Όταν με επισκέφθηκε η Ουρανία, βρισκόταν σε μια οδυνηρή κατάσταση, αιτία της οποίας ήταν το έντονο αίσθημα της απόρριψης και της εγκατάλειψης που ένιωθε εκείνη την εποχή͘ και σε μια ενοχική εμμονή που σχετίζονταν με το γεγονός ότι ο μοναχογιός της τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη σωματική και ψυχολογική βία που βίωσε κατά την παιδική του ηλικία απ’ τον ίδιο του τον πατέρα. «Τον μισώ κι εκείνον, μα και σένα που δεν τον χώρισες!» ήταν τα λόγια που της είπε θυμωμένος, φεύγοντας για τη Βαρκελώνη μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ. Κι από τότε, ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλεφώνημα.
Η Ουρανία ζητούσε απεγνωσμένα τη βοήθειά μου, προκειμένου να αποκαταστήσει τη σχέση με το γιο της. Αυτός ο χωρισμός ήταν η μοναδική αιτία της ψυχικής διαταραχής της, όπως με διαβεβαίωνε. Πράγμα για το οποίο διατηρούσα κάποιες αμφιβολίες αρχικά, ενώ στη συνέχεια, εκείνες οι αμφιβολίες απέκτησαν μια σταθερή βάση͘ ειδικότερα από τη στιγμή που διαμαρτυρήθηκε για το ότι άντεξε και υπέμεινε τα πάντα ̶ αλλά όχι κι αυτό…
Ήταν ξεκάθαρο για μένα πως έπρεπε να αναπτυχθεί μια ουσιαστική και ειλικρινής σχέση μεταξύ μας. Η δημιουργία της ψυχικής επαφής ήταν η μόνη οδός που θα της επέτρεπε να λάβει τη βοήθεια που ζητούσε. Ήταν ο δρόμος που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην αλήθεια της. Εκείνη, την ξεχασμένη μα ταυτόχρονα επιμελώς κρυμμένη.
Εκείνη την εποχή, στο ξεκίνημά μου ως ψυχολόγος – καθοδηγητής ̶ ποτέ δεν συμφώνησα με τον όρο ψυχοθεραπευτής ̶ συνήθιζα να δουλεύω με τους ασθενείς που με επισκέπτονταν, χρησιμοποιώντας τους ελεύθερους συνειρμούς. Τη γνωστή τεχνική που εφάρμοσε πρώτος ο Φρόιντ. Σύμφωνα με αυτή τη λογική ο ασθενής, λαμβάνοντας ένα αρχικό ερέθισμα όπως μια εικόνα, μια λέξη ή κάποιο γεγονός, εκφράζει ελεύθερα την αλληλουχία των σκέψεων που προκύπτουν απ’ το αρχικό ερέθισμα, με βασικό κανόνα να μην λογοκρίνει αυτές τις σκέψεις, ούτε να προσπαθεί να αιτιολογήσει τη δημιουργία τους.
Ο σκοπός της τεχνικής των ελεύθερων συνειρμών στην ψυχανάλυση είναι να καταφέρει ο ασθενής, με τη βοήθεια και την απαραίτητη καθοδήγηση του αναλυτή, να ανακαλύψει πράγματα που δε γνωρίζει για τον εαυτό του, μέσα από την επεξεργασία των εσωτερικών του σκέψεων και την αναζήτηση συναισθημάτων που βρίσκονται στον υποσυνείδητο νου κι επηρεάζουν ασυνείδητα την συνειδητή λειτουργία του εγκεφάλου.
Ενώ λοιπόν είχα αποφασίσει να ξεκινήσω την πρώτη μας συνεδρία με την ανάλυση ενός ονείρου, όπως συνήθιζα τότε, μέσα απ’ το οποίο σκόπευα να δώσω στην Ουρανία το βασικό ερέθισμα για να δημιουργήσει τους δικούς της ελεύθερους συνειρμούς.
