, όπως με είχε προειδοποιήσει. «Συγνώμη φίλε, δεν το σήκωνα γιατί πνιγόμουν από την πολλή δουλειά. Δεν προλάβαινα ούτε στο τηλέφωνο να απαντήσω». Κοιτώ τους άδειους τοίχους ολόγυρα και στη στιγμή αποφαίνομαι πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Αν χρειαστεί θα εφαρμόσω αυτή την τακτική.
«Δεν αφήνεις τις ανοησίες λέω εγώ. Δε μπορούσες να απαντήσεις σε μια κλήση; Πόση ώρα θα σου έπαιρνε δηλαδή; Απαράδεκτος είσαι!»
Φέρνω το αριστερό μου χέρι ανάμεσα στα πλούσιά μου μαλλιά. «Δεν θα πιάσει ο αντιπερισπασμός» σκέφτομαι και αποφασίζω να πάω με τα νερά του:
«Μπορεί να έχεις και δίκιο. Σου ζητώ συγγνώμη, αδερφέ». Ρουθουνίζω ασυναίσθητα. Είμαι σίγουρος πως ο ήχος πέρασε στο ακουστικό του κινητού του.
Καθυστερεί λιγάκι να απαντήσει. Κάτι σκέφτεται. Σύντομα, όμως, αποκρίνεται. «Δεκτή η συγγνώμη σου. Υπό όρους, όμως».
«Για να τους ακούσω…»
«Επειδή καλοκαίριασε για τα καλά, και οι μέρες μεγάλωσαν, είπαμε με την Φανή… Δηλαδή, αυτή είπε, να πάμε ένα ταξιδάκι. Να κάνουμε δηλαδή διακοπές. Όλοι τις έχουμε ανάγκη. Εγώ με τα χωράφια, αυτή με τη δουλειά στην εφορία, εσύ με τον φόρτο εργασίας που έχεις. Χρειαζόμαστε λίγες μέρες ξεκούρασης, δεν το νομίζεις;»
Σιωπώ. Συνειδητά επιλέγω να μην απαντήσω. Το μυαλό μου ταξιδεύει σε κάποια παραλία, σε μια ξαπλώστρα και…και… στο καλλίγραμμο σώμα της Φανής. Αλίμονο, ούτε να το σκεφτώ δε θέλω. Ηλιαχτίδες πέφτουν στον τοίχο απέναντι μου, κρατούν πινέλο και σχηματίζουν μορφές και σχέδια. Εγώ ο δύσμοιρος παραλληλισμούς κάνω με τη φαντασία μου και βλέπω τη σιλουέτα της να λικνίζεται και να με περιγελά. Κρύβεται ο ήλιος πίσω από κάποια σύννεφα, αφανίζονται οι τρεμουλιαστές φωταψίες και εγώ βλέπω το μέλλον μου να σκοτεινιάζει. Κάποτε, απαντάω χαμηλόφωνα, παρατημένα: «Δεν ξέρω, φίλε. Μου το λες και έτσι απότομα. Άστο καλύτερα. Πηγαίντε οι δυο σας. Θα περάσετε πιο όμορφα! Με όλα αυτά που γυρίζουν στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό, δε θα είμαι και η καλύτερη παρέα. Πνίγομαι στη δουλειά».
«Δεν αφήνεις τις βλακείες λέω εγώ, φίλε; Προχθές που τα πίναμε μας έλεγες πως οι δουλειές δεν πάνε καθόλου καλά. Πως η κρίση έχει πλήξει τον κλάδο ̶ δικά σου λόγια χρησιμοποιώ ̶ πως μύγες χτυπάς στο γραφείο και άλλα τέτοια… Λοιπόν, δε θέλω κουβέντα! Αν δεν το κάνεις για μένα, κάνε το τουλάχιστον για τη Φανή. Που συνεχώς με πίεζε αυτές τις μέρες να σου προτείνω να πάμε μαζί διακοπές».
Χίλιες εικόνες περνάνε μπροστά από τα μισόκλειστα και πλανεμένα μάτια μου. Κεντρικό πρόσωπο σε όλες τις απεικονίσεις που αυθαίρετα εισβάλουν στη φαντασία μου, είναι η Φανή. Ένας νυγμός στο στήθος με αφυπνίζει. Αισθάνομαι τα χείλη μου σκασμένα και τα γλείφω. Νιώθω καλύτερα. Τι κρίμα να μην κλείνουν και οι πληγές που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους έτσι απλά.
«Ωραία λοιπόν, πότε λέτε να φύγουμε; Δώστε μου μονάχα λίγα εικοσιτετράωρα καιρό για να κανονίσω τις δουλειές μου, να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες που τρέχουν και είμαι στη διάθεσή σας». Ταράζομαι, φταίνε τα τελευταία λόγια που χρησιμοποίησα. Δε συνάδουν, θαρρώ, με τον ψυχισμό μου. Αφήνουν πολλές υποσχέσεις. Πράγμα που εγώ δε θέλω να συμβεί. «Λανθάνουσα γλώσσα λέει την αλήθεια», μονολογώ με πικρία όταν το τηλέφωνο κλείνει. Αφήνω έναν αναστεναγμό βαθύ και αναρωτιέμαι με τρόμο: «Ταξιδιάρα ψυχή, τί σου μέλει ακόμα;»
Στης Παρασκευής το άγουρο ξύπνημα, στον μολυβένιο ουρανό που συνθλίβει του θέρους τα αρώματα και λυγάει της φύσης τα καινούργια γεννήματα ή που, αν του τη δώσει, με χρυσαφένια κεντήματα θα πλέξει γαλάζιο υφαντό, εγώ ξεκινάω για τη Ζάκυνθο ευδιάθετος. Αν και μέσα μου διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, ευελπιστώ πως ό,τι και να γίνει, οι μέρες που ακολουθούν θα κριθούν και θα κλείσουν από τις δικές μου αποφάσεις και ενέργειες.
Οδηγώ γεμάτος περηφάνεια το καινούργιο μου αυτοκίνητο, ένα Toyota C-HR, η διάθεσή μου ασφαλώς είναι ανεβασμένη. Φοράω ένα μπλουζάκι με μαύρες και μπλε οριζόντιες ρίγες σε στενή γραμμή, ιδανικό για να τονίζει το γεροδεμένο κορμί μου͘(επιλογή απολύτως συνειδητή) και μια γκρι υφασμάτινη βερμούδα, ενώ και τα αθλητικά μου παπούτσια nike έχουν απόχρωση του γκρι. Δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού κάθεται ο κολλητός μου, το ντύσιμό του είναι πιο κλασικό, είναι ντυμένος στα μαύρα, και πίσω μας, στο ενδιάμεσο των δύο μπροστινών καθισμάτων, στέκει η Φανή, που συμπωματικά είναι ντυμένη και αυτή στα γκρι, με ένα ολόσωμο φόρεμα, σε μίνι γραμμή, που της πάει απίστευτα. Με πολύ κόπο καταφέρνω να μη μπω στον πειρασμό και από τον καθρέφτη, με τρόπο, να κοιτάξω τους εντυπωσιακούς γυμνούς της μηρούς.
Κάνουμε δυο στάσεις στους σταθμούς Σ.Ε.Α. για να ξεμουδιάσουμε. Στη δεύτερη ολιγόλεπτή μας ανάπαυλα αγοράζω αραβική πίτα με κοτόπουλο και σος μουστάρδας. Τρώω με όρεξη. Φροντίζω να πιώ μια κόκα κόλα για να με κρατήσει ξύπνιο και βάζουμε μπρος και πάλι για τον προορισμό μας. Ο ουρανός, στο μεταξύ, έχει γίνει καταγάλανος και τα σύννεφα εξαφανίστηκαν. Ευτυχώς κινήσαμε πολύ νωρίς, στις έξι το πρωί, και αποφεύγω την αντηλιά στην οδήγηση. Ακολουθούμε με το αστέρι παράλληλους δρόμους. Μόνο που εγώ μέσα μου κρύβω σκοτάδι, βαθύ και αδιαπέραστο.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής παρατηρώ της ανεμογεννήτριες να γυρίζουν γρήγορα, ταξιδεύουμε με ούριο άνεμο, αποφαίνομαι και βάζω τη μουσική(αγαπημένα 80s) σε μεγαλύτερη ένταση. Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε στη γέφυρα του Ριου-Αντίρριου, ομολογουμένως η Εγνατία και η Ιονία οδός κάνουν τη μετάβασή μας παιχνιδάκι. Τώρα όμως αρχίζουν τα δύσκολα. Η εθνική οδός Πατρών-Πύργου είναι απαράδεκτη, η οδήγηση απαιτεί αυξημένη προσοχή και επίδειξη μεγάλης υπομονής. Εγώ δεν πτοούμαι από τη βραδύτητα, το ρίχνω μάλιστα στο τραγούδι: “Travelling in a fried-out Kombi…
…On a hippie trail, head full of zombie
I met a strange lady, she made me nervous
She took me in and gave me breakfast
And she said
Do you come from a land down under?
