Το φως του ήλιου φάνηκε από το παράθυρο του νοσοκομείου και τον ξύπνησε. Την είδε να τον κοιτά ήρεμα, πράγμα περίεργο για εκείνη. Πού είχε πάει το βλέμμα της, έντονο και γεμάτο φωτιά; «Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο γαληνεύει το μέσα του» σκέφτηκε. Κι ύστερα, αφού χάιδεψε τα λευκά της μαλλιά, αναρωτήθηκε πάλι: Ήταν ο ήλιος που τον ξύπνησε ή οι φλόγες των ματιών της, που θα τον φωτίζουν για πάντα;
Εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Μαΐου του 2003 που η Αφροδίτη επέστρεφε από το σχολείο και ο Αλέξανδρος είχε μόλις αποχωρήσει εξαντλημένος από το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν η μητέρα του. Εκείνος ήταν γεμάτος από άδεια συναισθήματα, κυρίως απογοήτευση και θυμό για τους ίδιους του τους γονείς, κι εκείνη ένιωθε πλήρης μα ταυτόχρονα κουρασμένη από τα δύσκολα παιδικά χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της. Εκείνο το κοινό μεσημέρι που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή και των δύο η Αφροδίτη γνώρισε τον Αλέξανδρο και σώθηκε, ο Αλέξανδρος γνώρισε την Αφροδίτη και αναστήθηκε…
Η Νέα Παραλία ήταν γεμάτη από χρώματα και κόσμο. Εκεί, λίγο πιο κάτω από τον Λευκό Πύργο και παράλληλα με έναν κήπο γεμάτο, πράσινο,όλο λουλούδια και τρυφερές αγκαλιές, η έφηβη τότε Αφροδίτη έπεσε από ανεμελιά (τότε θα έλεγε κανείς τυχαία) στην αγκαλιά του δικού της Αλέξανδρου.
Εκείνη αφηρημένη, διωγμένη για λίγο από τα εγκόσμια και τοποθετημένη σε μια δική της σφαίρα πραγματικότητας γεμάτης από όμορφους ανθρώπους που δεν υποφέρουν, δεν βασανίζονται, ζουν ανέμελα χωρίς εμπόδια κι ευθύνες. Για λίγα λεπτά ξέγνοιαστη, ευτυχισμένη να κοιτά το βαθύ της θάλασσας και το απέραντο του ουρανού, να ελπίζει.
Να βλέπει φως και μ΄ αυτό να πλάθει κι άλλο…
Κι ύστερα, εκείνος. Αποκαμωμένος από τα λάθη των γονιών του, εξαντλημένος από τις ώρες αναμονής στο νοσοκομείο και άδειος από κάθε ίχνος κουράγιου που πρόσφερε απλόχερα στη μητέρα του.Ο Αλέξανδρος, το γενναίο αυτό παιδί που μεγάλωσε μόνο του, λες και ήξερε το πως…
Ήταν το πολυπόθητο παιδί της Μαρίας και του Πέτρου που τόσο εύκολα το ξέχασαν μετά τη γέννησή του, το νέο αυτό παλικάρι που είχε πάψει από καιρό να ελπίζει και να κάνει όνειρα, βάδιζε αργά, σαν να μην ήθελε να φτάσει ποτέ στο σπίτι του, λες και μισούσε τον προορισμό του, σαν να ζητούσε μια λύτρωση στη διαδρομή, μια ηλιαχτίδα να φωτίσει την καρδιά του.
Και κάπου ανάμεσα στις ευχές για να ταν όλα ρόδινα, κάπου εκεί στη χιονοθύελλα των συναισθημάτων, η Αφροδίτη και o Αλέξανδρος, έχοντας μπροστά τους το σκοτάδι της ονειροπόλησης και της απελπισίας, χάνοντας οποιαδήποτε αίσθηση της πραγματικότητας, των ανθρώπων που περνούσαν από δίπλα τους, της βοής του κόσμου και των καραβιών της θάλασσας, κάπου εκεί η αγκαλιά του ενός έγινε λιμάνι για να δέσει η αγκαλιά του άλλου.
Πρώτα ήρθε η σωματική επαφή και η ζάλη που αυτή επέφερε. Πρόσωπο γυναικείο και πανέμορφο με στήθος αντρικό και γυμνασμένο. Τα μαλλιά της που μοσχοβολούσαν, κάλυψαν και ζάλισαν για λίγο τον νέο που μόλις είχε πέσει πάνω της. Η μυρωδιά τους… Αχ, αυτή η μυρωδιά που τον σημάδεψε. Μακάρι να μην τα μύριζε ποτέ.
