Ζούμε σε μια κοινωνία περίεργα χωρισμένη στα δύο, με κομβικό σημείο το internet. Από τη μία έχουμε αυτούς που μεγάλωσαν χωρίς internet και προσπαθούν να προσαρμοστούν (π.i = πρό internet) και αυτούς που από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκαν έγιναν story στο Instagram (μ.i = μετά internet). Μέσα σε αυτό το κλίμα, αντιλαμβάνεται ο καθένας πως, είναι λογικό να υπάρχει το λεγόμενο χάσμα γενεών. Κανένας όμως δε μίλησε για τα κοινά αυτών των δύο γενεών. Το βασικότερο απ αυτά τα κοινά, είναι μια τέχνη η οποία είναι βαθιά ριζωμένη πριν χρόνια. Η ελεύθερη πρόσβαση σε μία θάλασσα πληροφοριών έχει συμβάλει θετικά. Έτσι, η τέχνη αυτή έχει οικειοποιηθεί, εξασκηθεί και αναπτυχθεί σε όλες τις ηλικίες. Φυσικά ο λόγος γίνεται για την «τέχνη του να είσαι καλός στη δουλειά του άλλου».
Η συγκεκριμένη τέχνη δεν είναι ευρέως γνωστή με τον συγκεκριμένο τίτλο, αλλά εξασκείται καθημερινά ακόμα και ασυναίσθητα. Το άτομο, δηλαδή, που τη χρησιμοποιεί μπορεί να μην αντιλαμβάνεται καν πως την ασκεί. Μπορεί να είσαι εσύ, εγώ, ο καθένας. Κι εκεί ακριβώς ξεκινάει το πρόβλημα. Όταν δεν αντιλαμβάνεσαι κάτι δεν μπορείς να το τιθασεύεις ή να το διορθώσεις.
Η λέξη τέχνη, σπανίως συναντάται με την αρνητική της μορφή –τέχνη είναι, είναι δυνατόν να είναι κακή;-. Ακόμα και στη λαϊκή παράδοση η λέξη τέχνη αποδίδεται με θετικό πρόσημο όπως π.χ. το γνωστό «Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε». Η συγκεκριμένη τέχνη όμως, όχι μόνο θετική δεν είναι αλλά ορισμένες φορές τείνει να ξεπεράσει τα όρια της αγένειας ή ακόμα και της προσβολής.
Ας ξεμπλέξουμε το κουβάρι του συλλογισμού σταδιακά με παραδείγματα από την καθημερινότητα. Σκέψου, λοιπόν, πως έμαθες μια δουλειά είτε σπουδάζοντας είτε έμπρακτα. Ίσως να υπήρξες σε έναν, ή περισσότερους κλάδους. Εσύ όμως ως άνθρωπος δηλαδή έλλογο και κοινωνικό ον, σε κάποια από τις συναναστροφές σου βρίσκεσαι στο στόχαστρο αυτής της προαναφερθείσας τέχνης. Κάποιος σου υποδεικνύει πως πρέπει να κάνεις αλλά και πως να αντιληφθείς μια εργασία/προέκταση της προσωπικότητας σου (εφόσον η δουλειά καλύπτει το 1/3 –στην καλύτερη περίπτωση– τη μέρα σου, γίνεται στοιχείο του «εγώ» σου). Προς αποφυγή κάποιας παρερμηνείας, άλλο το να εκφέρεις άποψη κι άλλο να νομίζεις ότι εσύ θα δρούσες καλύτερα σε μία κατάσταση, την οποία μάλιστα, δεν έχεις βιώσει ποτέ.
Η θέση του παθητικού δέκτη αυτής της τεχνικής, είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Η πορεία του στο επάγγελμα αυτό το πιο πιθανό είναι να μην είναι στρωμένη με ροδοπέταλα αλλά να μοιάζει περισσότερο με Γολγοθά. Έχει περάσει από αποτυχίες, επιτυχίες, πίκρες, χαρές… Κι όμως δεν το έβαλε κάτω. Δοκίμασε ξανά και ξανά τρόπους, ο ένας πιο «έμπειρος» από τον προηγούμενο.
Ο ενεργητικός δέκτης από την άλλη ασκεί την τέχνη αγνοώντας, σχεδόν αδιαφορώντας, για τα συναισθήματα του άλλου, μηδενίζοντας την εμπειρία και –γιατί όχι– την αυτοεκτίμηση του. Γίνεται ο «εγώ θα το έκανα καλύτερα» κι ο συνομιλητής του ο «αδιάφορος», «ο μη επιτυχημένος», ο «μη ευρηματικός». Αλήθεια, πως γίνεται να νομίζει πως ξέρει καλύτερα, πως θα έπραττε το σωστό μη μπαίνοντας στα παπούτσια του άλλου; Πως μπορεί να κορδώνεται περήφανα και να βγάζει θεωρίες χωρίς να βλέπει την καμπούρα του;
Η «τέχνη του να είσαι καλός στη δουλειά του άλλου», δεν εφαρμόζεται μόνο σε ό,τι αφορά την επαγγελματική πορεία, αλλά και την επαγγελματική γνώση. Φυσικά τότε, η τέχνη αυτή, εκτροχιάζεται εντελώς από τα όρια της άγνοιας και φτάνει στα όρια της επιπολαιότητας ή ακόμα καλύτερα, στα όρια της ύβρης. Το χειρότερο όμως είναι όταν εξασκείται πάνω σε επιστήμες. Ναι, ακόμα και στη θεολογική επιστήμη όπου όλοι ξέρουν και κανένας δεν ξέρει ταυτόχρονα.
Η τέχνη αυτή υπάρχει και καλπάζει μέρα με τη μέρα. Γιατί η πληροφόρηση του σπασμένου τηλεφώνου δε σταματά σε καφενειακές συνάξεις. Γίνονται άρθρα, κλικς, φωνές, ιδέες και όλα αυτά συμπεράσματα. Πρόχειρα, βιαστικά και εν τέλει λανθασμένα. Μην παραλειφθεί δε, ότι φέρει ευθύνη για όσους ασπαστούν αυτά τα αποτελέσματα/γνώμες χωρίς να εξετάσουν τα στοιχεία. Απλά θα ανοίξουν το στόμα για να φάνε μια μασημένη τροφή, που θα αναμασήσουν αργότερα.