
Η διεθνής κοινότητα βρίθει από αντιφάσεις. Μέσα από αυτές, αναδεικνύεται μια αβυσσαλέα πολυπλοκότητα, η οποία καλείται να αποκωδικοποιηθεί. Στο πρόσωπο της Σου Κι, της ηγέτιδας της Μιανμάρ, μπορεί κανείς να διακρίνει δύο πτυχές: Από τη μία, η ακτιβίστρια πολιτικός που έφερε την ελευθερία στη χώρα της. Από την άλλη, ο δήμιος που επέτρεψε τη σφαγή χιλιάδων ανθρώπων. Η ειρήνη και η γενοκτονία έχουν το ίδιο πρόσωπο.
Η Μιανμάρ, χώρα της νοτιο-ανατολικής Ασίας, κάποτε ήταν γνωστή ως Βιρμανία. Το καθεστώς που ασκούσε τον έλεγχο, από το 1962 μέχρι το 2011, ήταν μια στρατιωτική δικτατορία. Η καταδυνάστευση των πολιτών από τους στρατιωτικούς επέβαλλε κυρώσεις και εμπάργκο στη χώρα από τη διεθνή κοινότητα. Η μεγάλη αντι-καθεστωτική αντίδραση ήρθε το 1988, με μια μεγάλη εξέγερση που κατέπνιξε ο στρατός. Σε αυτές τις ειρηνικές διαδηλώσεις πρωτοστάτησε η Αούνγκ Σαν Σου Κι, έχοντας ως πρότυπα τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον Μαχάτμα Γκάντι.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Σου Κι τέθηκε υπό κατ’ οίκον περιορισμό από το στρατιωτικό καθεστώς. Στα μάτια πολλών πολιτών της Μιανμάρ, όμως, οι ακτιβιστικές της ενέργειες την κατέστησαν ως ένα σύμβολο δημοκρατίας για τη χώρα. Το όραμα όσων ζητούσαν ελευθερία θα αργήσει να πάρει σάρκα και οστά. Παρόλα αυτά, η Σου Κι θα τιμηθεί, το 1991, με το Νόμπελ Ειρήνης για «τον ειρηνικό της αγώνα για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα» στη χώρα της. Το 2015 πλέον, στην, φαινομενικά, ελεύθερη και δημοκρατική Μιανμάρ, η Σου Κι αναδεικνύεται ως ηγέτιδα.

Η Μιανμάρ στην πλειοψηφία της είναι βουδιστική. Για αιώνες όμως, εντός των γεωγραφικών της ορίων και συγκεκριμένα στο δυτικό τμήμα, υπάρχει μια εθνική μειονότητα μουσουλμανικού θρησκεύματος. Οι Ροχίνγκια δεν αναγνωρίζονται επίσημα από το κράτος. Τους έχει αφαιρεθεί μέχρι και η υπηκοότητα, γεγονός που τους καθιστά έναν λαό χωρίς πατρίδα. Οι περιοχές στις οποίες κατοικούν είναι, στην ουσία, καταυλισμοί και γκέτο. Στερούνται βασικές ανάγκες και ζουν στην εξαθλίωση, δίχως αξιοπρέπεια. Οι διώξεις από το στρατιωτικό καθεστώς, όλα τα προηγούμενα χρόνια, αναγκάζει πολλούς να μεταναστεύσουν στις γύρω -πιο φιλικές προς τους μουσουλμάνους- χώρες, όπως είναι το Μπαγκλαντές και η Μαλαισία.
Οι Ροχίνγκια θεωρούνται πως είναι η «πιο διωκόμενη μειονότητα του κόσμου». Κατά τα την τετραετία 2012-2016, σε μια χώρα όπου διενεργούταν μια διαδικασία «φιλελευθεροποίησης», τα πογκρόμ, κατά της μειονότητας, αυξήθηκαν δραματικά. Σταδιακά, η εντατικοποίηση των διώξεων επέφερε ένα μεγάλο προσφυγικό ρεύμα. Η μεγάλη «έξοδος» των Ροχίνγκια ήρθε τελικά το 2017. Υπολογίζεται ότι, μέχρι σήμερα, περίπου 730.000 άνθρωποι έχουν αφήσει τα σπίτια τους για να γλιτώσουν από τις αιμοσταγές διαθέσεις του στρατού που εξαπέλυσε επιθέσεις κατά της μειονότητας, με αφορμή τους βομβαρδισμούς αστυνομικών τμημάτων από ένοπλους Ροχίνγκια αντάρτες.
