“Η Μαργαρίτα Χαντζιάρα, πλέκει ένα έξυπνο σενάριο εξιστορημένο με συνοχή και πυκνή αφηγηματική ροή και καταφέρνει με ρεαλισμό να τυλίξει την καθημερινότητα σε ένα σκοτεινό πέπλο μυστηρίου, εκεί που crime scene της αιματηρής δολοφονίας είναι ένα κολλέγιο και στην κάτω πλευρά της καλογυαλισμένης επιφάνειας της αστικής αγγλικής κοινωνίας κρύβεται η θαμπή της αντανάκλαση, γεμάτη με σκοτεινά και καλά κρυμμένα μυστικά. Την ίδια στιγμή, μια μυστικιστική αίρεση στα χιονισμένα βουνά της Σκωτίας, της οποίας η δράση φτάνει να απειλεί τις χαλαρές κοινωνικές δομές του Λονδίνου, μυεί τους ακολούθους της στον σκοταδισμό, κρύβει πίσω από χοντρούς και αδιαπέραστους μεσαιωνικούς τοίχους τρομακτικές πρακτικές, ανθρώπους καταδικασμένους στο σκοτάδι και περιπλέκει την εξιχνίαση του εγκλήματος.”
Για όσους δεν την γνωρίζουν λοιπόν, η Μαργαρίτα Χαντζιάρα κυκλοφόρησε φέτος την “Μάσκα της Ψευδαίσθησης“, το πρώτο της μυθιστόρημα και μ’ αυτό μπήκε στα βαθειά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας. Η λονδρέζικη νουάρ ιστορία της μιλά για το μίσος, τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί ο διαστρεβλωμένος καθρέφτης της κοινωνίας και πως αυτές σιγά σιγά μας μεταλλάσσουν τόσο που στο τέλος δεν αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας κι ακόμα κι οι αποτρόπαιες πράξεις μας δεν θυμίζουν καν ποιοι ήμασταν λίγο πρίν φορέσουμε την μάσκα της ψευδαίσθησης. Εθισμός, πλάνη, σκοτεινά οικογενιακά παραπετάσματα, δολοφονίες και αυτοκτονίες παιδιών και γνώριμα κοινωνικά περιβάλλοντα συνιστούν στο βιβλίο της Μαργαρίτας Χαντζιάρα αυτή τη μάσκα, το οποίο παρ’ όλο που μπάινει δυναμικά σ’ αυτά τα σκοτεινά μονοπάτια, υπενθυμίζει στον αντίποδα πως υπάρχει φως και ελπίδα.
Επιμέλεια συνέντευξης: Μυρτώ Μαρκελλά
Γεια σου, Μαργαρίτα. Τι κάνεις;
Γεια σου, Μυρτώ. Είμαι καλά! Χαίρομαι που σε συναντώ και σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτήν την επικοινωνία και τη φιλοξενία στο περιοδικό.
Σε τι συγγραφική φάση σε πετυχαίνουμε;
Είμαι στη διαδικασία συγγραφής της επόμενης περιπέτειας της Έμιλυ Χατζηπέτρου, οπότε όπως αντιλαμβάνεσαι περνώ αρκετό χρόνο μαζί της.
Και η Άννα Χατζηπέτρου;
Η δίδυμη αδερφή της Έμιλυ δεν μπορεί να λείπει ούτε αυτή τη φορά από το πλευρό της. Η Άννα είναι παρούσα και σ’ αυτό το βιβλίο και με τον τόσο ξεχωριστό χαρακτήρα της αφήνει και πάλι το ιδιαίτερο στίγμα της στην υπόθεση.
Τι spoilers μπορείς να μας δώσεις για το δεύτερο βιβλίο;
Η αλήθεια είναι ότι δε θα ήθελα να πω πολλά. Θα αναφέρω, όμως, ότι στο συγκεκριμένο βιβλίο τίποτα δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται. Ένας φόνος συνταράσσει τον καλλιτεχνικό κόσμο του Λονδίνου, η καλογυαλισμένη επιφάνεια της καλής, βρετανικής κοινωνίας ραγίζει και η Έμιλυ εισχωρεί μέσα από αυτή τη ρωγμή για να συναντήσει αυτό που πραγματικά κρύβεται στο βάθος. Μέσα στις σελίδες του και καθώς η πλοκή ξετυλίγεται ασχολούμαι με το θέμα της αναδοχής των παιδιών, τα λεγόμενα foster kids, τη θέση και τις ευκαιρίες που πραγματικά έχουν στη σύγχρονη κοινωνία και πώς προσπαθούν να βρουν τον βηματισμό τους σ’ έναν κόσμο που συνεχώς τους γυρίζει την πλάτη.
