
Ο Γιώργος Παπαδάκης εμφανίστηκε στα γράμματα το 1994 με το μυθιστόρημα: “Ιστορία μιας ανοχύρωτης νιότης”, ενώ το 1999 παρουσίασε την ποιητική συλλογή : “Ο Ιούλιος δεν έχει τύψεις”. Χρειάστηκαν σχεδόν είκοσι χρόνια δημιουργικής αποχής από την εκδοτική παραγωγή – με εξαίρεση δυο μελέτες – για να γεμίσει την συγγραφική του φαρέτρα με πολύτιμα καθώς φαίνεται έργα. Επιστρέφει το 2018 με το συγκλονιστικό μυθιστόρημα “Ο Ταχυδρόμος”, το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και ακολουθεί το 2021 το βιβλίο με τίτλο: “Άτακτο αίμα”, ένα εκτεταμένο σε 672 σελίδες μυθιστόρημα, το οποίο εκτυλίσσεται χρονικά στη χάση του δέκατου ένατου αιώνα και κινείται υποδορίως της δράσης των ηρώων του, αναδεικνύοντας το ιδίωμα των Κρητών, που δεν είναι άλλο, από την αέναη προσπάθεια τους να μπολιάσουν το γένος τους με τα εσαεί ανθοφόρα κλαδιά της αιωνιότητας.
Επιμέλεια συνέντευξης για το MAXMAG: Άννα Ρω
Μυθοπλασία και πραγματικότητα. Συγκοινωνούντα δοχεία;
Η μυθοπλασία αντλεί από την πραγματικότητα, δανείζεται τα στοιχεία που θα οργανώσουν το σύμπαν ενός έργου, με την διαφορά ότι στην πραγματικότητα τα συμβάντα είναι ασύνταχτα και δίχως πρόθεση, ενώ στη μυθοπλασία τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς μια οργανωτική βάση που καταδεικνύει την αιτία, τον σκοπό και το αποτέλεσμα.
Πέραν τούτου, μεμονωμένα γεγονότα της εμπειρίας μπορούν να εισχωρήσουν στην πλοκή, αλλά πρέπει να συνδεθούν με την ιστορία του έργου, αλλιώς καταργείται το νόημά τους. Σημειώνω ότι η γραφή είναι αυτή που μπορεί να αλλάξει το νόημα αυτών των γεγονότων, να τους δώσει άλλη διάσταση ή να αναδείξει εντέλει την ουσία τους, την οποία πολλές φορές αγνοούμε γιατί την έχουν κρύψει οι συμβάσεις.
Μυθοπλασία και πραγματικότητα: Συγκοινωνούντα δοχεία λοιπόν, γιατί όχι;
Είναι απαραίτητο, πιστεύω, να γνωρίζει ένας συγγραφέας αυτά που περιγράφει. Πώς θα αποδώσει τον έρωτα και τη διάψευσή του, το αντηχείο της τύψης, τη θλίψη του θανάτου, τη φιλία, την αγάπη, το αίσθημα που του δίνει ο νυχτερινός ουρανός, την ερημία μιας θάλασσας του χειμώνα, την απώλεια, τη διάψευση, το βλέμμα του μίσους ή της έγνοιας, αν δεν τα γνωρίζει από την εμπειρία του όλα αυτά; Η εμπειρία βέβαια δεν φτάνει από μόνη της. Η γλώσσα αναλαμβάνει να την απογειώσει ή να την καταβυθίσει.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της γλώσσας ενός έργου είναι να καταφέρει την αποξένωση του αναγνώστη από τον περίγυρό του. Τότε μόνο το έργο βγαίνει από τη σιωπή των σελίδων και επιβάλλεται στη ζωή. Παύουν οι φυσικοί θόρυβοι τριγύρω, δεν ακούγεται τίποτα πια γιατί έχουν ξαφνικά εισβάλει οι ήρωες μέσα στον χώρο και αντηχεί μόνο η δική τους φωνή, υπάρχει μόνο η δική τους ανάσα. Τότε στ’ αλήθεια η λογοτεχνία νικά την πραγματική ζωή και σαγηνεύει το πνεύμα.