«Μα εγώ δε βλέπω ποτέ όνειρα», είπε, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους και ρίχνοντάς μου παράλληλα ένα βλέμμα το οποίο φανέρωνε την απορία της: πως θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη η διήγηση ενός ονείρου στο πρόβλημά της;
Καθώς σκεφτόμουν πως η μόνιμη απουσία ονείρων προέρχεται συνήθως από τον φόβο ο οποίος μπλοκάρει κάθε λειτουργία του σώματος (ακόμη και της σκέψης) αλλά και των ονείρων, άρχισα να παρατηρώ τη σιλουέτα της Ουρανίας προσεκτικότερα.
Μια γυναίκα που στα σαράντα – πέντε της χρόνια έμοιαζε να έχει κιόλας παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να αναδείξει τη θηλυκότητά της. Το πρόσωπο της ήταν καλυμμένο από μια νεκρική χλομάδα. Το μόνο χρώμα που μπόρεσα να διακρίνω πάνω σ’ εκείνο το πρόσωπο, ήταν οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια. Τα γκρίζα ίσια μαλλιά της, ήταν πιασμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μ’ ένα λαστιχάκι. Η ματιά μου πήγε επάνω στο θαμπό και πολύ-φορεμένο εμπριμέ πουκάμισο, που αγκάλιαζε θαρρείς το αδύνατο κορμί της απρόθυμα. Η διακριτική μεν, αλλά σχολαστική καταγραφή των χαρακτηριστικών της, έπαψε να είναι διακριτική, τη στιγμή που πρόσεξα εκείνη τη μελανιά στο μπράτσο της, που εξείχε μόλις λίγα εκατοστά απ’ το κοντό αριστερό της μανίκι.
«Να σου προσφέρω έναν καφέ;» ρώτησα ξαφνικά, σε μια προσπάθεια να περιορίσω την αμηχανία που της δημιούργησα χωρίς να το θέλω, αφού στο πρόσωπό της εμφανίστηκε ξαφνικά το κόκκινο χρώμα της ντροπής, ιδιαίτερα τη στιγμή που κοίταξα το σημάδι στο χέρι της.
«Θα ήθελα έναν… Ευχαριστώ!» απάντησε χαμηλώνοντας το βλέμμα, δείχνοντάς μου πως ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει την καρδιά της.
Αν και ψυχολόγος, είχα αποκτήσει εκείνη τη φήμη ̶ που περιοριζόταν κυρίως σε έναν στενό φιλικό κύκλο ̶ της ικανότητας να ερμηνεύω το φλιτζάνι του καφέ! Όχι όμως με τον τρόπο που συνηθίζουν οι καφετζούδες, αλλά παράγοντας ο ίδιος ελεύθερους συνειρμούς, παρατηρώντας τα σχήματα που δημιουργούν τα υπολείμματα του καφέ πάνω στα τοιχώματα του φλιτζανιού. Με τη διαφορά πως, αφού μου έρθουν στον νου όλες εκείνες οι ακυβέρνητες σκέψεις στη συνέχεια, με τη σοφία που διαθέτει η ψυχή, τις αναλύω και τις παρουσιάζω σ’ εκείνον που μου ζητάει να μελετήσω το φλιτζάνι του. Σκοπός είναι να του μεταφέρω κάποιο μήνυμα, ή κάποια πληροφορία προερχόμενη απ’ την ίδια την ψυχή! Όταν υπάρχει η απαιτούμενη πίστη στη συγκεκριμένη διαδικασία, πρωτίστως απ’ τον άνθρωπο που τη μοιράζομαι μαζί του, το αποτέλεσμα είναι να αναπτυχθεί μια άκρως εποικοδομητική κι ενδιαφέρουσα σχέση επικοινωνίας μεταξύ μας.