Κι ύστερα τα χέρια έσμιξαν, για να επαναφέρουν την ισορροπία των σωμάτων. Και μετά, ένα ταυτόχρονο και αμοιβαίο « Με συγχωρείς» . Για ποιον λόγο ακριβώς να συγχωρεθούν, ούτε και οι ίδιοι δεν γνώριζαν. Αν θεωρείται αμάρτημα το να γνωρίζεις αναπάντεχα τον άνθρωπό σου τη στιγμή που το χρειάζεσαι περισσότερο, αν θεωρείται αδίκημα η ζωή να σμίγει εκείνους που εξ αρχής είχε ταγμένους να είναι μαζί, αν χαρακτηρίζεται ατόπημα το κάρμα να πραγματοποιεί τα σχέδιά του για το γραμμένο του καθενός, τότε, ναι! Ας συγχωρεθούν…
Και μετά τα χέρια, ήρθαν τα βλέμματα που μόλις αντίκρισαν τις δύο μορφές, πάγωσαν και μούδιασαν τα κορμιά. Τα σώματα ανατρίχιασαν, ρεύμα τα διαπέρασε που ξέσκισε τις σάρκες και με μαχαίρι γλυκό και τριανταφυλλένιο τις χάραξε. Τέτοιο βασανιστήριο θα το ζήλευαν πολλοί. Τα μάτια της στα μάτια του. Τα μάτια του, στα δικά της. Και αφού αντιλήφθηκαν το μέγεθος της ζημιάς του προ ολίγου ατυχήματος, τραβήχτηκαν απότομα ο ένας απ΄ το κορμί του άλλου, μη τυχόν κι ερωτευτούν περισσότερο, φοβούμενοι για τον έρωτα που τους είχε διαλέξει.
Και τώρα επήλθε η αμηχανία που χρωμάτισε τη στιγμή. Τόσο εκείνος, όσο κι εκείνη, όφειλαν να αποχωρήσουν ευγενικά από το συμβάν, όπως άλλωστε θα έπραττε ο οποιοσδήποτε αν έπεφτε από λάθος πάνω σε κάποιον άλλο. Αλλά πώς να αφήσεις τον άνθρωπό σου τη στιγμή που τον γνώρισες; Πόσο εύκολο είναι να τον εγκαταλείψεις, αγνοώντας το πού θα μπορέσεις να τον ξαναβρείς και ακόμη χειρότερα, αν ποτέ τον ξαναδείς;
Αλλά ποιος κοινός θνητός θα μπορούσε να αντιληφθεί το μέγεθος της ζημιάς του έρωτα που μόλις είχε σημαδέψει αυτούς τους δύο νέους; Εκείνον, που ποτέ μέχρι τώρα δεν εκτίμησε θηλυκή παρουσία και μπορούσε χωρίς δυσκολία να κατακτά όποια έφηβη του έλκυε την προσοχή, για να γίνει στην συνέχεια μία από τις πολλές, εκείνον, που αλήθεια ποιος τολμούσε να πιστέψει ότι θα χαρίσει ποτέ την καρδιά του σε κάποια, αφού οι ίδιοι οι ίδιοι οι γονείς του τού δίδαξαν πολύ καλά πως οι άντρες μπορούν έχουν πολλές και όποιες γυναίκες θέλουν δίπλα τους, τυπικά ή άτυπα και φυσικά η νόμιμη σύντροφός τους οφείλει να μένει σταθερά και πιστά στο πλευρό τους, εκτελώντας χωρίς αντίδραση κάθε συζυγικό καθήκον.
Εκείνη, που ποτέ άλλοτε δεν είχε σκεφθεί τον εαυτό της μόνο, χωρίς την παρέα και την φροντίδα για τον Νικόλα της, εκείνη που ποτέ ξανά δεν είχε περάσει από το μυαλό της ότι μπορούσε να υπάρξει μόνη, αυτόνομη, να νιώθει και να πράττει μόνο για εκείνη και τον άνθρωπο που μόλις της είχε κλέψει για πάντα την καρδιά.
Περίεργο πράγμα… Που να φανταζόταν ποτέ κανείς ότι μπορούσε η Αφροδίτη να ερωτευτεί, η κοπέλα που μόνο μυαλό για έρωτες δεν είχε, αφού ζούσε κάθε μέρα τη σκληρή πραγματικότητα και ήξερε πολύ καλά πως για εκείνη ο έρωτας είναι περιττός και εξάλλου που να βρει μυαλό για έρωτες η Αφροδίτη!
