
Φαντάσου ότι είναι μία συνηθισμένη μέρα. Βγαίνεις έξω και αγοράζεις την καθημερινή εφημερίδα. Τι θα γινόταν αν συνειδητοποιούσες ότι μοιάζεις με τον πιο γνωστό εγκληματία της Αθήνας; Πώς θα ένιωθες αν έβλεπες τους πάντες, ακόμα και τους γνωστούς σου, να σε κοιτάνε με τρόμο και καχυποψία;
Αυτή ακριβώς είναι πλέον η πραγματικότητα για τον πρωταγωνστή της ταινίας, τον Θωμά. Ο Θωμάς είναι ένας συνηθισμένος τραπεζικός υπάλληλος που ζει μία αρκετά ήρεμη ζωή. Η ηρεμία όμως αυτή διαταράσσεται τη στιγμή που ανακαλύπτει, ότι παρουσιάζει τρομακτική ομοιότητα με τον περιβόητο εγκληματία με το προσωνύμιο Δράκος. Ο Θωμάς λοιπόν βρίσκεται ξαφνικά κυνηγημένος από την αστυνομία. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, καταλήγει σε ένα καμπαρέ. Εκεί, οι θαμώνες τον υποδέχονται με δέος και ενθουσιασμό, εφόσον τον έχουν αναγνωρίσει ως τον διάσημο εγκληματία.
Ο “Δράκος” του Νίκου Κούνδουρου, αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Παρόλο που την εποχή της κυκλοφορίας της κατακεραυνώθηκε από την πλειονότητα των κριτικών, δεν παύει να αποτελεί ένα σπουδαίο δημιούργημα.

Η ατμόσφαιρα στον “Δράκο”
Ένα από τα πρώτα στοιχεία που τραβάνε την προσοχή του θεατή είναι η ατμόσφαιρα και οι αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν. Από τη μία πλευρά, κυριαρχεί μία ευχάριστη και γιορτινή διάθεση, καθώς είναι παραμονή πρωτοχρονιάς. Ο κόσμος είναι στους δρόμους, κάνει τα γιορτινά του ψώνια, με την αντίστοιχη μουσική να τον συνοδεύει. Ταυτόχρονα όμως, το ανθρωποκυνηγητό για τον “Δράκο” βρίσκεται σε εξέλιξη, γεγονός που καθιστά την ατμόσφαιρα μάλλον ‘σκοτεινή’. Η υπάρχουσα ένταση καθίσταται ακόμα πιο αισθητή από την απότομη αλλαγή στη μουσική, η οποία σηματοδοτεί την αγωνία του Θωμά.
Μία παρόμοια κατάσταση επικρατεί και όταν ο Θωμάς φτάνει στο καμπαρέ. Τη στιγμή που έξω από αυτό επικρατεί αναστάτωση, στο εσωτερικό του τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Οι θαμώνες πίνουν, διασκεδάζουν, χορεύουν και μοιάζουν να ξεχνούν τις έγνοιες τους, έστω και για λίγο. Το καμπαρέ λειτουργεί σαν ένας μικρόκοσμος, φαινομενικά ανεπηρέαστος από όσα συμβαίνουν έξω.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελεί ένα προσωρινό καταφύγιο για τον Θωμά. Παρ΄ όλα αυτά, ακόμα και μέσα στο καμπαρέ, αδυνατεί να ξεφύγει από τη ‘σκιά’ του “Δράκου”. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, διότι ο κόσμος τον αντιμετωπίζει με σεβασμό, και όχι με φόβο.
Εγκληματίας ή σύμβολο ελπίδας;
Τόσο για τις αρχές όσο και για τον τύπο, ο “Δράκος” είναι ένας ειδεχθής εγκληματίας, μία απειλή για τη δημόσια τάξη. Στα μάτια όμως του απλού κόσμου, μετατρέπεται σε λαϊκό ήρωα. Ενώ η ευρύτερη κοινωνία επιθυμεί να τον δει πίσω από τα κάγκελα, υπάρχει ένα μερίδιο ανθρώπων που τον θαυμάζει. Εν μέσω μία δύσκολης κατάστασης, λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, ο “Δράκος” συμβολίζει κάτι το ‘επαναστατικό’. Ιδιαίτερα για τους ανθρώπους οι οποίοι στράφηκαν στο έγκλημα εξαιτίας των συνθηκών, αποτελεί ένα πρότυπο, μία ελπίδα.
Αυτό ακριβώς ισχύει για τους θαμώνες του καμπαρέ. Παρόλο που στην αρχή αντιμετώπιζαν τον Θωμά με καχυποψία, όταν συνειδητοποιούν πως είναι πράγματι ο θρυλικός “Δράκος”, η στάση τους αλλάζει. Τον καλωσορίζουν με χαρά ανάμεσά τους και εκφράζουν το θαυμασμό τους. Μάλιστα, ζητάνε τη βοήθειά του για την κλοπή ενός από τους στήλους του Ολυμπίου Διός. Η παρουσία επομένως του “Δράκου” αναζοπυρώνει την ελπίδα τους για την επιτυχία αυτού του ‘εγχειρήματος’, στο οποίο έχουν στηρίξει τα όνειρά τους για μία καλύτερη ζωή.
Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Θωμά τους στοιχίζει τόσο πολύ. Το γεγονός ότι θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας τη ‘δουλειά’ και χωρίς τον “Δράκο” είναι άνευ σημασίας. Το μόνο που μετράει είναι εκείνος, ως το σύμβολο για την εγγύηση της επιτυχίας. Χωρίς αυτό το σύμβολο τα σχέδιά τους καταρρέουν, η ελπίδα τους πεθαίνει.
Ο “Δράκος” ως μια ευκαιρία ‘διαφυγής’
Στη ζωή του Θωμά υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Την τομή αυτή προκαλεί η συνειδητοποίηση της ομοιότητάς του με τον “Δράκο”. Παρόλο που στην αρχή δεν επιθυμεί καμία σχέση με την ταυτότητα του “Δράκου”, σταδιακά την αποδέχεται. Αυτό συμβαίνει, διότι του επιτρέπει να ‘ξεφύγει’ από τη μονότονη ζωή του. Παίζοντας το ‘ρόλο’ του “Δράκου”, έχει τη δυνατότητα να ‘αποτινάξει’ τον παλιό του εαυτό, την παλιά του ζωή. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ’ όψιν, ότι η μέχρι τώρα καθημερινότητα του Θωμά ήταν μοναχική, βαρετή, χωρίς καμία ένταση.
Η σφοδρή επιθυμία διαφυγής είναι ακόμα πιο εμφανής μετά την σύλληψη του. Η αστυνομία, συνειδητοποιώντας το λάθος της, τον αφήνει ελεύθερο. Ο Θωμάς έχει την ευκαιρία να επιστρέψει στην παλιά του ζωή, προσποιούμενος ότι δε συνέβη τίποτα στο μεσοδιάστημα. Αντ’ αυτού, επιστρέφει στο καμπαρέ. Πώς θα μπορούσε να μην το κάνει; Πώς θα μπορούσε να μπει πάλι στους ίδιους ρυθμούς από τη στιγμή που πήρε μία ‘γεύση’ του κάτι παραπάνω; Πλέον γνωρίζει πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή του υπό άλλες συνθήκες, και το προτιμάει.
Χαρακτηριστικός είναι επίσης και ο διάλογος ανάμεσα στον Θωμά και στον ιδιοκτήτη του καμπαρέ. Στην ερώτηση “Γιατί δεν πήγες σπιτάκι σου;”, ο Θωμάς απαντάει, “Πήγα. Μου φάνηκε σαν τάφος και ξαναγύρισα.” Η αντίθεση λοιπόν είναι ξεκάθαρη. Η παλιά ζωή του Θωμά φαντάζει σαν κάτι νεκρό, κάτι που δεν έχει τίποτα να του προσφέρει πια. Για αυτό και αποφασίζει να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του.
Υπάρχουν στιγμές όπου όλοι ευχόμαστε να ήμασταν κάποιοι άλλοι, όπου φανταζόμαστε πώς θα ήταν η ζωή μας αν κάναμε διαφορετικές επιλογές. Ο Θωμάς είναι από τους ‘τυχερούς’, καθώς έχει την ευκαιρία να ζήσει αυτήν τη φαντασίωση, έστω και για λίγο. Στο τέλος της ημέρας κατάφερε να ξεφύγει από την ασφυκτική ρουτίνα, και αυτό έχει σημασία.