Where women glow and men plunder?
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover”
Ο τόνος της φωνής μου είναι τόσο υψηλός που σχεδόν φωνάζω, αυτό όμως διόλου ενοχλεί τον κολλητό μου, που κοιμάται δίπλα μου του καλού καιρού. Αντιθέτως, η Φανή δείχνει ενθουσιασμένη. Στο ρεφρέν του τραγουδιού με σιγοντάρει με την υπέροχη, κελαριστή φωνή της. “Can’t you hear, can’t you hear the thunder? You better run, you better take cover.”
Τα μάτια μου συνέχεια πηγαίνουν στον καθρέφτη και από εκεί στο φωτεινό της πρόσωπο. Ταξιδεύω στους τέσσερις τροχούς και, κοιτώντας την, αλαργεύω στο απαύγασμα της νιότης μου, στην μέθεξη των αισθήσεών μας.
Συνεχίζουμε το τραγούδι: Big in Japan, Cinderella του Martinelli, Cambodia της Kim Wild. Η ψυχολογία μου εκτινάσσεται στα ύψη. Αφαιρούμαι και αφήνομαι στη μελωδική της φωνή. Παραβλέπω την πινακίδα που ενημερώνει πως πρέπει να στρίψω για να κατευθυνθώ προς την Κυλλήνη και συνεχίζω χωρίς να το καταλάβω ευθεία. Κάποτε, μόλις η Φανή τελειώνει μαζί με την Natalia Avelon το Summer Wine, αφυπνίζομαι από της ανεμελιάς την επιπολαιότητα και συνειδητοποιώ πως έχουμε απομακρυνθεί πολύ. Έχουμε πλησιάσει στην Αμαλιάδα.
«Όχι ρε γαμώτο!» αναφωνώ.
Η Φανή αιφνιδιάζεται. «Τι έγινε; Τι έπαθες;»
«Χάσαμε τον δρόμο! Αυτά παθαίνεις αν δεν χρησιμοποιείς το GPS. Να, εκεί κάτω είναι μια καντίνα. Θα σταματήσω να ρωτήσω».
Η Φανή δεν απογοητεύεται, το αντίθετο. Ξεσπάει σε γέλια. «Σε συνεπήρε το τραγούδι μου, ε; Δε μπορείς να το αρνηθείς». λέει αυτάρεσκα.
«Βρε, άντε από δω!» απαντώ καθώς κατεβαίνω από το αμάξι, αφήνοντας αναμμένη τη μηχανή για να ρωτήσω. Μέσα μου, όμως, ξέρω πως έχει δίκιο. Έτσι είναι! Παρεκκλίναμε της πορείας μας σαράντα περίπου χιλιόμετρα. Δεν στεναχωρήθηκα καθόλου, η συντροφιά της θα μπορούσε να με κάνει να γυρίσω όλη τη γη οδικώς. Όπου τουλάχιστον είναι αυτό εφικτό.
