
Η τάση της βιωσιμότητας στη μόδα δεν έχει κλείσει ούτε δεκαετία μετά την παγκόσμια συγκίνηση που προκάλεσε η κατάρρευση του κτιρίου Rana Plaza στο Μπανγκλαντές το 2013 και σημειώνει ρυθμό ανάπτυξης 50% ετησίως. Κι αυτό διότι δεν πρόκειται για τάση. Πρόκειται για συμπεριφορά, για κουλτούρα, για παιδεία. Σημαντικότερα, πρόκειται και για επιτακτική ανάγκη των καιρών μας. Η βιομηχανία της μόδας φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη ρύπανση του περιβάλλοντος παγκοσμίως μετά τη βιομηχανία πετρελαίου. Το θέμα λοιπόν που εγείρεται, είναι ηθικό κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά και αφορά στις συνθήκες εργασίας, το δίκαιο εμπόριο και τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος.
Η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών με τέτοιο αυξανόμενο ρυθμό, δημιουργεί μια νέα αγορά προς εκμετάλλευση για όλο και περισσότερες εταιρείες. Εταιρείες γρήγορης μόδας, όπως η ZARA και η H&M, αλλά και μεγάλη κολοσσοί της μόδας και της Haute Couture, όπως η Chanel, έσπευσαν να ικανοποιήσουν το νέο αυτό αγοραστικό κοινό λανσάροντας ετήσιες ή μεμονωμένες συλλογές φιλικές προς το περιβάλλον, την #JoinLife initiative, την Conscious Exclusive, και την Eco Couture αντίστοιχα. Αρκούν όμως τέτοιες μεμονωμένες και περιορισμένες κινήσεις; Είναι η απάντηση στο πρόβλημα που αφορά την ηθική και μόδα ή μήπως είναι γρήγορες μαρκετινίστικες απαντήσεις;
Η σχεδιάστρια Stella McCartney αποφαίνεται πως «το να κάνεις κάτι μικρό είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτα απολύτως». Η ίδια όμως κάνει πολλά περισσότερα έχοντας την κοινωνική ευθύνη σε πρώτο πλάνο σε όλα τα στάδια σχεδιασμού και παραγωγής του οίκου της, ενώ εμπνέει και συμπαρασύρει στην κοινωνική της ευαισθησία οίκους κάτω από τον ίδιο όμιλο Kering στον οποίο ανήκει, όπως η Gucci, αλλά και εταιρείες με τις οποίες συνεργάζεται, όπως η Adidas. Με τη φράση της όμως αυτή, περνάει τη σκυτάλη και σε εμάς, ως καταναλωτές. Διότι το ερώτημα είναι το εξής: αρκεί να περιμένουμε από τις εταιρείες να ακολουθούν ηθικές πρακτικές ή οφείλουμε να λάβουμε ενεργό ρόλο αλλάζοντας την καταναλωτική μας συμπεριφορά, δίνοντας έτσι ένα ξεκάθαρο και χειροπιαστό μήνυμα στις εταιρείες να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες τους;

Θεωρητικά όλοι κλίνουμε προς τη δεύτερη επιλογή, όμως πρακτικά φαντάζει χρονοβόρα και απρόσιτη, ώστε την απορρίπτουμε πολύ γρήγορα. Μια ουσιαστική αλλαγή στις συνήθειές μας, σίγουρα απαιτεί να αφιερώσουμε χρόνο. Όμως υπάρχουν μικρά και απλά βήματα για να ξεκινήσουμε ανώδυνα.
Τα 3 οικολογικά R (reduce, reuse, recycle) όταν μιλάμε για ηθική και μόδα γίνονται 4: Reduce, Reuse, Repair, Resell. Για αρχή λοιπόν, μπορούμε να μειώσουμε τις αγορές μας και να τις περιορίσουμε σε αυτά που χρειαζόμαστε κάθε σεζόν, που συμπληρώνουν την γκαρνταρόμπα μας και ταιριάζουν στο στυλ μας. Εφόσον καθορίσουμε εμείς τι θέλουμε και τι χρειαζόμαστε, είναι πιο εύκολο να προχωρήσουμε σε μία έρευνα αγοράς που θα ξεπερνάει τη μέχρι πρότινος σύγκριση τιμών. Κάτω από το μικροσκόπιο θα πρέπει να βάλουμε και τις διεθνείς εταιρείες γρήγορης μόδας και μαζικής παραγωγής, αλλά και τοπικές επιχειρήσεις και σχεδιαστές, θέτοντας τα δύο εξής ερωτήματα:
- Από πού προμηθεύονται τα υλικά και τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν;
- Ποιος φτιάχνει τα ρούχα τους;
Η πρώτη ερώτηση μας απαντά αν οι πρώτες ύλες τους είναι φιλικές προς το περιβάλλον καθώς και με τι επιπτώσεις έχουν παραχθεί ή συλλεχθεί, ενώ η δεύτερη αναδεικνύει ποιες κοινωνικές ομάδες και σε τι συνθήκες εργασίας παράγουν τα ρούχα που θα επιλέξουμε. Η διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων μπορεί να ξεκινήσει από το website κάθε εταιρείας που μας ενδιαφέρει, αλλά και από συλλογικές έρευνες και συγκρίσεις που έχουν διεξαχθή πριν από εμάς, όπως είναι το Transparency Index της Fashion Revolution και οι κριτικές στην εφαρμογή Good On You.