Μοναξιά vs αίσθηση κοινότητας
Από την αρχή της ταινίας καταλαβαίνουμε, ότι ο Θωμάς είναι ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος. Δεν έχει ούτε φίλους, ούτε οικογένεια. Η μοναξιά που νιώθει γίνεται περισσότερο αισθητή μέσα από τη συζήτηση που έχει με τη Ρούλα, μία από τις κοπέλες που δουλεύουν στο καμπαρέ. Όταν εκείνη παραπονιέται ότι στη γειτονιά της μένει πάρα πολύς κόσμος, ο Θωμάς της λέει, “Μια φωνή να βάλεις θα έρθει ένας άνθρωπος να τρέξει κοντά σου.” Και έπειτα συμπληρώνει, “Δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζει μόνος του, σαν κούτσουρο. Δε νιώθει ούτε Κυριακή, ούτε γιορτή, ούτε Πρωτοχρονιά. Μένει στην μπάντα και θάβεται μοναχός του.” Είναι λοιπόν εμφανής η λαχτάρα του για ανθρώπινη επαφή, για συντροφιά.
Μέσα στο καμπαρέ τα βρίσκει και τα δύο. Οι θαμώνες, οι οποίοι αποτελούν ήδη μια ‘κοινότητα’, τον αγκαλιάζουν και τον αποδέχονται ως έναν από αυτούς. Έτσι, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει ότι ανήκει κάπου, ότι αποτελεί ένα κομμάτι από κάτι σπουδαιότερο. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ενώ έχει την ευκαιρία να ζήσει ήρεμα μαζί με τη Ρούλα, επιλέγει να επιστρέψει στο καμπαρέ και να βοηθήσει με τη ‘δουλειά’. Γιατί στο τέλος της ημέρας, είναι καλύτερο να έχεις την αναγνώριση και τη φιλία των άλλων από το να ζεις μόνος και στην αφάνεια (“Δράκος λοιπόν. Παρά τίποτα”). Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η αιτία του θαυμασμού είναι η εγκληματική δράση.

Εν τέλει, δεν έχει τόση σημασία ποιος ήταν και τι έκανε ο πραγματικός “Δράκος”. Ο ρόλος του είναι καθαρά συμβολικός, τόσο για τον Θωμά όσο και για την ευρύτερη κοινωνία. Πέρα από τα στοιχεία του κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού, ο “Δράκος” είναι μία βαθιά υπαρξιακή ταινία. Θίγει πολλά από τα ζητήματα που απασχολούν διαχρονικά όλους τους ανθρώπους, δίνοντας τους τροφή για σκέψη.
Φτάνοντας στο τέλος, θα κλείσω με τα τελευταία λόγια του Ντίνου Ηλιόπουλου στην ταινία: “Ευχαριστώ. Αφήστε με μόνο. Σε όλη μου τη ζωή απέφυγα το θόρυβο.”