Ο Ανδρέας Μαθιός μιλά για το βιβλίο του “Λύσσα”

Ο Ανδρέας Μαθιός γεννήθηκε και μεγάλωσε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας. Το 2003 ο Ανδρέας Μαθιός εισήχθη στο ΑΠΘ όπου σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός, ενώ παράλληλα ήρθε σε επαφή με την αργυροχρυσοχοΐα στο πλαίσιο εργασίας. Το 2011,ο Ανδρέας Μαθιός παντρεύοντας τη μηχανική με το κόσμημα, ανοίγει το ομώνυμο εργαστήριο χρυσοχοΐας στο Σύνταγμα, όπου ως σήμερα παρέχει μοντέρνες κι εξατομικευμένες υπηρεσίες σχεδιασμού υψηλής αισθητικής κοσμήματος. Η αγάπη του Ανδρέα Μαθιού για τη λογοτεχνία και τα σενάρια τρόμου τον οδηγούν στη συγγραφή πολλών αδημοσίευτων μικρών ιστοριών, με αποκορύφωμα την πρώτη ολοκληρωμένη του προσπάθεια, το μυθιστόρημα τρόμου, «Λύσσα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

“Λύσσα”είναι ο τίτλος του βιβλίου τρόμου του Ανδρέα Μαθιού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

Σήμερα στη στήλη των συνεντεύξεων ο Ανδρέας Μαθιός είναι μαζί μας και μας μιλά για το βιβλίο του “Λύσσα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

Επιμέλεια συνέντευξης Βασιλική Ευαγγέλου-Παπαθανασίου

Advertising

Advertisements
Ad 14

Μια πνευματική δουλειά, μια ιστορία σας που πήρε σάρκα και οστά και έγινε βιβλίο ποια είναι τα συναισθήματά σας;

 

Είμαι γενικά άνθρωπος της δημιουργίας. Όπως κι η «πρωινή» μου δουλειά, η χρυσοχοΐα, έτσι κι η συγγραφή ξεκινά από μια ιδέα, από μια σκέψη, από ένα όνειρο ίσως. Μέσα από μια διαδικασία δημιουργική, καθόλα εσωτερική και πολλές φορές άκρως μοναχική, αυτή η ιδέα προχωρά, ωριμάζει κι αποκτά συγκεκριμένο ύφος, πρωταγωνιστές, σκηνικά, συναισθήματα. Ο συγγραφέας, με άλλα λόγια, δημιουργεί μια παράλληλη πραγματικότητα, στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος σε κάποιο βαθμό. Μοιραία, όταν το αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης μετουσιώνεται σε απτό αντικείμενο, όπως ένα βιβλίο, μόνο περηφάνεια και συγκίνηση μπορεί να νιώσει κανείς.

Μαθιός

«Λύσσα». Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

Advertising

Πρόκειται για μια μεταποκαλυπτική περιπέτεια τρόμου η οποία λαμβάνει χώρα κυρίαρχα στην Αττική αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Στα αγγλικά, θα το λέγαμε post zombie apocalyptic novel. Εξ΄όσων γνωρίζω, είναι η πρώτη ελληνική κι ελληνόφωνη προσπάθεια σε μυθιστορηματικό επίπεδο κι αυτό και μόνο του συνιστά μια πρωτοτυπία. Σε αδρές γραμμές, η χώρα μας πλήττεται από τη ραγδαία εξάπλωση ενός συνθετικού ιού που μόλυνε τους κεντρικούς ταμιευτήρες πόσιμου νερού της Αττικής, με συνέπεια όποιος έρχεται σε επαφή με αυτό, να μολύνεται και να πεθαίνει μέσα σε αγωνία και πόνο. Ο θάνατος, όμως, είναι παροδικός, καθώς ο μολυσμένος φαινομενικά επανέρχεται στη ζωή, χωρίς όμως την ανθρωπιά του, την ψυχή του, την ταυτότητά του, το μυαλό του και τις μνήμες του. Επανέρχεται ως μια οντότητα που έχει μόνο ένα σκοπό –που δυστυχώς και με τα της πανδημίας μάθαμε όλοι μας λίγο ως πολύ– αυτό του να διασπείρει τον ιό σε όλο και περισσότερους υγιείς ανθρώπους. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος στρέφεται ενάντια στον άνθρωπο έτσι ώστε στο τέλος να κυριαρχήσει το σκοτάδι, ο τρόμος κι ο θάνατος. Παρακολουθούμε τον αγώνα επιβίωσης του ήρωά μας, του Νίκου Μέλλου, και της υπεράνθρωπης προσπάθειάς του να σωθεί ο ίδιος κι η οικογένειά του. Στην πορεία του, συναντά τη συνοδοιπόρο του Σία και μαζί με άλλους επιζώντες μάχονται κατά των ορδών νεκροζώντανων που τους καταδιώκουν, αλλά και του χρόνου, μιας και μια τέτοια απειλή για την ανθρωπότητα πρέπει να παταχθεί άμεσα κι ολοκληρωτικά έτσι ώστε να μη διαρρεύσει η μόλυνση κι η καταστροφή στον υπόλοιπο πλανήτη.