Μια δεκαεφτάχρονη που η ζωή, της στέρησε κάθε παιδικότητα και της χάρισε απλόχερα ευθύνες και ωριμότητα που ποτέ δεν ζήτησε.
Η λογική όμως όφειλε να πρυτανέψει. Είναι δύο άγνωστοι. Πώς θα μπορούσαν να πουν ο ένας στον άλλον: Μη φύγεις! Εσένα έψαχνα! Μη φύγεις! Εγώ είμαι για σένα!;
Κι έτσι μουδιασμένοι και αποσβολωμένοι από την αναπάντεχη αυτή συνάντηση, τόλμησαν να κάνουν ένα βήμα παρά πέρα, μήπως και σωθούν από τα βέλη του έρωτα, μήπως και ήταν στο μυαλό τους όλο αυτό και οι έντονες καταστάσεις τους είχαν μπερδέψει τόσο που τόλμησαν να ονειρεύονται έρωτες και σπάνιους ανθρώπους.
Ένα βήμα εκείνη δεξιά για να τον αποφύγει. Ναι, έτσι θα τον απέφευγε, θα έκανε μερικά βήματα και θα τελείωνε το μαρτύριο που είχε δημιουργήσει μόνη στο μυαλό της. Σίγουρα, μόνο στο δικό της μυαλό υπήρχε. Ένα βήμα και εκείνος δεξιά και θα προχωρούσε, θα την άφηνε πίσω του, δεν θα την ξανάβλεπε, θα έβαζε τέλος στην σύγχυση που υπήρχε τώρα στο μυαλό του.
Εξάλλου ήταν σίγουρος. Μόνο εκείνος είχε ζαλιστεί από την συνάντησή τους. Αλλά, αντί να κατευθυνθούν και οι δύο δεξιά ώστε να αποφύγουν ο ένας τον άλλον καθώς και μία επερχόμενη σύγκρουση, χωρίς λόγο, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι πως, ποια δύναμη τους ώθησε και γιατί, έστριψαν τα κορμιά τους και οι δύο αριστερά και χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν κι δυο μπροστά σε μια ακόμη μετωπική σύγκρουση.
Και πάλι αυτό το άρωμά της και πάλι αυτό το πλατύ του στήθος. Και τώρα κανείς δεν ήθελε να απομακρυνθεί, λες και βρέθηκαν εκεί που έπρεπε εξ αρχής να είναι, λες και η αγκαλιά του ενός περίμενε της αγκαλιά του άλλου για να κουμπώσει, να ολοκληρωθεί, να γίνει ένα. Κι έμοιαζαν τόσο ταιριαστές αυτές οι δύο αγκαλιές, λες και όσα έλειπε από τη μία, περίσσευαν στην άλλη.
Τώρα ο Αλέξανδρος ήταν σίγουρος. Μπορεί η απόκοσμα όμορφη αυτή κοπέλα που είχε μπροστά του να μην του είχε τραβήξει την προσοχή σε κάποιο καφέ η νεανικό μπαράκι όπως συνήθως του συνέβαινε, αλλά ήταν ξεκάθαρο πώς δεν έπεσε τυχαία πάνω της ή εκείνη πάνω στον ίδιο. Όχι… Σίγουρα αυτή η κοπέλα δεν έμοιαζε σε τίποτε με όλες τις υπόλοιπες, ούτε και μπορούσε ποτέ να την συγκρίνει με τις άλλες, παρόλο που δεν την ήξερε ούτε στο ελάχιστο. Περίεργο μα και ασυνήθιστο.
Πώς είναι δυνατόν να σκέφτεται έτσι και τόσο βαθιά για μία τυχαία κοπέλα, που τυχαία έπεσε πάνω της στο δρόμο; Αλλά αλήθεια, η δύναμη που τον ώθησε να πέσει πάνω της την πρώτη φορά, η δύναμη που τον ώθησε να συγκρουστεί μαζί της και την δεύτερη φορά, η ίδια αυτή δύναμη τον πίεζε τώρα να της μιλήσει, να απλώσει το χέρι του για να κρατήσει τρυφερά το δικό της, να συστηθεί όχι όπως συνήθως, όχι όπως στις υπόλοιπες, αλλά τώρα να πει το όνομά του με σκοπό να της το χαρίσει και να το κρατήσει για πάντα δικό της.
Και έπειτα να ρωτήσει το δικό της και με λαχτάρα να το δεχτεί και να το συγκρατήσει καλά, με όλες του τις δυνάμεις, όλα τα γράμματα, όλους τους ήχους και να μην τα αφήσει ποτέ να φύγουν. Έτσι και έκανε.