Πώς διανύετε τον δρόμο από το πρώτο σκαρίφημα μιας ιδέας μέχρι την τελική μορφή ενός έργου;
Η πρώτη ιδέα μπορεί να είναι μια φράση, μια λέξη ή η σκοτεινή ακόμα φιγούρα ενός ήρωα. Αυτά επιμένουν στο μυαλό μου για πολύ καιρό, συχνά χωρίς σημείωση, χωρίς μια λέξη παραπάνω. Μπορεί να βρίσκομαι με ανθρώπους, αλλά η ιδέα επιμένει, διαρκεί, διεκδικεί, ζητά να γίνει ιστορία. Όταν αυτό συμβεί, αναλαμβάνει το μολύβι να χαράξει τους βασικούς αρμούς που θα την διαρθρώσουν. Ύστερα έρχεται το πληκτρολόγιο. Και τότε αρχίζει ο πυρετός γιατί είναι αδύνατο να αποκοπούν οι ήρωες από τον εαυτό μου. Έρχονται ακόμα και στον ύπνο, έρχονται στις καθημερινές μου συναναστροφές, δεν ησυχάζουν.
Η γραφή έχει όνειρα, αφοσίωση, αναταραχή, αγωνία, συνομιλία με τους ήρωες και σχεδόν ολοκληρωτική απορρύθμιση του χρόνου, των αισθήσεων, μολονότι γίνεται στον ενεστώτα χρόνο. Μόνον αυτός, μαζί με τη συνείδηση, υπάρχουν. Είναι απαραίτητο η συνείδηση να τροφοδοτεί τους χρόνους της πλοκής. Ματαιώσεις, ανακατατάξεις, συνειρμοί, διαψεύσεις, ακόμα και κενά στην εύρεση του λόγου, ορίζουν το σκηνικό αυτού του εμπύρετου άλγους της γραφής.
Στέκομαι πολύ ιδίως στη σκηνοθεσία, στη χωροθέτηση των ηρώων – και προφανώς στους διαλόγους. Αν δεν «δω» σχεδόν σε όραμα τον χώρο και δεν βάλω εκεί τους ήρωες να κινούνται αληθοφανώς, δεν γράφω ούτε μια λέξη. Εξάλλου, χωρίς την επινόηση του χώρου, δεν ξέρω ακόμα τι θα πουν οι ήρωες. Οι λέξεις έρχονται όταν έχει γίνει το σκηνικό της δράσης.
Πώς συμπορεύονται -αν- οι ήρωες του μύθου με τον συγγραφέα;
Στην προηγούμενη απάντηση μίλησα γι’ αυτήν την συνοδοιπορία. Είναι μια συγκατοίκηση, είναι μια εισβολή στον ύπνο, δεν είναι απλώς συμπόρευση. Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι παιδεύονται οι γλύπτες και οι ζωγράφοι. Όπως αυτοί, έτσι και οι συγγραφείς, πρέπει να συζήσουν με τους ήρωες για να αποδώσουν πειστικά τον χαρακτήρα τους, τις συνήθειές τους, την έκφραση.
Από την πρώτη σπουδή στο χαρτί, μέχρι το πρόπλασμα και την τελική απόδοση στο υλικό που επιλέγει ο καλλιτέχνης, υπάρχει πολύς δρόμος. Η σύνθεση των λογοτεχνικών έργων έχει κατά τη γνώμη μου ομοιότητες με την δημιουργία ενός έργου τέχνης. Όταν ένα άγαλμα αποκτήσει μορφική πυκνότητα και κίνηση, τότε γίνεται χαρακτήρας με φλέβες που πείθουν. Η εξοικείωση των συγγραφέων με τους ήρωές τους μετατρέπουν τα πρώτα σκαριφήματα των χαρακτήρων σε δρώντες ανθρώπους μιας ιστορίας.
Θα μπορούσατε – ίσως μ` έναν στίχο – να μας περιγράψετε την επίγευση που αφήνει ο συγγραφικός μόχθος;
Η λέξη «ουρανός» συνδέει τους στίχους που παραθέτω, με την επισήμανση ότι η γραφή δεν είναι πάντα απρόσκοπτη και ότι αυτό που λέμε έμπνευση αργεί, αλλά όταν έρθει, είναι κατακλυσμιαία, βιαστική, δεν περιμένει:
«Όλη μέρα έσερνα τα μυστικά με δάχτυλα κηλιδωμένα/ κι όμως δεν ήθελε ο ανεμοστάτης να σαλπίσει άλλον ουρανό». «Παράξενα πάλιωσε για πολύ καιρό ο ουρανός/αγωνιώντας να χωρέσει στον σπασμό της νύχτας/τις ορφανεμένες λέξεις».

«Ο Ταχυδρόμος»: Ο Αλέξης Δαφέρμος ο κεντρικός ήρωας του βραβευμένου μυθιστορήματός σας, τοποθετήθηκε στην αναγνωστική μου μνήμη ακριβώς δίπλα από την Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη. Η γνώμη σας;
Έχω ακούσει να το λένε αυτό και ομολογώ πως όταν τέλειωσα τη γραφή του βιβλίου σκέφτηκα ότι ίσως υπάρχει μια συνάφεια ως προς τον λόγο που οδηγεί τους δυο ήρωες στις αδιανόητες πράξεις τους. Πιστεύω ότι και στις δυο περιπτώσεις είναι η αγάπη, η λύτρωση. Στη γραφή όμως, στο συγκείμενο, οι έννοιες αυτές παίρνουν ειδικό περιεχόμενο, γίνονται δηλαδή καθαρτήριες δυνάμεις και συνεισφέρουν στη δραματουργική συνάντηση με την ανείδωτη ύπαρξη, με τα σκοτάδια μας, που αγνοούμε.
Προσθέτουν κάτι τα βραβεία στην ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα ή αφορούν μόνο τη δημόσια εικόνα του;
Τα βραβεία υπάρχουν ερήμην των συγγραφέων και απλώς επικυρώνουν την αποδοχή ενός έργου. Άλλοτε είναι εύστοχα και άλλοτε όχι. Αυτό που προσθέτουν είναι ευθύνη και κάποια αγωνία για τη συνέχεια της συγγραφικής διαδρομής.
«Άτακτο αίμα»: Μια διαδρομή σχεδόν μισού αιώνα εκτυλίσσεται στο νέο μυθιστόρημά σας. Προσανατολίστε μας για τις συντεταγμένες αυτού του σύμπαντος.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με εκτεταμένη πλοκή σε χρονική διάρκεια μισού πράγματι αιώνα και με γραφή εντελώς διαφορετική από αυτήν του Ταχυδρόμου. Πολλοί το είπαν μυθιστόρημα ενηλικίωσης γιατί οι δυο βασικοί ήρωες βρίσκονται στο τέλος της εφηβείας και αναλαμβάνουν δράση στην τελευταία επανάσταση της Κρήτης εναντίον των Τούρκων, στη δύση του 19ου αιώνα. Μέσα στα πολεμικά γεγονότα ενηλικιώνονται χωρίς να αγνοούν τον έρωτα, που έχει μεγάλο ρόλο στη ζωή τους και είναι μια αντίστιξη του αίματος στις μάχες, δηλαδή μια απάντηση στον θάνατο – η κατάφαση της ζωής.
Πρόκειται για ένα περιπετειώδες οικογενειακό χρονικό. Ωστόσο, πίσω από την πρώτη αυτή ανάγνωση, υπάρχει μια δεύτερη, πιο συμβολική: η αιώνια αντιπαλότητα του ανθρώπου και μάλιστα του Κρητικού, ενάντια στη θνητότητα και στη φθορά – η μετάβαση από την ύλη στο πνεύμα, από το εφήμερο στο αιώνιο, η σχέση του ανθρώπου με την αθανασία μέσω της γενεαλογίας και του έρωτα.

Θα μας δώσετε ένα στοιχείο, για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα; Όπως, αν θα έχει τα «χρώματα του κρητικού τοπίου»;
Το επόμενο βιβλίο που θα βγει μάλλον μέσα στο 2022 είναι μια ποιητική συλλογή. Διατηρώ πάντα μια σχέση πάθους με την ποίηση γιατί απ’ αυτήν ξεκίνησα την περιπέτεια της γραφής. Το μεθεπόμενο όμως βιβλίο θα είναι πάλι μυθιστόρημα, με το οποίο θα κλείσει μια άτυπη τριλογία που άρχισε με τον Ταχυδρόμο και συνεχίστηκε με το Άτακτο αίμα. Είναι ήδη έτοιμο, χρειάζεται ακόμα κάποιες μικρές αναθεωρήσεις και εκτυλίσσεται πάλι στην Κρήτη, με μια κεντρική ηρωίδα, παράξενη, ιδιόρρυθμη, την οποία παρακολουθούμε από τον μεσοπόλεμο μέχρι την δεκαετία του 1960.