 

Νίκος Μέλλος. Ένας ρημαγμενος ψυχολογικά ήρωας γίνεται πρωταγωνιστής σας. Γιατί σας κέρδισε η προσωπικότητά του;

Αντιδρώ αρνητικά στο μοτίβο του κλασικού ήρωα. Αυτού, του νεαρού, συνήθως, άνδρα, ο οποίος είναι πανέξυπνος, με άγρια αρρενωπή κι όχι επιτηδευμένη ομορφιά, υπερεπιτυχημένος, που τυγχάνει της απόλυτης αποδοχής του κύκλου του, του βασανισμένου ερωτικά, ενδεχομένως με δεδηλωμένη εξάρτηση στο αλκοόλ ή άλλες ουσίες και που ταυτόχρονα, εντελώς παράδοξα, μπορεί να είναι εξαιρετικά λειτουργικός και να επιφέρει πάντα την καίρια τομή κι εξέλιξη στη δράση ενός έργου. Με ενοχλούν, εν ολίγοις, οι αυτάρεσκοι ήρωες-άνθρωποι. Αυτοί που –είτε συνειδητά είτε όχι– πάνω τους εμείς οι συγγραφείς πολλές φορές θέλουμε να προβάλλουμε τον εαυτό μας και το ποιοι δεν είμαστε και ποιοι θα θέλαμε να γίνουμε.

Επιλέγω να ταυτίζομαι με τον αντιήρωα. Με αυτόν τον καθημερινό άνθρωπο ο οποίος αγωνιά κι αγωνίζεται. Που δεν του χαρίζεται τίποτα, μα διεκδικεί τα πάντα. Αυτού που έχει χάσει πολλά στην πορεία και που κινδυνεύει να χάσει τα πάντα, αν πάρει μια έστω και μια λάθος απόφαση. Αυτού που ο πόνος έχει «γράψει» στο κορμί του κι έχει κάνει ειρήνη με το σκοτάδι μέσα του. Αυτού που το πρόσωπό του μοιάζει με όλα τα χιλιάδες εκείνα πρόσωπα που συναντά κανείς στο διάβα του καθημερινά, μα και που ξεχωρίζει διακριτά από όλα αυτά.

Advertising

Ο Νίκος είναι ένας τέτοιος αντιήρωας. Στο ξεκίνημα ενός πολέμου, σίγουρα δεν θα τον επέλεγε κανείς για συμπολεμιστή του, οπτικά και μόνο. Όμως πάνω από τον ηρωισμό και την εικόνα, είναι το κίνητρο και τα ιδανικά. Κι αυτός ζει και ορίζεται από αυτά. Δεν βρίσκω τίποτα πιο ευγενές για έναν άνθρωπο να υπακούει στην εσωτερική του πυξίδα και να θυσιάζεται για τις αξίες του. Για την οικογένειά του, για την ασφάλειά του, για την ειρήνη, για την επιβίωση.