Της πρότεινε λοιπόν το χέρι του λέγοντάς της:
–Αλέξανδρος! Έτσι απλά και τόσο αυθόρμητα. Κι εκείνη που τώρα τον κοιτούσε χαμένη στα μαύρα του μάτια και ακόμη ζαλισμένη από την τον δυνατό χτύπο της καρδιάς του στο στήθος του.
–Αφροδίτη! του απάντησε εκείνη δεχόμενη τη χειραψία του και κλείνοντας το χέρι της στο χέρι του.
«Αφροδίτη!» σκέφτηκε ο Αλέξανδρος. Μάλιστα, μόνο ένα τέτοιο όνομα θα ταίριαζε στο θησαυρό που είχε μπροστά του. Μόνο η θεά της ομορφιάς θα μπορούσε να χαρίσει το όνομά της σε αυτή την απαράμιλλη ομορφιά που στεκόταν μπρος του. Το ανάστημά της μέτριο, το μέτωπό της ίσα που ακουμπούσε το σαγόνι του. Κορμί καλοσχηματισμένο και καμπυλωτό. Δεν ήταν και πολύ αδύνατη και της ταίριαζε τόσο πολύ!
Το μπλε της φόρεμα τύλιγε άψογα το νεανικό της κορμί. Μέσα σε λίγα δεύτερα την παρατήρησε από την κορυφή ως τα νύχια! Γάμπες γυναικείες, θηλυκές, γλουτοί καλογραμμένοι και ζουμεροί, μέση δαχτυλίδι και στήθος πλούσιο, περισσότερο από όσο άρμοζε στην ηλικία της. Τα χέρια της μακριά και γραμμωμένα. Περίεργο
Το στέρνο της κατάλευκο, όπως άλλωστε και όλο της το κορμί. Το κόκκαλά της εξείχαν ανάμεσα στους ώμους και τον λαιμό της, λαιμός όμορφος που σε τραβούσε να τον γεμίσεις φιλιά. Κι ύστερα, το κομμάτι που τον μάγεψε περισσότερο πάνω της.
Ένα πρόσωπο αλλόκοτα όμορφο, ομορφιά σπάνια και καθόλου συνηθισμένη. Από εκείνη την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε, το πρόσωπό της έγινε το φεγγάρι που οδηγούσε τον Αλέξανδρο. Πρόσωπο στρογγυλό, με γωνίες έντονες στο κάτω μέρος του, χείλη μεγάλα, έντονα σχηματισμένα, μάτια περίεργα όμορφα, όχι πολύ μεγάλα, όταν γελούσε ίσα που φαίνονταν στο πρόσωπό της, είχαν μέσα τους όλο το βυθό της θάλασσας και το μπλε του ουρανού και άλλα τόσα διαμάντια και ακόμη περισσότερα σμαράγδια.
Αλλά κυρίως, είχαν μέσα τους τον ήλιο, εκεί ξεκουραζόταν σαν απόσταινε, από εκεί φωτίζει τον κόσμο όλο και κυρίως τον κόσμο του Αλέξανδρου. Αυτά τα ίδια γαλάζια μάτια της Αφροδίτης, σου μιλούσαν χωρίς η ίδια να πει λέξη, σε χάιδευαν αν το είχες ανάγκη και σε έκαναν να ντρέπεσαι αν πρόσβαλες ή ενοχλούσες στο παραμικρό τους αγαπημένους της.
Το κάδρο έκλεινε με φρύδια τοξωτά, που έστεκαν και φώτιζαν ακόμη περισσότερο το βλέμμα της. Κι ύστερα, τα μαλλιά της. Σγουρά, μαύρα και πυκνά. Μπούκλες μακριές, που χάιδευαν την μέση της, πιασμένες περίτεχνα στο πίσω μέρος το κεφαλιού της. Και τέλος εκείνη η μικρή μπουκλίτσα που πάντα έπεφτε ατίθαση στη δεξιά πλευρά του μετώπου της. Ατίθαση, όπως και η ίδια.
Ποιός από τους δυο να περίμενε μια τέτοια εξέλιξη, καθοριστική για την ζωή τους; Ποιός από τους δυο μπορούσε να φανταστεί ότι τυχαία και εξαιτίας της περίπλοκης ζωής τους, χάρη σε όλες αυτές τις τραχιές στιγμές που έζησαν όντας ακόμη παιδιά, χάρη σε όλα αυτά, θα γνώριζαν τον άνθρωπο που μια φορά έχει την τύχη να συναντήσει κανείς, που τον συμπληρώνει, τον ολοκληρώνει και τέλος, τον ανυψώνει.