Οι φρικαλεότητες των δυνάμεων ασφαλείας που έχουν καταγραφεί σοκάρουν. Με τη συνδρομή βουδιστών εξτρεμιστών, ο στρατός έβαλε φωτιά στα σπίτια των Ροχίνγκια και εκτελούσε μαζικά και αδιάκριτα πληθυσμό. Τουλάχιστον 6.700 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τα πυρά του στρατού, μεταξύ των οποίων 730 παιδιά. Ολόκληρα χωριά και καταυλισμοί καταστράφηκαν ολοσχερώς, την ίδια στιγμή που όσες γυναίκες δεν πρόφτασαν να φύγουν, βιάστηκαν από στρατιώτες. Η «δημοκρατική» Μιανμάρ δεν κατάφερε να απεμπολήσει τα ερείσματα που κατείχε ο στρατός για δεκαετίες στην εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν μια τρομακτική γενοκτονία κατά των Ροχίνγκια.

Το επίσημο κράτος, ενώ δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει τη στρατιωτική βαναυσότητα, αρνείται την ύπαρξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Οι μαρτυρίες, όμως, αποκαλύπτουν αυτά τα εγκλήματα με τον χειρότερο τρόπο:
«Γίναμε μάρτυρες βιασμών, βασανισμών και θανάτων. Είδαμε πολλούς να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μας. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να τρέξουμε ενώ τα σπίτια μας καίγονταν.» Μοχάμεντ Ζομπαγιέρ, ετών 19.
«Ο στρατός σκότωσε τον σύζυγό μου. Με βίασαν και λαμπάδιασαν το σπίτι μου. Μαχαίρωσαν την 6χρονη κόρη μου στο κεφάλι. Γιατί σκότωσαν τα αθώα παιδιά μας; Τα παιδιά μας!» Μομτάζ Μπεγκούμ, ετών 31.
«Ήρθαν στο χωριό μου, σκότωσαν τον σύζυγό μου και έκαψαν το σπίτι μου. Τρεις στρατιώτες με έσυραν σε έναν θάμνο και έστρεψαν το όπλο εναντίον μου. Με βίαζαν μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου.» Τζαμαλίντα Μπεγκούμ, ετών 29.
«Κάποτε η Αούνγκ Σαν Σου Κι ήταν σύμβολο ειρήνης και είχαμε τεράστιες προσδοκίες ότι τα πράγματα θα άλλαζαν όταν είχε έρθει στην εξουσία. Προσευχηθήκαμε γι ‘ αυτήν, αλλά τώρα έχει γίνει ένα σύμβολο γενοκτονίας. Αντί να μας προστατεύσει, έδωσε τα χέρια με τους δολοφόνους. Τώρα θα υπερασπιστεί τους δολοφόνους. Την μισούμε. Ντροπή της.» Νουρ Αλάμ, ετών 65.
Η Σου Κι βρίσκεται, αυτές τις μέρες, στη Χάγη, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Βρίσκεται εκεί για να υπερασπιστεί την Μιανμάρ που αντιμετωπίζει κατηγορίες γενοκτονίας κατά των Ροχίνγκια και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Οι ακροάσεις τελειώνουν στις 12 Δεκεμβρίου και εκατοντάδες χιλιάδες ζητούν επιτακτικά «να αποδοθεί δικαιοσύνη». Η άλλοτε νομπελίστρια Ειρήνης θα μιλήσει για λογαριασμό των εγκληματιών του στρατού, οι οποίοι ποτέ δεν έφυγαν στην ουσία από την εξουσία.
Είναι σημαντικό που η υπόθεση της γενοκτονίας των Ροχίνγκια έφτασε σε διεθνή λογοδοσία. Είναι σημαντικό επίσης να δούμε πως η καθαγίαση μιας ηγετικής προσωπικότητας μπορεί να φτάσει στο έσχατο σημείο. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Σου Κι δεν ευθύνεται από τη στιγμή που ο στρατός είναι ακόμα ισχυρός στην Μιανμάρ και «την κρατάει στο χέρι», καθιστώντας την έτσι μια τραγική φιγούρα. Το αίμα, οι κραυγές και ο σπαραγμός χιλιάδων ανθρώπων, όμως, είναι μια ανείπωτη τραγωδία που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάτι τέτοιο.
Πηγές
- “Understanding Myanmar”. Ανακτήθηκε από www.cfr.org (Τελευταία πρόσβαση 09/12/19)
- “Aung San Suu Kyi: The democracy icon who fell from grace”. Ανακτήθηκε από https://www.bbc.com (Τελευταία πρόσβαση 09/12/19)
- “Who are the Rohingya?”. Ανακτήθηκε από www.aljazeera.com (Τελευταία πρόσβαση 09/12/19)
- “Rohingya Crisis”. Ανακτήθηκε από www.hrw.org (Τελευταία πρόσβαση 09/12/19)
- “Rohingya refugees demand justice at Myanmar World Court case”. Ανακτήθηκε από www.reuters.com (Τελευταία πρόσβαση 09/12/19)