Διαβάστε επίσης  Το Καϊντάν του Λευκάδιου Χερν: Μύθοι, θρύλοι και ιστορίες για παράδοξα

 

Πόσο πολύ σας άγγιξε η συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;

Η συγγραφή της «Λύσσας» συνέπεσε με τεράστιες αλλαγές σε προσωπικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο. Η «Λύσσα» είναι συγγραφικό προϊόν της πρώτης χρονικά καραντίνας του κορωνοϊού. Τότε που όλοι κλειστήκαμε στα σπίτια μας φοβισμένοι για τo «θαυμαστό» καινούριο κόσμο που αντιμετωπίζαμε και που επρόκειτο να μεταβάλλει τα πάντα σχετικά με την κοινωνικότητά μας και τις ανθρώπινες σχέσεις. Επίσης, κατά την περίοδο εκείνη, η σύζυγός μου ήταν έγκυος στον γιο μας κι υπό αναστολή εργασίας, όπως φυσικά κι εγώ, που για πρώτη φορά στη ζωή μου έμενα χωρίς εισόδημα κι ανενεργός. Αυτό το μίγμα καταστάσεων μαζί με την ανασφάλεια που με διακατείχε – το παιδί μου θα έρχονταν σε ένα κόσμο αλλοιώτικο από αυτό που εγώ ξέρω και μπορώ να αντιμετωπίσω, όπως επίσης θα γεννιόταν σε μια οικογένεια που ως ελεύθερος επαγγελματίας, είχα να δουλέψω δυόμιση μήνες – λειτούργησε ευεργετικά, τολμώ να πω, ως προς την απόδοση μιας γενικής καταχνιάς, ενός σκοτεινού πέπλου, μιας απελπισίας, μιας αίσθησης μάταιου που ήθελα να έχει η περιγραφή μου. Με άλλα λόγια, η «Λύσσα» ήταν η εξωτερίκευση της «μαυρίλας» που είχα μέσα μου κι έτσι, ψυχοθεραπευτικά, όταν η συγγραφή ολοκληρώθηκε, αυτή η μαυρίλα –σε μεγάλο μέρος της τουλάχιστον– έμεινε στο γραπτό κι όχι μέσα μου.

 

Μυθιστόρημα τρόμου, είναι η πρώτη σας συγγραφική προσπάθεια. Γιατί τρόμου; Ο κορωνοϊος μήπως ήταν η έμπνευση;

Advertising

 

Η «Λύσσα» σαν ιδέα υπήρχε στο μυαλό μου από το 2010, ίσως και παλαιότερα. Προφανώς όχι στη μορφή που εν τέλει εκδόθηκε, αλλά οι βασικές γραμμές, οι ήρωες, οι διαδρομές αλλά κι οι κύριες εικόνες και σκηνές υπήρχαν για καιρό. Μέχρι και την πρώτη καραντίνα δεν είχα βρει ποτέ όμως το χρόνο, την επιμονή, την υπομονή, την ωριμότητα αλλά και τη δέσμευση απέναντι στην ιστορία μου να «στρωθώ» στη συγγραφή. Ο κορωνοϊός, κακά τα ψέματα, μου έδωσε την ευκαιρία να βρω την ησυχία και, συνδυαστικά με όσα ανέφερα και παραπάνω, να καταφέρω να γράψω το βιβλίο μου με τον τρόπο και με το ύφος που ήθελα πάντα. Κακά τα ψέματα, κι ενώ έχω στα κιτάπια μου τουλάχιστον άλλες 4-5 ιστορίες που αναμένουν να ζωντανέψουν, αρχικά στον υπολογιστή μου ως αράδες κι μετέπειτα, αν πραγματικά αξίζουν, να μετουσιωθούν σε βιβλία, επέλεξα τον τρόμο γιατί αυτό το συναίσθημα κατά τη φάση αυτή μπορούσα να υπηρετήσω καλύτερα, ίσως γιατί το ένιωθα κι εγώ.