Άρα καταπιάνεσαι πάλι με κοινωνικά ζητήματα.
Νομίζω πως σ’ ένα σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, που θέλει να αποτυπώσει μια ρεαλιστική εικόνα της κοινωνίας, είναι αναπόφευκτη η αναφορά κοινωνικών ζητημάτων και ο κοινωνικός προβληματισμός. Δε γίνεται αλλιώς. Άλλωστε, γιατί γράφουμε, αν όχι για να επικοινωνούμε με τους αναγνώστες μας και να ανταλλάσσουμε μαζί τους τέτοιου είδους σκέψεις και προβληματισμούς;
Άρα θεωρείς ότι η συγγραφή πρέπει να υπηρετεί έναν ανώτερο ουμανιστικό σκοπό;
Δε θα έλεγα ότι υπάρχουν ‘‘πρέπει’’. Ανεξάρτητα από κάθε τι άλλο, νομίζω πως η συγγραφή υπηρετεί πρωτίστως αυτό που έχουμε μέσα μας και επιθυμούμε να το εξωτερικεύσουμε. Κάθε φορά που γράφουμε, αποκαλύπτουμε και ένα κομμάτι της ψυχής μας, αφήνουμε τα ίχνη μας επάνω στο χαρτί. Κι αυτό από μόνο του φτάνει, γιατί αυτό αποτελεί ουσιαστικά τη μαγεία και το μεγαλείο της συγγραφής.
Στο πρώτο βιβλίο, «Η μάσκα της ψευδαίσθησης», είδαμε ιδιαίτερα ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που μας τους παρουσιάζεις πολύπλευρα και τρισδιάστατα, όπως ο αγαπημένος Τσαρλς Στόουν. Είναι διεισδυτική η ματιά σου στις ζωές και την ψυχοσύνθεσή τους και σ’ αυτό το βιβλίο;
Ναι, παράλληλα με την έρευνα της καινούριας υπόθεσης παρακολουθούμε και την εξέλιξη των ηρώων μας μέσα στον χρόνο. Τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους, τις αλλαγές στη ζωή τους, τον προσωπικό τους αγώνα. Ως αναγνώστης μου αρέσει πολύ να έρχομαι κοντά στους ήρωες ενός βιβλίου, να τους καταλαβαίνω και να μπορώ να τους ερμηνεύω για τις επιλογές τους. Οπότε προσπαθώ να δώσω αυτή την τρισδιάστατη απεικόνιση και ως συγγραφέας.
Η Έμιλυ είναι ένας άνθρωπος θυσιαστικός. Πού την τοποθετείς σε δέκα χρόνια;
Σε δέκα χρόνια! Αυτή κι αν είναι ερώτηση! Την τοποθετώ, όπου τοποθετώ και τον εαυτό μου. Στο όμορφο, απρόσμενο άγνωστο, που περιβάλλει το μέλλον. Όπως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πού και πώς θα είμαστε εμείς σε δέκα χρόνια, έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και για τους ήρωες μας. Κι αυτό τελικά είναι ωραίο.