Πιάνουμε θέση στους καναπέδες του καραβιού, δίπλα ακριβώς από το μπαρ. Παραγγέλνω κρύα σοκολάτα. Την πίνω στα γρήγορα και σκέφτομαι να βγω έξω, να κάνω μια βόλτα στο κατάστρωμα. Κάποτε, σε ένα ταξίδι μου στην Ύδρα, μια ομάδα από δελφίνια μας ακολουθούσαν για αρκετά λεπτά. Ήταν το πιο απολαυστικό μου βολτάρισμα εν πλω. Κρατιέμαι από την κουπαστή και κοιτώ χαμηλά στα αφρισμένα νερά. Δεν περνάει πολλή ώρα όταν τα χέρια μου, στα μεταλλικά κιγκλιδώματα, αγγίζουν τρυφερά λεπτεπίλεπτα δάχτυλα. Αιφνιδιάζομαι. Στρέφω να δω ποιος έχει τόσο θράσος. Είναι εκείνη. Η ειμαρμένη μου, άραγε;
«Δεν πιστεύω να σε τρόμαξα;» Το χαμόγελό της μαγνητίζει το βλέμμα μου.
«Δε θα το ’λεγα. Απλώς ήμουν λιγάκι αφηρημένος και αιφνιδιάστηκα». Ανταποδίδω το χαμόγελο. Μόνο που το δικό μου είναι κομματάκι αμήχανο.
Μένουμε για λίγο και οι δυο μας αμίλητοι. Στο πέλαγος που προσκυνάει στα πόδια μας, μικροί στρόβιλοι σχηματίζονται, εγώ πάλι ετοιμάζομαι να βρεθώ στο επίκεντρο μιας δίνης που αδύνατο είναι να απεγκλωβιστώ, κι αυτό γιατί μόλις συνειδητοποιώ πως το χέρι της εξακολουθεί να ψαύει το δικό μου. Αναριγώ στην αίσθηση και μόνο της επαφής. Η αύρα της θάλασσας δε στέκει ικανή να με συνεφέρει από το ονειροπόλημα. Μύχιες σκέψεις βασανίζουν το γεμάτο πειρασμούς κεφάλι μου. Η αδήωτη από του έρωτα τα κεντρίσματα καρδιά μου, παιχνίδια δόλια μου παίζει. Ίσως γιατί αυτή που στέκει πλάι μου είναι ο δούρειος ίππος που ικανός είναι να έρθει και να με βγάλει από την ερωτική μου εντροπία.
«Θέλεις να μου βγάλεις μια φωτογραφία;» Μου προτάσσει το χέρι της μαζί με το κινητό. Πόσο σίγουρη είναι θεέ μου πως θα υπακούσω στα κελεύσματά της;
«Με μεγάλη μου χαρά!» Απαντώ την ώρα που τα χέρια μου παίρνουν φωτιά. Την τοποθετώ σε διάφορα σημεία του πλοίου και εκείνη παίρνει υπέροχες πόζες που αποτυπώνονται στον φακό και αποθηκεύονται στην κάρτα μνήμης του κινητού της. Αντίζηλος γίνομαι της συσκευής και προσπαθώ να εντυπώσω την εικόνα της στη δική μου ταπεινή μνήμη που την αμαυρώνουν οι πληγές του χρόνου. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε μια ώρα και ένα τέταρτο. Βιαστικά μπήκαμε στο σαλόνι του πλοίου και με δυσκολία ξυπνήσαμε τον φίλο μου για να φύγουμε. Η καταπόνηση από την εργασία στους αγρούς είναι εμφανής στα αδρά χαρακτηριστικά του. Με θλίβει για πολλούς λόγους η αδυναμία του να συνέλθει από τον λήθαργο. «Όλη την ώρα κοιμάται, ο φουκαράς…»
«… και η τύχη του δουλεύει!» συλλογιέμαι κάπως κακόβουλα.
Η Φανή μερίμνησε να κλείσουμε δυο διπλανά δωμάτια, σε ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων καταλυμάτων, στο Τσιλιβί. Η επιλογή της είναι σπουδαία. Η θάλασσα δεν απέχει ούτε εκατό μέτρα. Η Φανή, το απωθημένο των παιδικών μου χρόνων(και όχι μόνο των παιδικών) μας καλεί να μη χάσουμε τη μέρα. Εγώ, αν και κατάκοπος, συναινώ. Είμαι ο μόνος. Ο κολλητός μου δε δείχνει την ίδια προθυμία.