 

Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που έφερε τη σύλληψη της συγκεκριμένης ιστορίας;

Αγαπώ τη zombie culture και οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτή. Ενώ πρόκειται για ένα ευρύτατο μέρος της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας, αντιμετωπίζεται από το mainstream κοινό, και δεν το λέω δεικτικά, ως υποκουλτούρα, με την αρνητική χροιά του όρου. Ως κάτι το αφελές, το παιδιάστικο. Και δεν τα βάζω με τον κόσμο που το βλέπει έτσι, καθώς έχουμε δει δεκάδες «σκουπίδια», αν μπορώ να το θέσω έτσι, σε κάθε καλλιτεχνικό παρακλάδι με αυτή τη θεματολογία. Έχουμε δει όμως και διαμάντια. Αντιμετωπίζω την Αποκάλυψη σαν ένα κουμπί επαναφοράς. Ένα κουμπί που όταν πατηθεί, ο κόσμος μας, οι αντιλήψεις μας, οι κοινωνίες μας, τα ιδανικά μας, το είναι μας, θα είναι όλα πολύ διαφορετικά. Και προσωπικά, δεν έχω γνωρίσει στη ζωή μου ούτε έναν σκεπτόμενο, ευαίσθητο άνθρωπο που έστω και για κλάσματα του δευτερολέπτου να μην έχει φαντασιωθεί τον κόσμο γύρω του να καταρρέει, να καταστρέφεται. Ναι, αυτόν τον κόσμο που τον απέρριψε, που τον έκανε να αισθανθεί ντροπή, που τον έκανε να βγει εκτός του κοινωνικού πλαισίου, που τον έκανε να φοβάται. Το τέλος του κόσμου, για έναν τέτοιον άνθρωπο, συνιστά ως και λύτρωση, υπό την προϋπόθεση φυσικά πως μεταποκαλυπτικά θα ζει ο ίδιος. Κι εφόσον ζει, και με τον κόσμο σε στάχτες, θα έρθει αυτός να βάλει πλέον νέες νόρμες, νέους κανόνες, να εγκαθιδρύσει νέα ήθη κι έθιμα, πιο δίκαια από αυτά που συντηρούσε ο κόσμος που μόλις κάηκε. Θα έρθει αυτός, ο παρίας, ο απόκληρος και πάνω στα αποκαϊδια του παλιού κόσμου θα θριαμβεύσει. Για τον λόγο αυτό, τέτοιου τύπου σενάρια κι αναγνώσματα τυγχάνουν συγκλονιστικής αποδοχής. Γιατί μέσα από την τέχνη, η καταστροφή μένει σε αυτή, σε επίπεδο ελεγχόμενο, φανταστικό, ακίνδυνο κι επιτρέπει σε όποιον νιώθει αδικημένος από το ισχύον κοινωνικό/πολιτικό/οικονομικό πλαίσιο να φανταστεί ένα αύριο πιο προσιτό για τον ίδιο, χωρίς τις «παλιές» αδικίες.

 

Πώς επιλεξατε το θέμα που θα κάνετε μυθιστόρημα;

Advertising

Έχοντας μεγαλώσει με τα Video games των 90s γύρω από τα zombie και την όλη κουλτούρα, μου ήταν πολύ εύκολο να «παίξω» με τη σημειολογία αυτή. Γιατί προφανώς και δεν υπάρχουν ζόμπι και κανίβαλοι νεκροζώντανοι, εξού και προσπάθησα καθ’ όλη μου την αφήγηση να δώσω όσο το δυνατό μεγαλύτερη αληθοφάνεια στις περιγραφές αλλά και να αιτιολογήσω (ψευδο)επιστημονικά πως θα μπορούσε μια τέτοια ανθρωπιστική καταστροφή να συμβεί. Κι εκεί νομίζω πως βρίσκεται κι η διαφορά της «Λύσσας» απ’ ό,τι συναφές έχω διαβάσει ή δει κατά το παρελθόν. Δεν πάτησα, δηλαδή, στον εύκολο δρόμο της περιγραφής splatter, αλλά προσπάθησα να δώσω λογοτεχνικότητα σε κάτι αρκετά μακρυά από ένα κλασικής θεματολογίας μυθιστόρημα. Κι αυτό ήταν ένα στοίχημα που εύχομαι να το κέρδισα. Το ζόμπι, σημειολογικά, για μένα τουλάχιστον, είναι ο άμυαλος, ο ανόητος, ο πεισματάρης, ο εγωιστής που θέλει να με βάλλει σε κάθε επίπεδο της ύπαρξής μου. Κι όταν πολλοί τέτοιοι μαζεύονται, τότε η προσβολή κι η απειλή είναι μεγαλύτερη. Δηλαδή, με όχημα τον τρόμο και την παραβολή των ζόμπι, προσπαθώ να περάσω μηνύματα κοινωνικού χαρακτήρα, όσο κλισέ κι αν αυτό φαντάζει.