Σ’ εκείνη τη συνεδρία αποφάσισα για πρώτη φορά να χρησιμοποιήσω το φλιτζάνι του καφέ, βάζοντας όμως την Ουρανία να δημιουργήσει και στη συνέχεια να εκφράσει τους ελεύθερους συνειρμούς της. Αφού της εξήγησα τι ακριβώς ήθελα να κάνει δυσανασχέτησε κι εξέφρασε την επιθυμία να διακόψουμε, θεωρώντας πως ήταν λάθος της που με επισκέφτηκε.
«Να διακόψουμε; Ακόμη δεν ξεκινήσαμε τίποτα αγαπητή μου! Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει οποιαδήποτε συνεργασία μεταξύ μας αν πρώτα δε μου δείξεις την απαραίτητη εμπιστοσύνη. Πιες τον καφέ σου, έτσι απλά όπως το κάνεις και στο σπίτι σου. Στη συνέχεια, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, χαλάρωσε, πάρε το φλιτζάνι στα χέρια σου και ψάξε για σχήματα που δείχνουν πιο ξεκάθαρα απ’ τα υπόλοιπα, και σου προκαλούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, βρίσκοντας ίσως πως έχουν κάτι που τα κάνει να ξεχωρίζουν. Εστίασε σ’ εκείνο που θα σου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση κι άσε τις σκέψεις σου για το συγκεκριμένο σχήμα να έρχονται χωρίς να τις πιέζεις, μεταφέροντας τες φωναχτά. Ακόμη κι αν σου φαίνεται πως είναι άσχετες και ασύνδετες μεταξύ τους, εξέφρασέ τες. Εγώ θα βρίσκομαι λίγο πιο πίσω κι απλά θα κρατάω σημειώσεις. Στο τέλος θα δούμε μαζί όσα θα προκύψουν».
«Μα, σε ψυχολόγο ήρθα άνθρωπε μου ή σε καφετζού;»
«Ουρανία, δες το σαν ένα παιχνίδι. Στο κάτω κάτω, δεν έχεις να χάσεις και τίποτα…»
«Δεν έχω να χάσω; Άκου λέει! Ο χρόνος μου; Τα χρήματα; Για εσάς μπορεί να μην έχουν σημασία αλλά…»
«Άκουσε με Ουρανία: Δεν πρόκειται να σε χρεώσω τίποτα αν πρώτα δεν πάρεις αυτό που ζητάς από μένα. Όσο για τον χρόνο, ασχέτως αν βοηθηθείς η όχι τελικά, θα ήθελα να μου κάνεις μόνο αυτή τη χάρη: Να μην θεωρήσεις χαμένο το χρόνο που θα μου διαθέσεις. Πες ότι βρεθήκαμε σαν δυο καλοί φίλοι, κουβεντιάζοντας και πίνοντας το καφεδάκι μας» .
Έκανα μια μικρή παύση και πρόσεξα πως εκείνη η δόση ειρωνείας, που εμφανίστηκε λίγο νωρίτερα στην έκφραση του προσώπου της, είχε εξαφανιστεί.
«Λοιπόν, τι λες; Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη; Θα με εμπιστευτείς;»
«Εντάξει κύριε Κράλλη, έχετε το χρόνο μου. Την εμπιστοσύνη μου όμως, πρέπει να την κερδίσετε! Ας παίξουμε αυτό το παιχνίδι όπως το λέτε, κι αν δω κάποιο αποτέλεσμα, σας υπόσχομαι πως θα πιστέψω στη μέθοδό σας».
«Αν δεις κάποιο αποτέλεσμα. Μάλιστα…»
«Ε μα την πίστη μου, δώστε μου κάτι χειροπιαστό!» με διέκοψε, ελαφρώς αγανακτισμένη, ίσως επειδή διέκρινε κάποια απογοήτευση στο πρόσωπο μου.