«Πηγαίνετε μόνοι σας. Θέλω να κοιμηθώ λιγάκι. Αισθάνομαι τόσο κουρασμένος…» στρέφεται προς το μέρος μου και συνεχίζει. «Να μου την προσέχεις, ε;»
Έβαλες τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, σκέφτομαι και επινεύω απρόθυμα και γεμάτος ενοχές. Στην αμμουδιά ρίχνουμε δυο πετσέτες και απάνω τους ακουμπάμε από έναν μικρό σάκο. Όταν βγάζει το γεμάτο λουλουδένιες παραστάσεις λεπτό της φόρεμα, μένω έκθαμβος από το θέαμα που αποκαλύπτεται στα δύσμοιρα ματάκια μου. Η εμφάνισή της μοιάζει με οπτασία και διεγείρει την φαντασία μου. Όσο κι αν προσπαθώ αδύνατο είναι να αποτραβήξω τα μάτια μου από πάνω της. Για να αποφορτίσω λιγάκι την υπερένταση που εμφανής είναι στο σώμα μου, βιαστικά μπαίνω στη θάλασσα και χωρίς να χρονοτριβώ κάνω μια βουτιά.
Κινούμαι όπως πάντα στα τυφλά. Βγαίνω στην επιφάνεια και τρίβω τα μάτια μου. Δεν προλαβαίνω καλά-καλά να ανακτήσω την όρασή μου, όταν τη βλέπω να έρχεται με μικρές απλωτές προς το μέρος μου. Αδυνατώ να αντιδράσω, όχι ότι θέλω δηλαδή να αντισταθώ. Τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και τινάζει το σώμα της προς τα πάνω. Τα πόδια της διπλώνουν στη μέση μου. Εκστασιασμένος νιώθω το σώμα μου να παραλύει. Λίγο ακόμα και θα χάσω τον έλεγχο τον κινήσεών μου. Είμαι σίγουρος πως έχει γίνει αισθητή η επιρροή που μου ασκεί. Προσπαθώ να αποτραβηχτώ για να μην έρχεται σε επαφή το κορμί της με το μαγιό μου. Ντρέπομαι πραγματικά.
Ευτυχώς που απομακρύνεται από κοντά μου και μου δίνει χρόνο να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου. Παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, με προκαλεί με τρόπο επαίσχυντο, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των λουόμενων με ριπίζει με νερά, με αγκαλιές που δε συνάδουν στη φιλική μας σχέση, αλλά κυρίως με φιλήδονες ματιές, με αγγίγματα σε σημεία απόκρυφα και αλλαγές στην χροιά της φωνής της. Καταβάλλω υπεράνθρωπη προσπάθεια να μην ενδώσω. Λίγο ακόμα αν μείνουμε μόνοι θα τα καταστρέψω όλα! Δε λησμονώ πόσες ενοχές μου γέννησε το φιλί μας. Είμαι συντετριμμένος. Τη θέλω τόσο πολύ…αλίμονο! Πως με πιλατεύεις τόσο, θεέ μου;
«Τι λες να φύγουμε; Άρχισα να κρυώνω. Άσε που με έχει πιάσει μια πείνα διαβολεμένη».
Τα μάτια της πεταρίζουν. Είναι εμφανώς θυμωμένη. «Τι κρίμα που δε μπόρεσα να σου μεταλαμπαδεύσω λίγη από τη θέρμη μου… Ας φύγουμε λοιπόν, κρυόπλασμα, αν έτσι θέλεις». Σηκώνει τα χέρια ψηλά και μετά τα κατεβάζει απότομα, είναι μια μορφή αποδοκιμασίας και αυτή.
Μέσα μου βράζω. Μου έρχεται να την αρπάξω και να τη ρίξω στην αμμουδιά. Εκεί θα της έδινα να καταλάβει πως είναι κακό πράγμα να παίζεις με τη φωτιά. Αλλά ας όψεται που έχω αναστολές.
Κάνω ένα μπάνιο στα πεταχτά, φοράω ένα κόκκινο πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι και είμαι έτοιμος για τη νυχτερινή μας εξόρμηση. Ένα γεύμα δηλαδή και τίποτα περισσότερο. Η σπιτονοικοκυρά μας συμβουλεύει να μη τρώμε όπου να ναι και μας προτείνει δυο μαγαζιά όπου το φαγητό είναι εξαιρετικό. Δυστυχώς δεν καταφέρνουμε να τα βρούμε. Έτσι πηγαίνουμε κάπου στην τύχη. Επιλέγουμε ένα κατάστημα εστίασης, ελαφρώς υπερυψωμένο, που βλέπει στον κεντρικό δρόμο. Είναι άλλες δυο παρέες σε διπλανά τραπέζια. Μας περιστοιχίζει σχεδόν αμέσως ένας λευκός γάτος, νιαουρίζει επιζητώντας λίγο φαγητό.