Διαβάστε επίσης  Φωτεινή Βελεσιώτου:"Όλα είναι κύκλος"

 

Ποια πιστεύετε ότι είναι η δύναμη του συγγραφέα και ποια η δύναμη του βιβλίου;

 

Αν μιλάμε αυστηρά καλλιτεχνικά, ο καλλιτέχνης είναι τόσο δυνατός όσο δυνατή είναι κι η δημιουργία του. Κι ας μην αποτιμάται αυτό σε χρήμα, δόξα, φήμη, αποδοχή. Αυτός ξέρει κι είναι ικανοποιημένος και μόνο που κατάφερε να επικοινωνήσει με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρεί πιο γόνιμο για τον ίδιο. Αν πάλι μιλάμε σε μια πιο καθημερινή, υλιστική, οικονομική βάση, τότε εδώ μάλλον θα γίνω δυσάρεστος. Είμαι σίγουρος πως αν ρωτήσω εκατό τυχαίους ανθρώπους στον δρόμο αν μπορούν να μου δώσουν τρία ονόματα υπερτιμημένων καλλιτεχνών, θα πάρω τριακόσιες διαφορετικές απαντήσεις για ανθρώπους που τυγχάνουν δημοσιότητας, υπερέκθεσης, οικονομικής ευχέρειας. Ανθρώπους για τους οποίους σιωπηρά ίσως όλοι αναρωτιόμαστε «μα γιατί αυτός είναι επιτυχημένος;». Εδώ, λοιπόν, μπαίνει το επιχειρείν στην τέχνη και συχνά, όταν αυτό έρχεται, η τέχνη φεύγει. Κι αφού μιλάμε για βιβλίο, έχω διαβάσει συγκλονιστικά μυθιστορήματα από συγγραφείς που κανείς και να ψάξει, δεν θα τους βρει κι έχω αγοράσει, υποτίθεται παγκόσμια best sellers με διθυραμβικές κριτικές, που δεν κατάφερα να διαβάσω ούτε δύο κεφάλαια. Κι όμως, ο κόσμος δεν ξέρει τον συγγραφέα της πρώτης περίπτωσης. Του επιβάλλεται όμως, εμπορικά, να γνωρίζει και να αποδέχεται το δεύτερο. Ποιος τελικά καθορίζει την αξία ενός βιβλίου; Η ίδια η ιστορία; Το πρόσωπο πίσω από αυτή; Ή το marketing;

 

Πιστεύετε ότι τα βιβλία έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου;

Advertising

Ένα καλό βιβλίο, και το πόσο καλό είναι ένα βιβλίο το καθορίζει κανείς μόνος του και με τα δικά του κριτήρια, αποτελεί ένα μοναδικό καταφύγιο. Μια τέλεια παρέα. Μια τεράστια δεξαμενή που μπορεί να γεννά εικόνες, μυρωδιές, μουσική και συναισθήματα. Που ακόμη και το ίδιο βιβλίο αν αναγνωστεί σε διαφορετικές φάσεις ζωής, μπορεί να αφήσει τελείως διαφορετική «γεύση» στον ίδιο αναγνώστη. Είναι κρίμα που το βιβλίο έχει ταυτιστεί με την υποχρεωτικότητα του σχολείου, του διαβάσματος, των τεστ, του πρωινού ξυπνήματος και γενικά της μαθητικής αγγαρείας. Γιατί το βιβλίο, τουλάχιστον μέχρι και σήμερα σε ένα βαθμό, είναι το μέσο μετάδοσης της πληροφορίας, όχι η πληροφορία καθεαυτή και δυστυχώς, οι περισσότεροι το μπερδεύουν. Έτσι, δύσκολα ένα παιδί που προβάλλει πάνω στο βιβλίο όλα αυτά που του δημιουργούν άγχος και σκοτούρες θα το επιλέξει ως μέσο ψυχαγωγίας και διασκέδασης αύριο. Γι΄αυτό, από την άλλη, όποιος ξεπεράσει την ταύτιση αυτή, δεν μπορεί να «ξεκολλήσει» από την ανάγνωση βιβλίων. Γι’ αυτό και λέω σε φίλους γονείς, ας έχουν στο κομοδίνο των παιδιών τους ένα βιβλίο κατάλληλο για την ηλικία τους, κι ας μην το ανοίξουν ποτέ. Αν το ανοίξουν, να το κάνουν από μόνα τους. Και τότε αυτά, θα έχουν ανοίξει μια πόρτα σε έναν υπέροχο κόσμο που δεν θα τα προδώσει ποτέ!

 

Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα ευφυές ψυχολογικό θρίλερ με ανατρεπτική πλοκή και αληθοφανές σκηνικό τρόμου. Ποιος είναι όμως ο λόγος, που επιλέγουμε να διαβάσουμε θρίλερ;

Γιατί απολαμβάνουμε να διαβάζουμε τρομακτικές σκηνές στα βιβλία;

 

Απαντώ συνολικά στα δύο σας ερωτήματα. Ο τρόμος είναι ένα συναίσθημα που υπό συνθήκες και πάντα ενστικτωδώς, πυροδοτείται σε όλα τα έμβια όντα. Και καλώς αυτό συμβαίνει, καθώς αντιδρούμε έτσι στον κίνδυνο και την απειλή για τη ζωή και την ακεραιότητά μας. Αν, λοιπόν, ποτέ κανείς νιώσει απειλή και τρέξει να σωθεί από μια επικίνδυνη κατάσταση, εκείνη τη στιγμή εκδηλώνεται ένας βιοχημικός πόλεμος μέσα του. Ορμόνες κι ουσίες κυκλοφορούν στο σύστημά του έτσι ώστε να μπορέσει να τρέξει πιο γρήγορα, να πηδήξει πιο ψηλά, να αντέξει στο κρύο και στον πόνο. Κι όταν τελικά ο κίνδυνος ξεπεραστεί, τότε ο οργασνισμός του εκκρίνει νέες ουσίες που θα ανακόψουν την ένταση, την ταχυπαλμία, τον τρόμο και την αγωνία. Κι η ροή αυτών των τελευταίων ουσιών στο σύστημά του, τον κάνει να νιώθει υπέροχα. Του δίνει ηρεμία κι αγαλλίαση. Αυτό τον μηχανισμό προσπαθούμε να αναπαράγουμε τεχνητά μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας κι έκφρασης. Σε ένα ελεγχόμενο, ακίνδυνο κι ασφαλές περιβάλλον, για παράδειγμα μέσα σε ένα κουτί –την τηλεόραση– στο σπίτι μας, παρακολουθούμε θρίλερ τρόμου με σκοπό να νιώσουμε απειλή, όπου μέσω της και των ερμηνειών, τελικά θα τελειώσει και θα νιώσουμε, ως μέρη της δράσης, ηρεμία κι πλοκής αγαλλίαση. Δεν είναι τυχαίο, πως τα πιο τρομακτικά θρίλερ είναι τα θρησκευτικού/πνευματικού χαρακτήρα, καθώς λόγω της άυλης κι αυθύπαρκτης υπόστασης της απειλής, αυτή, ακόμη και μετά τη λήξη της ταινίας ή την ολοκλήρωση της ανάγνωσης ενός βιβλίου, συνεχίζει να υφίσταται, να «δουλεύει».

