
[punica-dropcap]Π[/punica-dropcap]ήρα χάπια στην ηλικία των 15 ετών. Θυμάμαι τότε, ένα χέρι να με χτυπάει στην πλάτη και να μου λέει χαμογελώντας: «Μην ανησυχείς, είναι μικρό το τίμημα για μια τέτοια ανταμοιβή». Δεν το σκέφτηκα πολύ. Ή για να είμαι ειλικρινής, δεν θέλησα να το σκεφτώ περισσότερο. Οφείλω όμως να παραδεχτώ ότι την δουλειά τους την έκαναν. Αισθάνθηκα πρώτη φορά πως η ζωή μου είχε αποκτήσει νόημα. Μία διάσταση, στην οποία το σεξ και τα λεφτά φαντάζουν μικροπράγματα. Έπειτα, αγκιστρώθηκα σε αυτό το νήμα και κάθε φορά καύλωνα όλο και περισσότερο. Ύστερα από κάθε χρήση, ένιωθα κάτι απροσδιόριστο να κατακλύζει το σώμα και το μυαλό μου, αν η λέξη αυτή δεν είναι τόσο φτωχή. Άλλες φορές πάλι, όταν δεν κατάφερνα να βρω χρήματα για την δόση μου, έτρωγα τις σάρκες μου. Κυριολεκτικά! Ήλπιζα, πως το δέρμα μου είχε αποκτήσει μία άλλη γεύση από την ηρωίνη και τις αμφεταμίνες, τις οποίες μάλιστα πιπίλιζε η γλώσσα μου με τόση λαχτάρα, όση δεν ένιωσαν οι άνθρωποι για τα ιδανικά τους. Δάγκωνα λοιπόν, τον εαυτό μου με τόση μανία που τελικά τον μάτωνα. Μετά από εκεί, ένα κενό μνήμης. Οι γιατροί κάθε φορά μου ψιθύριζαν πως είχα πεθάνει για μια στιγμή και πως με έσωσαν στο τσακ! Μερικές φορές ήταν πολύ αστείο. Αυτό γινόταν συνήθως κάθε Κυριακή. Μπορεί να έμοιαζε πληκτική για τους υπόλοιπους, για μένα όμως ήταν ευκαιρία να βολτάρω στους διαδρόμους των εντατικών.

Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε όμορφες και άσχημες νοσοκόμες, χοντρές και άλλες θεοπάλαβες, εγώ έβαζα σκοπό της ζωής μου να δανειστώ λίγα από τα υπέροχα ζαχαρωτά που έκρυβαν στις τσέπες τους. Δεν γνωρίζω αν ήταν τόσο αφελείς ή απλά με συμπαθούσαν, εγώ όμως δεν έχανα την ευκαιρία να αρπάξω κάθε λογής φαρμάκων που ορεγόταν η ύπαρξή μου. Παρόλο που μπορεί να έβγαζα τρελά φράγκα αν τα πούλαγα έξω, εγώ τα κρατούσα για τα κρύα βράδια, τότε που όλα στέγνωναν μέσα μου και ήταν ήδη αργά για να μπορέσω να περπατήσω. Έτσι λοιπόν, σαν έπαιρνα ένα δροσερό «Speedball», έτσι είχα ονομάσει το κοκτέιλ μου, ένιωθα την απόλυτη ηδονή που μπορούν να νιώσουν 10 άνθρωποι μαζί. Καλά, εδώ που τα λέμε μπορεί και περισσότεροι, αλλά αποφεύγω να γίνομαι υπερβολικός. Μεταξύ μας, κάποιες φορές ήταν τόσο σκληρή η πραγματικότητα που η άσπρη σκόνη έδινε λύση. Πάντα έδινε. Η σκληρότητα όμως, που ανέφερα βρίσκεται σε μία συνήθεια της κοινωνίας μας. Θυμάμαι αρκετά πρωινά που ο κόσμος, ενώ έτρεχε να κυνηγήσει δόξα και χρήμα, κλοτσούσε σαν μπάλα εμάς τους ξεπεσμένους του Παραδείσου για να κρυφτούμε πίσω από τα δέντρα. Όσο πιο πίσω γινόταν για να μη φαινόμαστε, σε σημείο που, αν κάποιος πέθαινε, γινόταν αντιληπτός την 3η μέρα, όταν από την μυρωδιά αρρώσταιναν τα κλαδιά των δέντρων και τα φύλλα έπεφταν σαν ωδή στον νεκρό που κοίμιζαν. Δε βαριέσαι, όσους θέριζαν άλλοι τόσοι φύτρωναν.