Υπάρχουν λοιπόν τα «χρώματα του κρητικού τοπίου», όπως λέτε, κάτω από το ιδιαίτερο πρίσμα αυτής της γυναίκας που θέλει να ανυψώσει ή και να επιβάλει την θηλυκή ύπαρξη σ’ ένα δύσκολο χώρο και σε μια πρώιμη εποχή, αλλά δεν την αφήνουν τα «φαντάσματά» της, οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα της, η κρυφή της πληγή. Και όμως, κατορθώνει να σταθεί ισότιμα δίπλα στους άντρες στο κοινωνικό πεδίο, όχι όμως στον γυναικείο της προορισμό, εμποδισμένη από το ίδιο της το σώμα…
Πώς πιστεύετε ότι θα πορευτεί η λογοτεχνία και κατ` επέκταση η γλώσσα σ` αυτόν τον κόσμο της εικονοποίησης;
Αν σκεφτούμε ότι δεν μπορούμε να συναντηθούμε με το παρελθόν μας παρά μόνον αν το εξιστορήσουμε, ότι δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε τα βιώματά μας στους άλλους παρά μόνο αν τα αφηγηθούμε, ότι ο ίδιος ο χρόνος δεν υπάρχει παρά μόνον όταν τον ανασυστήσουμε με τις λέξεις, τότε η γλώσσα έχει ένα μέλλον που θα διαρκέσει όσο ο άνθρωπος. Καλή είναι η εικόνα, αλλά πρέπει να εξηγήσουμε τι είναι. Και τα αισθήματα στη διαχρονική τους πορεία, έχουν ανάγκη από λέξεις: ο έρωτας, η τρυφερότητα, η στοργή, το πένθος, η ευτυχία, πέρα από το άγγιγμα, πέρα από την αφή, μεστώνουν με τις λέξεις.
Έπειτα, ο άνθρωπος θα έχει πάντα ανάγκη από το όνειρο, από το παραμύθι, για να ξεχαστεί, να πετάξει σε άλλους κόσμους, να γοητευθεί από πρωτόγνωρες ιστορίες, να συγκινηθεί, να διδαχθεί επίσης, να δημιουργήσει και ο ίδιος τις δικές του ιστορίες, εάν υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Οι συγγραφείς μαθαίνουν να γράφουν διαβάζοντας τους άλλους. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια ποιότητα θα έχει στο μέλλον η γλώσσα για να ξεπεράσει την απλή επικοινωνία και να γίνει πολιτισμός, αξία, παρηγορία, παλμός; Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θέλει μεγάλη ανάλυση…

Έχετε κατά νου έναν τίτλο βιβλίου που θα περιέγραφε το μέλλον όπως το σκέφτεστε κι έναν όπως θα το επιθυμούσατε;
Ένας τίτλος για το μέλλον με σήμανση υπερβατική, όπως ακριβώς θα το ήθελα, ανήκει στον Πωλ Βεν: «Και στην αιωνιότητα δεν θα πλήττω» (εκδόσεις Εστία). Επιμένω στην υπερβατικότητα του τίτλου, που ξεπερνά τα εγκόσμια. Ο άλλος, που περιγράφει τον κόσμο όπως τον σκέφτομαι, τον κόσμο τον επίγειο, ανήκει στον Ρεμπώ: «Εκλάμψεις». Εκεί χωράει ό,τι έχει καθένας στο νου: τα λαμπερά έργα του πολιτισμού και της τέχνης που θα έρθουν, την έμπνευση, τις κορυφές της ανθρώπινης επινόησης, την αποκάλυψη της αλήθειας, το φως της αγάπης, τον σπινθήρα της συγκινημένης αφής…
O Γιώργος Παπαδάκης στο διαδίκτυο: http://papadakisgeorges.rf.gd/index.html – https://www.facebook.com/profile.php?id=100012919356703
Τις φωτογραφίες του άρθρου παραχώρησε στο MAXMAG ο συγγραφέας Γιώργος Παπαδάκης
Πληροφορίες για τα βιβλία του Γιώργου Ν. Παπαδάκη:
2021
σ. 672
ISBN: 978-960-05-1801-6
Τιμή: 16.00€
Μυθιστόρημα