«Έχεις δίκιο Ουρανία. Η εμπιστοσύνη στις σχέσεις των ανθρώπων κερδίζεται. Υπάρχουν όμως κάποιες σχέσεις που δεν μπορούν να οικοδομηθούν χωρίς την απόλυτη πίστη στην ιερή αλήθεια που φανερώνουν. Η παραμικρή αμφιβολία είναι ικανή να τις γκρεμίσει. Αυτός είναι ο βασικός κανόνας για να ανακαλύψει κανείς την πραγματική σχέση του με την ψυχή! Όταν κάποια στιγμή ένας φίλος με ρώτησε: “Πως να πιστέψω, αν πρώτα δεν δω κάτι;” το μόνο που μπορούσα να του απαντήσω ήταν πως για να δει, έπρεπε πρώτα να πιστέψει. Αν βέβαια όπως λες (κι ορκίζεσαι μάλιστα στην ίδια σου την πίστη) δε μπορείς να τη δείξεις σε κάτι μη χειροπιαστό, τότε θα σου ζητήσω απλά να με βοηθήσεις σ’ αυτή την προσπάθεια, χωρίς όμως να έχεις κάποια προσδοκία απ’ τη διαδικασία. Έτσι, δεν θα νιώσεις καμιά απογοήτευση, αν τελικά δεν δεις κάτι».
Κάπως έτσι είχε ξεκινήσει εκείνη η συνεδρία, που ομολογώ πως με είχε εντυπωσιάσει με το αποτέλεσμά της, αφού λειτούργησε άμεσα και πολύ παραγωγικά!
Θυμάμαι το πρώτο σχήμα που ανακάλυψε σχεδόν αμέσως, μέσα σ’ εκείνο το φλιτζάνι͘
«Ένα στεφάνι! Αυτό είναι στεφάνι, είμαι σίγουρη!»
«Στεφάνι λοιπόν. Ξέχνα τη λογική Ουρανία. Μίλα για ότι σκέφτεσαι γύρω απ’ το στεφάνι, κι αν δεν σκέφτεσαι κάτι για λίγο, επαναλάμβανε τη λέξη».
Κι εκείνη ξεκίνησε να μιλάει με σταθερή και σιγανή φωνή. Μεταξύ των τριών πρώτων λέξεων, μεσολάβησαν μεγάλες παύσεις με αρκετές αναπνοές. Στη συνέχεια όμως οι λέξεις της ηχούσαν πιο δυνατά, με μεγαλύτερη ένταση! Σαν ένας χείμαρρος που γνώριζε καλά τον προορισμό του και βιαζόταν να φτάσει σ’ αυτόν.
«Στεφάνι… Γάμος… Εκκλησία… Κεριά, χαρά, λύτρωση… Μάνα μου, δάκρυα, γάμος, οικογένεια… Κύκλος, ασφάλεια, πίστη, παιδί… Δάκρυα, αποτυχία, απογοήτευση, γιατί, γιατί, εγώ φταίω… Εγώ φταίω!»
Κάπου εκεί, οι ελεύθεροι συνειρμοί διακόπηκαν απότομα. Ακολούθησαν δάκρυα που στη συνέχεια έρρεαν με αναφιλητά. Όταν τα δάκρυα στέρεψαν κι αποκαταστάθηκε η φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς και της αναπνοής, τότε γύρισε προς το μέρος μου.
«Τα χάλασα όλα ε;» είπε απογοητευμένη.
Της χαμογέλασα και ήταν αδύνατον να κρύψω τον ενθουσιασμό μου, καθώς διάβαζα ξανά και ξανά τις σημειώσεις στο μπλοκάκι.
«Κάθε άλλο Ουρανία. Τα πήγες περίφημα! Πραγματικά περίφημα!»
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπε κι έκανε να σηκωθεί.
«Όχι, μη σηκώνεσαι. Κάθισε πιο αναπαυτικά, τώρα ξεκινάμε!»
Δεν ξέρω αν ο συγκεκριμένος τρόπος απλά ταίριαξε στην Ουρανία, ή αν όντως είναι αποτελεσματικότερος απ’ την ανάλυση ονείρων, μα η αλήθεια ήταν πως μέσα σε λίγα λεπτά είχα μπροστά μου αρκετό υλικό για ανάλυση. Υλικό που για να συγκεντρωθεί από ένα όνειρο θα έπρεπε να γίνει δουλειά πολλών ωρών και πιθανόν να απαιτούνταν περισσότερες από μια συνεδρίες.
Ας επιστρέψουμε όμως στις σημειώσεις μου για να δούμε κάποιες λέξεις που υπογράμμισα: Με την πρώτη ματιά, η αλληλουχία των σκέψεων έμοιαζε φυσιολογική, αφού επρόκειτο για σκέψεις που θα έκαναν οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω απ’ το στεφάνι, με την προϋπόθεση η δεύτερη λέξη να είχε σχέση με το γάμο. Υπήρχαν όμως κι εκείνες οι λέξεις που πάντα τις υπογραμμίζω επειδή τις θεωρώ λέξεις – κλειδιά. Τα κλειδιά που χρειάζονται στη συνέχεια προκειμένου ν’ ανοίξει η πόρτα του «υπογείου»!
Οι λέξεις που ξεχώρισα, ήταν: Στεφάνι, ως μητρική (αφού γέννησε τις υπόλοιπες), γάμος, λύτρωση, μάνα, οικογένεια, κύκλος, ασφάλεια, πίστη. Υπήρχαν όμως και δυο ισχυρά κλειδιά, που δεν θα τα αναφέρω αμέσως, γιατί είμαι σίγουρος πως ακόμη κι αν δεν τα προσέξατε αρχικά αρκεί μια δεύτερη ματιά στους ελεύθερους συνειρμούς της Ουρανίας για να τα εντοπίσετε. Αφού έλαμψαν με την απουσία τους!
Η Ουρανία ήταν μια γυναίκα σαράντα πέντε χρονών, παντρεμένη μόλις απ’ τα δέκα οχτώ της. Ορφάνεψε από πατέρα στα τέσσερα, πιστεύοντας πως δεν της είχε στοιχίσει πολύ η απουσία του, μιας και δε θυμόταν πολλά από εκείνον. Αυτή την αιτία επικαλέστηκε όταν της ζήτησα να μου εξηγήσει το γιατί δεν υπήρξε καμία σκέψη για εκείνον. Εκείνο που είχε μείνει χαραγμένο για πάντα στη μνήμη της, όπως είπε, ήταν ο αγώνας που έδινε η μάνα της για την επιβίωσή τους μέσα σε μια σκληρή και αδυσώπητη καθημερινότητα.
Η σπουδαιότητα των πρώτων πέντε παιδικών χρόνων στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού είναι μεγάλη. Ο ρόλος της οικογένειας για την αξιοποίηση των νοητικών του ικανοτήτων και την ανάπτυξη και διατήρηση της ψυχικής του ευημερίας, δεν αμφισβητείται. Οι λέξεις «οικογένεια», «κύκλος» και «ασφάλεια» θα μπορούσαν να είναι ένας λογικός συνειρμός σκέψεων, από έναν άνθρωπο που βίωσε την οικογένειά του ως κύκλο ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Στην περίπτωση της Ουρανίας όμως, η απώλεια του πατέρα έγινε η αιτία να σπάσει αυτός ο κύκλος, αναγκάζοντας τη μητέρα της να παλεύει μόνη για να τα καταφέρει, στερώντας πολλές φορές απ’ την ίδια της την κόρη την προστασία και τη φροντίδα που πρέπει να βιώνει στο έπακρο κάθε παιδί μέσα σε μια οικογένεια. Τις τρεις αυτές λέξεις («οικογένεια», «κύκλος», «ασφάλεια») σύμφωνα πάντα με τις σκέψεις της Ουρανίας, τις περιβάλλει ο γάμος και από αυτόν θεωρεί η ίδια ότι προέρχονται.
Η Ουρανία όμως δεν έζησε με την οικογένεια της μέσα σε ένα κύκλο ασφάλειας. Επομένως οι πεποιθήσεις της γύρω απ’ το γάμο και την οικογένεια απέρρεαν από τη στέρηση της πατρικής φιγούρας. Πολλές φορές η ιδέα μας για κάτι που δεν έχουμε, για κάτι απ’ το οποίο βρισκόμαστε μακριά και καρτερούμε να βιώσουμε, μπορεί να είναι ισχυρότερη απ’ ότι αν το βιώναμε πλήρως στη ζωή μας.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, μια πεποίθηση, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μπορεί να ριζώσουν βαθύτερα μέσα μας, εξαιτίας της απουσίας τους απ’ τη ζωή μας! Είναι αυτό που λέει πολύ απλά ο σοφός λαός: «Πρέπει να χάσεις κάτι, για να καταλάβεις την πραγματική του αξία».
Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη που δικαιολογούσε απόλυτα τους συνειρμούς της Ουρανίας. Ήταν κάτι που η καημενούλα πίστευε πως το είχε διαγράψει εντελώς. Φυσικά και δε γνώριζε μέχρι τότε τίποτα για το κλειδωμένο υπόγειο με την επιγραφή «Υποσυνείδητο».
Ένα υπόγειο που ακόμη κι αν καταφέρεις ν’ ανοίξεις την βαριά διπλοκλειδωμένη του πόρτα, η πρόσβαση στους υγρούς και σκοτεινούς του διαδρόμους δεν είναι καθόλου εύκολη. Η ανάσυρση δε, του ξεχασμένου περιεχομένου στο φως, είναι μια αργή, κοπιαστική και επίπονη πολλές φορές, διαδικασία. Αφού κι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του υπογείου δεν έχει την παραμικρή ιδέα για την ύπαρξή του και για τα όσα κρύβονται στο εσωτερικό του. Η διαδικασία γίνεται δυσκολότερη μάλιστα όταν ο αναλυόμενος πιστεύει για τριάντα ολόκληρα χρόνια πως έχει απαλλαγεί εντελώς από τη μνήμη ενός οδυνηρού γεγονότος, που συνέβη για παράδειγμα κατά την παιδική του ηλικία. Το πιστεύει αυτό μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που ακόμη κι όταν το φέρνει τελικά στον συνειδητό νου, να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως πρόκειται για ένα δημιούργημα της φαντασίας του κι όχι για μια πραγματικότητα που συνέβη παλιότερα.
Στην εύρεση ενός τέτοιου γεγονότος ελπίζει κάθε ψυχαναλυτής κατεβαίνοντας στο υπόγειο (υποσυνείδητο) ενός ασθενή του. Ξεκινάει την ιχνηλάτηση συνειρμών, ονείρων και συναισθημάτων. Σαν αστυνόμος που παίρνει κατάθεση από έναν ύποπτο, προσπαθεί να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις και να εντοπίσει εκείνες τις αντιφάσεις, που θα τον οδηγήσουν στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Όταν ρώτησα την Ουρανία αν υπήρχε κάποιος συγγενής που να τις βοήθησε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, θυμάμαι πως μου έριξε μια λοξή ανέκφραστη ματιά χωρίς να δώσει κάποια απάντηση. Η αντίδραση αυτή με οδήγησε σε σκέψεις, αφού αν υπήρξε έστω κι ένας άνθρωπος που να τους παρείχε κάποιου είδους στήριξη, το βέβαιο ήταν πως θα αποκρινόταν άμεσα. Το ίδιο θα συνέβαινε φυσικά ακόμη κι αν δεν υπήρξε κάποιος που να βοήθησε. Η σιωπή όμως σίγουρα έκρυβε κάτι.
«Ποιος ήταν, Ουρανία;»
Εκείνη συνέχιζε να με κοιτάζει ανέκφραστη, συνειδητοποιώντας πως όταν αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από ψυχολόγο δεν περίμενε ποτέ πως θα έφταναν σ’ αυτό το σημείο, και τόσο γρήγορα μάλιστα… Έπρεπε λοιπόν ν’ αποφασίσει εκείνη τη στιγμή για το αν θα συνεχίζαμε η όχι.
«Κύριε Κράλλη, θα ήθελα να σταματήσουμε αυτό το παιχνίδι».
«Θα ήθελες, ή θέλεις, Ουρανία; Μια ξεκάθαρη δήλωση θα μας βοηθήσει και τους δυο».
«Απλά δε νιώθω έτοιμη να προχωρήσω σ’ αυτή την κουβέντα».
«Δεν θα φτάσεις ποτέ στο τέρμα Ουρανία αν δε νιώσεις έτοιμη κάποια στιγμή. Προπαντός αν δεν ξεκινήσεις απ’ την αφετηρία».
«Και ποιο είναι το τέρμα;» ρώτησε, κάνοντάς με να αισθανθώ πως υπήρχε κάποιο μυστικό τόσο ισχυρό, που ήταν ικανό να διαλύσει την αρχική της επιθυμία!»
«Ποιο είναι το τέρμα; Μα, η αποκατάσταση της υγείας σε σχέση με το θέμα με τον γιο σου, το ξέχασες;»
Φυσικά σεβάστηκα την επιθυμία της, ομολογώντας πως ήδη είχαμε προχωρήσει αρκετά στην πρώτη μας συνεδρία και πως, αν αποφάσιζε ότι ήθελε να συνεχίσουμε θα έπρεπε να μην αφήσει να περάσει περισσότερο από μια εβδομάδα μέχρι την δεύτερη συνάντησή μας.
Η Ουρανία είχε αρνηθεί την επιστροφή στην τραυματική εμπειρία της παιδικής της ηλικίας, στην πρώτη απ’ τις συνεδρίες που είχαμε πραγματοποιήσει. Επέμενε πως η πηγή του κακού ήταν ο άντρας της, που δηλητηρίαζε τον δικό της κύκλο. Ο βίαιος, αυταρχικός, φαλλοκράτης άντρας της. Θυμάμαι την απογοήτευση που είχα νιώσει, καθώς έβγαινε απ’ το τροχόσπιτο, δίχως να με χαιρετήσει, αποφεύγοντας ακόμη και να με κοιτάξει!
Ο ενθουσιασμός μου ήταν απερίγραπτος όταν επέστρεψε η Ουρανία, αφού είχε αφήσει να περάσει μια εβδομάδα ακριβώς. Κάθισε στην πολυθρόνα χωρίς να πει κάτι, ενώ για μισή περίπου ώρα κοίταζε τον ουρανό απ’ το παράθυρο. Ξαφνικά στράφηκε προς το μέρος μου.
«Σκέφτηκα πολλές φορές να χωρίσω, όμως, όταν απ’ τον κύκλο φύγει ο άντρας, όταν λείψει ο πατέρας, χάνεται και η ασφάλεια! Ο κύκλος παραμένει ανοιχτός, και τότε είναι που εισβάλουν τα τέρατα!»
Η πόρτα είχε ανοίξει! Το υπόγειο την καλούσε στο εσωτερικό του. Ήταν τόσο αδύναμη όμως… Τόσο εύθραυστη και φοβισμένη, ώστε να το εξερευνήσει μόνη.
Και, ενώ αρχικά θεώρησα πως οι λέξεις κλειδιά που έλειπαν απ’ τους συνειρμούς της Ουρανίας ήταν δυο («πατέρας» και «σύζυγος»), ήρθε στο φως και μια τρίτη. Η λέξη «θείος»! Πιο συγκεκριμένα, ο θείος που την είχε στιγματίσει!