Από τη μία, για να είμαι ειλικρινής με όλους σας, το καταλαβαίνω. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που τα σκυλιά έγλειφαν τα ασθενικά σώματα των ναρκομανών, γεμάτα τρύπες, περιμένοντας να λιώσουν και έτσι να αποκτήσουν τη λιχουδιά τους. Για τέτοιες εικόνες, φανταστείτε, δεν ήμουν ούτε εγώ προετοιμασμένος. Άλλοτε πάλι, αναλογιζόμουν πως εμείς, τόσο χαμηλά που ζούμε, φιλώντας σχεδόν κάθε χιλιοστό του εδάφους, δεν γίνεται να ενοχλούμε τόσο. Πάντως, αυτό που ξέρω είναι ότι το πάθος μας το μοιράζουμε ανά μεταξύ μας. Εξάλλου, δεν γίνεται και αλλιώς, καθώς τα καλούδια μας είναι ένας χορός που δεν χορεύεται από πριν. Μόνο αν καταφέρεις να δεθείς στον κύκλο τότε μια μέρα θα σύρεις εσύ τα βήματα. Και άπαξ ξεκινήσεις εσύ το γλέντι σύντομα θα σε γλεντά το χώμα. Εγώ, ευτυχώς, προσπαθώ να είμαι στη μέση. Είναι αστείο αν το καλοσκεφτεί κανείς. Ενώ τα ναρκωτικά θα βρίσκονται πάντα στο πιο βαθύ άκρο, εγώ παραδίνομαι στη μέση. Αυτό αν το έλεγα στους δικούς μου θα γέλαγαν τόσο, που θα πέθαναν επί τόπου. Αλήθεια λέω…
Όλοι μας, αργά ή γρήγορα κάνουμε τις επιλογές μας. Σωστές και λάθος. Με ό,τι υποδεικνύει η λογική του καθενός και εγώ με ό,τι αρρωσταίνει την παράνοια μου. Κακά τα ψέματα, αύριο μεθαύριο θα πεθάνω. Είτε στον δρόμο, είτε τις Κυριακές στα αναπαυτικά κρεβάτια. Όμως, εδώ και τριάντα τόσα χρόνια, μένω πιστός σε μία ιδέα μου. Ο καθένας να διαλέξει το τέλος που αγαπά. Είναι τουλάχιστον άδικο, αν όχι ανήθικο, ο θάνατος να συναντήσει εμάς πρώτους. Εγώ, για παράδειγμα, δε θέλω να ασπρίσω. Δεν πάει άλλωστε το άσπρο στο μαλλί μου. Προτιμώ να χάνω λίγες, λίγες, τις τρίχες που μου απομένουν. Κι όταν πια τις χάσω όλες, μόνο τότε θα πέσω κι εγώ μαζί τους. Παρόλο λοιπόν, που έπινα σκέτο τον καφέ μου, επιθυμούσα σε όλη μου την ζωή ένα γλυκό τέλος. Όσο πιο γλυκό γίνεται. Αν αυτό το φέρει η μεθαδόνη, τότε θα φιλήσω το χέρι αυτού που μου την κέρασε. Αν όμως, με αγκαλιάσει η ηρωίνη, θα στήσω άγαλμα στον Θεό μου για το δώρο του. Τέλος, γιατί σας κούρασα με τα σκοτάδια μου, θέλω ένα δίλημμα να ονομάσω παρακάτω χωρίς να αφορά τα καλούδια μου. Για εμένα η ελευθερία ήταν πάντοτε η βάση μου. Για εσάς είναι στόχος;