Το κίνημα της Fashion Revolution “who made my clothes?” έχει ως αποτέλεσμα μία συνεχώς ενημερωμένη αναφορά με το δείκτη διαφάνειας των μεγαλύτερων εταιρειών στο χώρο της μόδας παγκοσμίως, εξετάζοντας ποιες παρέχουν ανοιχτά τις παραπάνω πληροφορίες, καθώς και πολλές άλλες σχετικές με την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, για την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών. Η εφαρμογή Good On You από την άλλη μεριά, εξετάζει πόσο ηθικές είναι οι ενέργειες και οι πρακτικές που ακολουθεί κάθε εταιρεία δίνοντας τη δυνατότητα στο χρήστη να τις αξιολογεί και να αφήνει την κριτική του ανοιχτά στη διάθεση των υπόλοιπων χρηστών-καταναλωτών. Τέτοιες πρωτοβουλίες προωθούν έναν καλώς εννοούμενο ανταγωνισμό και ασκούν πίεση σε όλο και περισσότερες εταιρείες να παρέχουν αυτές τις πληροφορίες, αλλά και να διορθώνουν τις πρακτικές τους, ώστε να μη βλάψουν την εικόνα τους.
Μία άλλη απλή ένδειξη της βιωσιμότητας του ρούχου που μπορούμε να εξετάσουμε πριν προχωρήσουμε στην αγορά του, είναι το ύφασμα. Φυσικά υφάσματα όπως, το οργανικό βαμβάκι, το μετάξι, και το δέρμα από φελλό, καθώς και τα ανακυκλώσιμα υφάσματα, όπως το βαμβάκι, το μαλλί, το κασμήρι και ο πολυεστέρας, αποτελούν τις ιδανικές επιλογές. Ενώ υφάσματα ακρυλικά, νάιλον, βισκόζης μπαμπού ή από συμβατικό βαμβάκι, δεν αποτελούν βιώσιμα υλικά, άρα ούτε και την καλύτερη επιλογή μας.
Εφόσον εστιάσουμε στην ενημέρωσή μας και σε μια ενδελεχή έρευνα πριν βγούμε για ψώνια, είναι εξίσου σημαντικό να συμπεριφερθούμε σωστά σε αυτά που ήδη κατέχουμε. Αυτό αφορά στον σωστό τρόπο αποθήκευσης των ρούχων, αξεσουάρ και υποδημάτων μας, αλλά και στις λιγότερες και ορθότερες πλύσεις, ώστε να μην τα καταστρέφουμε. Ακόμη αφορά στην επιλογή μας για επιδιόρθωση όπου αυτό είναι δυνατόν ή στην αλλαγή χρήσης του αντικειμένου, αντί να το πετάξουμε στα σκουπίδια και να στραφούμε εύκολα σε μια νέα αγορά. Τέλος, είναι προτιμότερο αντί να πετάξουμε ό,τι δεν θέλουμε, να το δωρίσουμε, να το πουλήσουμε ή να το ανακυκλώσουμε.
Αυτά είναι κάποια μικρά βήματα που μπορούμε να κάνουμε εμείς ως καταναλωτές, για να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στην ηθική και μόδα και να μην αφαιρούμε την ευθύνη από πάνω μας περιμένοντας απλώς τις εταιρείες να ακολουθούν ηθικές διαδικασίες. Θα πρέπει αντ’ αυτού, να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας σε πιο ηθικές καταναλωτικές συμπεριφορές και να κάνουμε τη δική μας επιλογή για το σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε και τι περιβάλλον θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης και στήριξης με κάθε μας αγορά σε εταιρείες με κοινωνικά και περιβαλλοντικά ηθικές πρακτικές.