Γράφεις για το Λονδίνο ζώντας στη Θεσσαλονίκη. Τι έμπνευση αντλείς από τη Θεσσαλονίκη για να γράφεις για το λονδρέζικο σκηνικό;
Το Λονδίνο είναι ένα μέρος που, όπως ήδη γνωρίζεις, συνδέομαι και αγαπώ. Το επισκέπτομαι τακτικά και μάλιστα για μακρές περιόδους. Φροντίζω να ανανεώνω συνεχώς και τη σχέση μου μαζί του και τις εμπειρίες μου στον τόπο του κι αυτές τις κουβαλώ μαζί μου παντού. Μπορεί να ζω, να εργάζομαι και κατά κύριο λόγο να γράφω στη Θεσσαλονίκη, το κάνω, όμως, μέσα σ’ ένα σπίτι που θυμίζει πολύ Λονδίνο και Μεγάλη Βρετανία γενικότερα! Παρόλα αυτά, η Θεσσαλονίκη παίζει κι αυτή το ρόλο της, καθώς την αγαπώ επίσης πολύ. Μπορεί ως πόλη να είναι εντελώς διαφορετική, με μια άλλου είδους δυναμική και έλξη, αλλά σίγουρα αποτελεί για εμένα έμπνευση. Νομίζω πως τα πάντα μας επηρεάζουν. Ο τόπος και ο τρόπος που ζούμε, οι άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε, τα ταξίδια, η μουσική, τα πάντα.
Το να γράψεις και να εκδόσεις ένα βιβλίο εκθέτοντας τον εαυτό σου ευρέως είναι ένα τεράστιο εγχείρημα. Πώς πήρες αυτήν την απόφαση;
Ξέρεις, στους δασκάλους αρέσει πολύ να λένε ιστορίες. Σε μένα αρέσει να τις γράφω κιόλας. Είχα να πω μια ιστορία, λοιπόν, και ήθελα πολύ μέσα από αυτήν να επικοινωνήσω με άλλους, να θίξω κάποια θέματα, να ταράξω λίγο τα νερά, να αφήσω προβληματισμούς. Το έχω πει ξανά, ο στόχος μου ήταν να γράψω ένα βιβλίο το οποίο πέρα από όλα τα υπόλοιπα, να προσφέρει τελικά κάτι στον αναγνώστη. Προσωπικά η όλη διαδικασία της συγγραφής του, η πλοκή του, η επιλογή της θεματολογίας του, η συναναστροφή μου με τους ήρωες, μου δημιούργησαν πραγματικά την επιθυμία να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να αναθεωρήσω κάποια στοιχεία της ζωής μου και άλλα να τα δω με μια πιο κριτική ματιά.
Παρόλα αυτά οι ιστορίες που επέλεξες να αφηγείσαι είναι πολύ σκληρές, γεμάτες αίμα και διόλου παιδικά σκηνικά. Μήπως αυτή η φυσική τάση σου στην αστυνομική λογοτεχνία προκύπτει ως ανάγκη εξισορρόπησης της ιδιότητας του δασκάλου μέσα σου;
Νομίζω συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η ζωή είναι σκληρή. Η πραγματικότητα είναι πολλές φορές τρομαχτική. Αν θες να είσαι ρεαλιστής δεν μπορείς να εξωραΐζεις τις καταστάσεις. Όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά σε τι κόσμο ζούμε. Το να είμαι δασκάλα, λοιπόν, σ’ έναν τέτοιο κόσμο αποτελεί για μένα μια εξισορρόπηση, μια παρηγοριά, μια ελπίδα. Το να μπορώ να περνώ τη μέρα μου μαζί με τα παιδιά είναι ένα καθημερινό θαύμα. Μέσα στο σχολείο όλα αλλάζουν,
η μαυρίλα απλά χάνεται και έχεις να κάνεις μόνο με παιδικά χαμόγελα και εφηβικά όνειρα, τα οποία σε συνεπαίρνουν και σε συγκινούν. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερή, γιατί στο τέλος της εργασιακής μου ημέρας γυρίζω στο σπίτι με ζωγραφιές, λουλούδια, κάρτες, καρτάκια και πάνω απ’ όλα ψυχικά γεμάτη.
Πού θα σε συναντήσουμε σύντομα;
Την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου στις 20.30 θα βρίσκομαι στο καφέ Μύρτιλλο στους Αμπελόκηπους της Αθήνας για να παρουσιάσω το βιβλίο μου «Η μάσκα της ψευδαίσθησης». Θα σας περιμένω όλους και θα χαρώ να τα πούμε από κοντά.
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου και εύχομαι καλή έμπνευση!
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ για την ενδιαφέρουσα συζήτηση! Καλή συνέχεια, Μυρτώ! Καλή συνέχεια σε όλους!
Ευχαριστούμε πολύ την Μαργαρίτα Χαντζιάρα για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.