Αρχίζει πάλι η μέρα, η ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται. Συνεχόμενη ανεργία, με το κινητό στο χέρι περιμένοντας να χτυπήσει, καμιά φορά σου έρχεται να το παρακαλέσεις να χτυπήσει για να είναι κάποιος να σου κλείσει μια συνέντευξη για δουλειά. Ένας φαύλος κύκλος η καθημερινότητα του κάθε ανέργου.
Στα 27 χρόνια που ζω βρίσκομαι στο άνθος της ανεργίας μου, κι εγώ και πάρα πολλοί νέοι. Η μόνιμη δικαιολογία είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον δουλειές στην Ελλάδα κι αν βρεις τότε σίγουρα έχεις μέσο. Ας το πάρουμε από σφαιρικής απόψεως, κάποιες δουλειές υπάρχουν, δεν είναι τέλειες είναι απλά για προς το ζην. Κάποιες άλλες δουλειές είναι για χαμαλίκι με λίγα χρήματα, απλά σκέτη εκμετάλλευση. Στην οικονομική κρίση που διανύουμε τα τελευταία χρόνια όλοι είμαστε θύματα, μα πιο πολύ εμείς οι νέοι.
Μας πήραν το μέλλον μας, τα όνειρα μας και μας διώχνουν από την πατρίδα μας, μακριά από την οικογένεια μας για ένα καλύτερο αύριο. Τα ποσοστά νέων μεταναστών έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Κι όσοι από εμάς μένουμε πίσω με την ελπίδα ότι κάτι θα βρεθεί έρχεται ο εργοδότης που θέλει νέα άτομα να ζητήσει προϋπηρεσία χωρίς καν να δώσει ευκαιρίες σε νέα παιδιά που επιθυμούν να μάθουν, που θέλουν να δουλέψουν.
Κι έτσι καταλήγουν σε δουλειές που δεν έχουν μέλλον ή δεν τους αρέσουν, απλά γιατί έχουν ανάγκη να εργαστούν. Όσοι είναι τυχεροί και βρίσκουν φυσικά εργασία. Όταν ανοίγουν νέες θέσεις όλοι τρέχουν να προλάβουν μια, χιλιάδες αιτήσεις, εκατοντάδες βιογραφικά, μορφωμένα μυαλά με πτυχία να αγωνιούν καθημερινά.
Κι η καθημερινότητα ενός νέου ανέργου να ψάχνει στο ίντερνετ αγγελίες, να στέλνει βιογραφικά και να παίρνει τηλέφωνα. Για να καταφέρει να κλείσει ένα ραντεβού ώστε να περάσει τη διαδικασία της συνέντευξης. Έστω και μια συνέντευξη χαρίζει ελπίδα σε αυτές τις ανέλπιστες εποχές που ζούμε.
Ψάχνουμε το μέλλον μας μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή είτε στην Ελλάδα είτε όχι, με πτυχίο η χωρίς. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν πραγματικά είναι αλήθεια όλο αυτό ή είναι ένας κακός εφιάλτης που βιώνουμε. Κι όταν ξυπνήσω το πρωί θα ντυθώ και θα πάω στη δουλειά.
Οι εργοδότες, από την άλλη μεριά, έχουν πληθώρα επιλόγων λόγω των πολλών βιογραφικών που λαμβάνουν, μα για τον άνεργο οι συνεντεύξεις είναι μηδαμινές, αγχώδεις ώρες μέχρι να έρθει εκείνη τη στιγμή που πρέπει να ξεχωρίσεις ανάμεσα σε πολλούς άλλους με την ίδια επιθυμία με σένα, να εργαστείς. Και ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ξεχωρίσεις, κανείς δε ξέρει, αυτά δεν τα παπαγαλίζουν στα σχολεία, πως όταν βγεις να αντιμετωπίσεις την αγορά εργασίας είσαι μόνος.
Σε αυτήν την πραγματικότητα, στην Ελλάδα του 2017, την Ελλάδα των μνημονίων, τα όνειρα των νέων είναι παράπλευρες απώλειες, υπάρχει ένα ρητό που αναφέρει πως «όταν αγαπάς τη δουλειά σου την κάνεις καλύτερα», μα δυστυχώς οι νέοι δεν μπορούν να βιώσουν αυτό το συναίσθημα λόγω έλλειψης επιλογών, είμαστε η γενιά των σερβιτόρων και των delivery, και ναι είμαστε περήφανοι για αυτό έστω και χαμηλόμισθοι και με υπερωρίες στην πλάτη μας, απλήρωτες φυσικά μη ξεχνιόμαστε.
Και το άγχος να αγριεύει καθώς τα έξοδα αυξάνονται και τα έσοδα μειώνονται, και πόσο να αντέξει ένας νέος χωρίς δουλειά; Αυτό είναι ένα ερώτημα που θέτω και στον εαυτό μου ή σε φίλους, η απάντηση που παίρνω είναι πως δεν αντέχεται και ειδικά όταν δεν έχεις βοήθεια από πουθενά. Ακούω φίλους να μιλάνε, να κάνουν σχέδια για εξόδους, για ταξίδια, για ψώνια κι κόβεται η ανάσα μου διότι εγώ δεν μπορώ να κάνω σχέδια πλέον, ακόμη κι ένας απλός καφές καμιά φορά φαντάζει μακρινός λόγω των χρημάτων. Αυτό είναι το κίνητρο που κάποιοι νέοι αντέχουν μια δουλειά που δε θέλουν, ο φόβος της ανεργίας. Πλέον σταματήσαμε να είμαστε άνθρωποι και γίναμε… ένα κινούμενο άγχος.
Και ναι έχω απογοητευτεί από ένα σύστημα που δε θέλει να σηκώσουμε το ανάστημα μας στα δικά μας χέρια, επειδή πρέπει να δουλέψουμε σκληρότερα για αυτά που οι περασμένες γενιές είχε για δεδομένα, το κάθε ευρώ μετράει κι ας έρχεται από οποιαδήποτε εργασία, η μάχη με την ανεργία είναι άνιση αλλά ευτυχώς είμαστε περισσότεροι.