Παραγγέλνω ένα γύρο και ένα μπέργκερ. Χμ, για τον γύρο δεν έχω να πω πολλά, τον έφαγα με τα χίλια ζόρια, για το μπέργκερ, όμως, δε μπορώ παρά να κάνω ειδική μνεία. Τιμήθηκε δεόντως. Από τον γάτο! Από την πρώτη μπουκιά ακόμα κατάλαβα πως αυτό το πράγμα δεν τρώγεται. Όχι από άνθρωπο τουλάχιστον. Μύριζε και κολλούσε το τυρί πάνω στο κρέας. Δεν βαριέσαι…έκανα, μετά από αυτό ένα φίλο.
Τον γάτο! Τα προβλήματά μου όμως δεν σταματούνε στις γαστρονομικές μου παραξενιές. Νιώθω ανάμεσα στα σκέλια μου ένα πόδι να με θωπεύει. Κοιτώ τη Φανή με γουρλωμένα μάτια, της ρίχνω καυστικές ματιές και κάνω στα κρυφά μερικά νοήματα για να σοβαρευτεί. Αδιαφορεί. Δείχνει κυριολεκτικά να το διασκεδάζει.
«Τι έχεις και κουνιέσαι, αδερφέ; Σε ενοχλεί κάτι;»
«Κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και ξεροψήνομαι!» απαντώ χωρίς να δείχνω πως δυσανασχετώ.
Με κοιτά παραξενεμένος. Που να καταλάβει ο έρμος; Μόλις γυρίζει το βλέμμα του αλλού, κατακεραυνώνω τη Φανή που σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. Αγανακτισμένος, στην πραγματικότητα τρομαγμένος για την αδυσώπητη μάχη που γίνεται μέσα μου και την αμφίβολη έκβασή της, εντελώς απροειδοποίητα σηκώνομαι και τους φέρνω προ τετελεσμένων.
«Είμαι πτώμα, παιδιά. Επιτρέψτε μου να πάω για ύπνο».
Η Φανή πέφτει από τα σύννεφα. Δαγκώνει τα χείλη και δε βγάζει μιλιά. Ο κολλητός μου, γεμάτος κατανόηση, αποδέχεται την επιθυμία μου και με εγκαρδιότητα με καληνυχτίζει.
Ο γάτος εκτίμησε τόσο πολύ τη μεγαθυμία μου που με πήρε στο κατόπι. Αναγκάστηκα στα μέσα της διαδρομής να τον διώξω, με ένα μου απότομο χτύπημα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Από ένα μίνι μάρκετ αγοράζω μια εξάδα μπύρες. Βαδίζω μόνος σε σκοτεινά μονοπάτια και ο δρόμος με βγάζει στην ακροθαλασσιά. Κάθομαι σε ένα στεγνό σημείο της αμμουδιάς και παρακολουθώ με βλέμμα απλανές τη θάλασσα. Ο φλοίσβος συντροφεύει τις μοναχικές στιγμές μου.
Ο ελαφρύς παφλασμός των κυμάτων, σαν σκάνε στη χρυσή άμμο, εγκυβωτίζει τις σκέψεις μου και σιγά σιγά το θυμικό μου, παγιδευμένο στην άπνοια, για να αποδράσει τρέχει σε στιγμές αλλοτινές, ίσως πιο χαρμόσυνες. Ήταν μια εποχή που η αναβλητικότητά μου μετατρεπόταν σε ενέργεια, με απρόβλεπτη βέβαια κατάληξη αλλά ακόμα και έτσι υπήρχε δράση. Τώρα θαρρώ πως έχω πέσει σε νάρκη. Ξεφυσάω απογοητευμένος, έχω πιεί ήδη τρεις μπύρες αλλά η διάθεσή μου δε λέει να φτιάξει.
