
“Του έρωτα και της φυγής”. Με τούτη τη φράση είχε χαρακτηρίσει ο σπουδαίος Μάνος Χατζιδάκις το ρεμπέτικο τραγούδι σε ομιλία του στις 31 Ιανουαρίου του 1949 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, επισημαίνοντας την ακριβή θεματολογία του μουσικού αυτού είδους. Σε πόσους όμως είναι γνωστή η πραγματική υπόσταση και έννοια του ρεμπέτικου; Κατά πόσο εν έτει 2019 οι μελωδίες του αντηχούν σαν άλλοτε;
Ζώντας σε καιρούς που η μουσική έχει εμπορευματοποιηθεί, οι ήχοι είναι πλέον ηλεκτρονικοί, φιξαρισμένοι και οι στίχοι πολλές φορές γράφονται σχηματίζοντας ομοιοκαταληξίες δίχως έμπνευση, δίχως πνοή και νόημα, απλώς και μόνο γιατί πρέπει να γραφτούν ώστε συνοδεύσουν το εκάστοτε τραγούδι, με στόχο να γίνει αγαπητό σε όσο περισσότερους γίνεται, – μόνο αυτό το καθιστά επιτυχία-, το ρεμπέτικο υπάρχει για να μας θυμίσει εποχές διαφορετικές, με ιστορία βαρυσήμαντη.
Αν και σήμερα εντάσσεται στη λίστα άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, η ιστορία του τίποτα δεν προμήνυε κάτι τέτοιο. Βλέπετε μιλάμε για ένα είδος που αν και είναι άμεσα συνυφασμένο με τη λαϊκή μας παράδοση αποτελώντας ακρογωνιαίο λίθο της, έχει λογοκριθεί όσο κανένα άλλο είδος, απόρροια βέβαια και της εποχής που γεννήθηκε.
Τέλη του 19ου αιώνα στα λιμάνια των πόλεων όπως ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε η εργατική τάξη κάνει την εμφάνιση του το ρεμπέτικο, οι απαρχές του οποίου συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών, ονόματι μουρμούρικα και πιο συγκεκριμένα στο Μεντρεσέ το 1834. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα «γιαλάδικα», που πήραν τ’ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα -γιάλα» ή «αμάν γιάλα» ή «γιαλελέλι». Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ’ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, των οποίων τα στοιχεία παρείσφρησαν στο ελληνικό τραγούδι καθώς λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής το μεταναστευτικό ρεύμα ήταν τεράστιο, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν’ αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή.

Κορυφαίος εκφραστής του ρεμπέτικου καθίσταται ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος το 1932 πραγματοποιεί και τις πρώρες ηχογραφήσεις τραγουδιών. Ωστόσο, η δικτατορία του Μεταξά αποτέλεσε τροχοπέδη στην ατόφια έκφραση του ρεμπέτικου την εποχή εκείνη, όπου η λογοκρισία ήταν έντονη. Αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες, ιστορίες του υποκόσμου, στοιχεία που πραγματευόταν το ρεμπέτικο περιορίστηκαν ή μάλλον ωραιοποιήθηκαν. Οι ηχογραφήσεις σταμάτησαν εντελώς την περίοδο της κατοχής. (1941-1946) Εντούτοις έως το 1941 αναδείχθηκαν οι κυριότεροι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πλήθος άλλων.
“Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του”, αναφέρει ο Χατζιδάκις ειρωνευόμενος τους ηθικολόγους που θεωρούν ότι το ρεμπέτικο αμαυρώνει την ελληνική μουσική. Μετά την απελευθέρωση είναι η περίοδος ”εξευγενισμού” του ρεμπέτικου, το οποίο παύει να ανήκει πλέον στο περιθώριο και αρχίζει να χαίρεται ευρείας αποδοχής. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτελεί χαρακτηριστική μορφή της εποχής, ενώ στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Σωτηρία Μπέλλου. Στα μέσα της δεκαετίας του 50 δημιουργείται το αρχοντορεμπέτικο, ενώ στη δεκαετία του 60 εκδίδονται μελέτες που ερευνούν το ρεμπέτικο, μουσικές ανθολογίες από συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, καθώς και βιογραφίες ρεμπετών.

Χρήζει αναφοράς ο παραλληλισμός του Μάνου Χατζιδάκι, σύμφωνα με τον οποίο το ρεμπέτικο τραγούδι ενέχει στοιχεία βυζαντινής μουσικής στην ευρεία έννοια καθώς και με την αρχαία τραγωδία. Λόγος, μουσική και κίνηση είναι τα γνωρίσματα του ρεμπέτικου από τη σύνθεση αποτελούμενη από ζεϊμπέκικο, χασάπικο και σέρβικο έως την εκτέλεση του. Μια αρτιότητα που θυμίζει κατά πολύ την αρχαία τραγωδία. Συγχρόνως κλίμακες, πτώσεις, διαστήματα σε διακριτή λιτότητα μέσω της οποίας είναι ιδιαιτέρως έκδηλη η επιρροή του βυζαντινού στοιχείου και μία εσωτερικότητα, ίδιον των Ελλήνων. Τη στάση ωστόσο του Χατζιδάκι δεν ενστερνίζονται όλοι, καθώς θεωρούν ότι η προέλευση του είναι καθαρά ανατολίτικη. Γεγονός που καθιστά αμφιλεγόμενη τη συμβολή του ρεμπέτικου στον πολιτισμό.
Αυτό είναι λοιπόν το ρεμπέτικο. Γνήσιο. Ατόφιο. Καυστικό. Μιλά στην ψυχή. Εκφράζει μια εποχή που οι άνθρωποι αναζητούσαν διέξοδο. Μια περίοδο μεταπολεμική, χαοτική με πρόδηλη ρευστότητα που γεννά ερωτήματα που άπτονται της πολιτικής, της κοινωνίας, της τέχνης, της φιλοσοφίας. Σαν ένας έφηβος με τόση ζωτικότητα, η οποία αναζητά το μονοπάτι προς την ωρίμανση.
Πηγές:
- mousikes-diadromes.gr
- cnn.gr
Σύνταξη κειμένου: Γιούλη Αμπαρτζόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου