Πώς μπορείς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο μέσα σε μόλις ένα λεπτό; Πες του ότι τον αγαπάς κι έπειτα τρέξε μακριά του. Φύγε κι άφησέ τον να βυθίζεται μέσα σε κηλίδες αίματος. Άφησε τον να στάζει κόκκινα δάκρυα και η ματωμένη του καρδιά να πετά πιτσιλιές νεκρής αγάπης. Γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Να φεύγουν ακριβώς τη στιγμή που σ΄αγαπάνε. Ή μάλλον, όχι. Να φεύγουν ακριβώς τη στιγμή που τους αγαπάς κι εσύ. Μα τι είναι αυτό, λοιπόν, το οποίο ωθεί κάποιον να σ’ αφήσει, παρόλο που φωνάζει τις δύο πιο λαμπερές και ουσιώδεις λέξεις;
Πώς μπορείς να πιστεύεις ότι αποφάσισε να σ’ εγκαταλείψει για το δικό σου καλό; Να σ’ αφήσει δηλαδή, γιατί θεωρεί ότι αξίζεις πολλά περισσότερα, στα οποία δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει; Να σ΄αφήσει για να βρεις κάποιον ο οποίος θα σου χαρίσει την ευτυχία την οποία οφείλεις να ζεις, κι όχι την ευτυχία την οποία κατ’ αυτόν, προσποιείσαι μαζί του ότι έχεις; Να σ΄αφήσει για κάποιον ο οποίος θα σε κάνει να ξεχωρίζει η λάμψη των ματιών σου ακόμα και στο απόλυτο σκοτάδι, κι όχι να ξεχωρίζει το υγρό σου πρόσωπο απ’ την πληθώρα δακρύων;
Ποιος μπορεί να ξέρει το δικό σου το καλό καλύτερα από εσένα τον ίδιο; Ποιος μπορεί να σου πει ότι πρέπει ν’ αγαπήσεις κάποιον άλλον έτσι ώστε να νιώθεις πιο πλήρης; Ξέρεις κάτι; Αυτός ο οποίος σ’ αφήνει ενώ φωνάζει πως σ΄αγαπάει, δε σ΄αγαπάει. Στην πραγματικότητα, δε σ΄αγάπησε ποτέ. Αν σ΄αγαπούσε, θα έμενε δίπλα σου να σκουπίζει τα δάκρυα απ΄το πρόσωπό σου και να σ΄αγκαλιάζει τις στιγμές που τον έχεις περισσότερη ανάγκη. Αν σ΄αγαπούσε, θα έμενε να σου διαγράψει όλες τις ανασφάλειες, γεμίζοντάς τις με πολύχρωμες πεταλούδες. Θα έμενε χωρίς εγωισμούς, όρια και φόβο. Θα έμενε και θα επέμενε. Γιατί όποιος αγαπά, μένει. Γιατί όποιος αγαπά, μάχεται για να σου αποδεικνύει καθημερινά πόσο δυνατά χτυπά η καρδιά του για ‘σένα. Γιατί το καλύτερο είδος ανθρώπου είναι αυτό το οποίο μένει!