Διαβάστε επίσης  Ιστορίες τρόμου: Τι λένε για σένα;
Advertising

 

Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο και ενθουσιαζομαστε με την έντονη διέγερση που νιώθουμε, σε συνδυασμό με την καθησυχαστική αίσθηση ανακούφισης που έρχεται στη πλοκή του βιβλίου σας. Ποιον ήρωα θα θέλατε να τον συναντήσει η σκέψη σας σε νέο βιβλίο;

Αρχικά, χαίρομαι που το βιβλίο μου σας γεννά τέτοια κόντρα συναισθήματα, αυτός ήταν ο σκοπός μου και αισθάνομαι όμορφα που το πετυχαίνω, στο βαθμό που κανείς το δέχεται. Σχετικά με τους ήρωες της πλοκής, νιώθω, για να είμαι ειλικρινής πως τους γνωρίζω όλους. Όπως είπα και νωρίτερα, πρόκειται για ανθρώπους καθημερινούς. Οπότε λίγο ως πολύ, όλους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μου τους έχω συναντήσει, αλλά και θα τους συναντώ καθημερινά στη ζωή. Θα απαντήσω όμως πιο ειδικά, λέγοντας πως θα ήθελα να συναντήσω από κοντά τη Ζωή, την κορούλα του Νίκου. Από τότε που έγινα γονιός, έχω ακόμη μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι στα παιδιά. Οπότε, θα ήθελα να τη δω και να της πω πως όλα θα πάνε καλά, να μη φοβάσαι και πως όλοι εδώ σε αγαπούν και σε προσέχουν.

 

Στο DNA μας είναι βαθιά χαραγμένα ο φόβος για το σκοτάδι και το άγνωστο, το ένστικτο του κυνηγού και το αίσθημα της επιβίωσης. Εσείς τι άνθρωπος είστε στη προσωπική σας ζωή;

Καλώς ή κακώς έχω πολλά χρώματα στην παλέτα μου. Με ευχαριστούν συνήθως απλά πράγματα. Μια βόλτα στη θάλασσα, λίγος χρόνος με την οικογένειά μου, λίγος αθλητισμός, μια καλή ταινία, ένα καλό βιβλίο. Συχνά ακροβατώ μεταξύ υπέρμετρης χαράς κι άκρατης απογοήτευσης κι αρκεί μόνο μια κουβέντα πολλές φορές έτσι ώστε η όποια ισορροπία να ανατραπεί. Ευτυχώς όμως για μένα, αλλά και για τους γύρω μου, αυτή επανέρχεται σύντομα. Έχοντας περάσει μερικά από τα πιο παραγωγικά και δημιουργικά μου χρόνια μέσα σε προσωπικούς δαίμονες και σκοτάδι, νιώθω πολύ οικεία σε αυτό, δεν με τρομάζει και το αποδιώχνω γενικά εύκολα, Η χαρά, ίσως, είναι πιο δύσκολα διαχειρίσιμη, καθώς τείνει να έχει μικρότερη διάρκεια. Γι’αυτό κι έχω ως στάση ζωής, κι αυτό πασχίζω να περάσω και στο παιδί μου, πως πρώτα με νοιάζει η καλή υγεία, μετά η χαρά κι ότι τη γεννά και την επαναλαμβάνει και μετά όλα τα υπόλοιπα όπως επαγγελματικές/σπουδαστικές/μαθητικές επιτυχίες κ.λπ.