Χωρίς να το περιμένω, αιφνιδίως, παρουσιάζεται δίπλα μου μια ολιγομελής παρέα Άγγλων, κατάξανθοι και οι τρεις τους. Στήνω αυτί και τους ακούω να μιλάνε για το κλίμα της Ελλάδος και τον ερωτισμό που αποπνέει. Είναι καμιά δεκαριά χρόνια μικρότεροί μου και εύθυμοι χαρακτήρες όπως διαπιστώνω. Στιγμή δεν σταματούν να γελάνε και να φλυαρούν. Δεν περνάει πολλή ώρα όταν η μια κοπέλα και το αγόρι αρχίζουν να ερωτοτροπούν. Αγκαλιασμένοι κυλιούνται στην άμμο και πολύ σύντομα, αφαιρώντας τον βραχνά που τους ενοχλεί, όλα τους τα ρούχα δηλαδή, μένουν εντελώς γυμνοί. Ο άντρας πιάνει από το χέρι τη νεαρή Αγγλίδα και την παρασύρει στη θάλασσα. Χάνονται στη σκοτεινιά και στα καθρεφτίσματα των νερών, μόλις που ακούω τα χαχανητά τους.
Το βλέμμα μου έχει αναγκαστικά πέσει στη δεύτερη κοπέλα που έχει απομείνει μονάχη της, στην ακρογιαλιά. Με έκπληξη ανακαλύπτω πως και εκείνη ρίχνει διαρκώς ματιές προς το μέρος μου. Μη έχοντας κάτι άλλο να κάνω, χαμογελάω κάπως συνεσταλμένα. Το παιχνίδι των βλεμμάτων δεν κρατάει πολύ. Αφού προηγουμένως της προσφέρω μια μπύρα, παίρνω την πρωτοβουλία να της μιλήσω. Πασχίζω να στρέψω την προσοχή μου κάπου αλλού και όχι στη Φανή.
Ένα ελαφρύ αεράκι ανασηκώνει τα χρυσαφένια της μαλλιά, κάτω από το θαλασσί μαντήλι που τα καλύπτει, και μου δίνει την ευκαιρία να θαυμάσω ακόμα καλύτερα τα μάτια της. Γκρίζα και πράσινα μαζί, με θέλγουν έντομα. Είναι πραγματικά πολύ όμορφη, από όσο μπορώ να κρίνω, μέσα στο λυκόφως. Το νερό χαϊδεύει την άμμο και εγώ ασυναίσθητα τα μαλλιά μου. Συνεχίζουμε να μιλάμε για λίγο περί ανέμων και υδάτων, βοηθάνε και οι συνθήκες, και έτσι στα ξαφνικά, δίχως να το καταλάβω, βρισκόμαστε με τα χείλη σφραγισμένα, με τα χέρια ενωμένα και σε πολύ λίγο μένουμε έτσι ακριβώς όπως ήρθαμε στον κόσμο. Και καθώς έχουμε απεκδυθεί από ηθικούς φραγμούς και πάσης φύσεως δεσμεύσεις, νιώθω τη φύση μου να με καλεί.
Εκστασιασμένος, αρπάζω την Helen και τη σηκώνω στους ώμους μου. Κατευθύνομαι στο νερό. Είναι δροσερό αλλά δεν καταφέρνει να κατευνάσει το πάθος μου. Το ντελικάτο της κορμί, παραδομένο, βρίσκεται στο έλεός μου. Πέφτουμε με ορμή στη θάλασσα, αφιερώνουμε πολλή ώρα ο ένας στον άλλο. Πραγματικά διασκεδάζουμε. Είναι αναπόφευκτο να ενωθούμε σωματικά. Είμαστε μόνοι και μας χαρακτηρίζει ασίγαστος πόθος. Φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπό της, το ψηλαφίζω σαν αμύθητο θησαυρό, νιώθω πιο έτοιμος από ποτέ. Τα χέρια μου συνεχίζουν το παιχνίδι των αισθήσεων, λύνουν το μαντήλι στο κεφάλι της και ανακαλύπτουν τις ομορφιές των μαλλιών της. Μένω άγαλμα! Μα πως μπορεί να είναι τόσο όμορφη, ίδια με, με…θεέ μου!
Ανάκατα τα μαλλιά της, μπλεγμένα τα όνειρά μου…