Advertising

 

Αγαπάτε να γράφετε βιβλία; Η γραφή συνεπάγεται τη λύτρωση;

 

Το όνειρό μου είναι να μπορέσω κάποια στιγμή να καταφέρω να βιοποριστώ από τη συγγραφή, καθώς αυτή με κάνει χαρούμενο. Να έχω ένα χώρο στον τόπο μου, τη Ραφήνα, με θέα στο νότιο Ευβοϊκό και να γράφω. Γιατί η συγγραφή αποδίδει ένα μικρό σύμπαν με αρχή, μέση και τέλος. Με όρια διακριτά και κανόνες. Και κάποια στιγμή η συγγραφή τελειώνει και μαζί της, παράγεται ένα έργο το οποίο θα μείνει για πάντα εδώ. Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο μεγάλο συναίσθημα από το να γνωρίζει κανείς πως όταν έρθει η ώρα του να αποχωρήσει από τα εγκόσμια, θα έχει αφήσει πίσω του ένα μικρό αποτύπωμα. Δεν γνωρίζω τη συγγραφική μου μοίρα, μπορεί να έχει ξεκινήσει μόλις ή μπορεί και να έχει τελείώσει ήδη. Αυτό που ξέρω όμως είναι πως τουλάχιστον η «Λύσσα», με κάποια μορφή, θα με επαναφέρει, έστω και για έναν άνθρωπο τη φορά, για τα χρόνια που θα περνάνε… Κι αυτό, νομίζω, πως είναι η ύψιστη μορφή λύτρωσης…

Οπισθόφυλλο: “Λύσσα”

 

Το νερό μολύνθηκε. Το νερό δεν είναι πια ζωή – είναι απειλή. Όταν ο ιός της λύσσας ενωθεί με το πρωτοποριακό αντικαρκινικό σκεύασμα «Προμηθέας Α11», δημιουργεί ένα αφύσικο και απρόβλεπτο βιολογικό πάντρεμα που οδηγεί τον ξενιστή σε άμεσο, επίπονο μα… παροδικό θάνατο. Και ο άνθρωπος γίνεται κτήνος. Και το κτήνος επιτίθεται σ’ αυτόν, το ακριβό του θήραμα, για να του αποσπάσει τη ζωή αλλά και για να χαρίσει στον φονικό συνθετικό ιό νέα φωλιά. Κι από κει ακόμα περισσότερες, μέχρι ο άνθρωπος να χαθεί και να κυριαρχήσει το σκοτάδι. Ο Νίκος Μέλλος, ρημαγμένος ψυχολογικά από τον πρόσφατο χαμό της συζύγου του, πασχίζει να μεγαλώσει μαζί με τον πατέρα του την κόρη του, τη μικρή Ζωή, μέχρι που η καλπάζουσα επιδημία τον βρίσκει στη δουλειά του. Από κει ξεκινά η αγωνιώδης προσπάθειά του να φτάσει στους δικούς του, και μαζί με τη Σία, διασώστρια του ΕΚΑΒ, να ξεφύγουν από την «απολύμανση» που απειλεί να σβήσει τη χώρα από το πρόσωπο της Γης.

Advertising

Βασιλική Ευαγγέλου- Παπαθανασίου
Γεννήθηκα ένα φθινόπωρο στην πιο καυτή πόλη της Κεντρικής Ελλάδας. Πρώτος μου έρωτας ήταν τα 24 γράμματα της αλφαβήτας. Από τότε, δε σταμάτησα να σχηματίζω μ' αυτά λέξεις, προτάσεις, δίνοντας δύναμη και ψυχή στο άδειο χαρτί. Τη γλώσσα μου δώσανε ελληνική κι αυτή θα κρατήσω.
Φιλόλογος και αρθρογράφος σε ηλεκτρονικά περιοδικά στην πραγματική ζωή, αλλά στα όνειρα μου ζωγράφος στη Μονμάρτη.
Σε ένα καλό βιβλίο και στη θέα της θάλασσας βρίσκω την απόλυτη γαλήνη.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Σχολική ετοιμότητα παιδιών με χαμηλό βάρος γέννησης

Το παρόν άρθρο Το παρόν άρθρο, με τίτλο Σχολική ετοιμότητα

Ανατροφή παιδιών με ΑΓΔ: Ανταμοιβές και προκλήσεις

Το παρόν άρθρο Περίπου 7,6% των παιδιών (~ δύο παιδιά