H Καρίνα Βέρδη, με τη συλλογή «Αιρετικό Γεράκι», παρουσιάζει μια σοβαρή προσπάθεια εισαγωγής στην τέχνη του χαϊκού. Μια τέχνη που τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα κερδίζει συνεχώς έδαφος. Η ποιήτρια κατορθώνει να προσαρμοστεί στους περιορισμούς αυτής της αρχαίας ιαπωνικής τέχνης, αποφεύγοντας να εφαρμόσει τη γνωστή μέθοδο ακορντεόν, στην οποία πολλοί Έλληνες υπέπεσαν προσπαθώντας να προσαρμόσουν την τέχνη αυτή στα δικά τους μέτρα, αντί να προσαρμοστούν οι ίδιοι στη δική του μέθοδο. Όμως ποια είναι τα μέτρα και τα σταθμά αυτής της ποίησης, πέρα από την χρήση του δεκαεπτασύλλαβου; Οι απόψεις του βραβευμένου Έλληνα Χρήστου Τουμανίδη μας δίνουν σαφείς απαντήσεις. Επιγραμματικά θα πούμε ότι αυτές είναι οι κάτωθι:
«Η τρίστιχη διάταξη των στίχων και το δεκαεπτασύλλαβο της συνολικής έκτασής του. Με μία ίσως «ελευθερία» στην αντιστοιχία των συλλαβών ανά στίχο : 5-7-5, αλλά και 5-5-7 ή 7-5-5. Αυτό γίνεται εξ’ άλλου αποδεκτό και από αρκετούς Ιάπωνες ποιητές του καιρού μας. Αυτά τα συγκεκριμένα πλαίσια, ή τα αποδέχεται κανείς a priori και εκφράζεται μέσα σ’ αυτά ή δεν τα αποδέχεται και επομένως αναζητά άλλες φόρμες και άλλη φιλοσοφία για να αρθρώσει τον όποιο λόγο του. Κάθε άλλη ενδιάμεση ή παραπλήσια εκδοχή, είναι προφανές πως δεν αποτελεί παρά έναν αυτάρεσκο πειραματισμό ή μια αυθαίρετη πρόταση – «προς εαυτόν» – έξω από το πνεύμα και τη φιλοσοφία του χαϊκού.[…] Οι μόνες διαφοροποιήσεις, παρεκκλίσεις αν θέλετε, που μπορούν να υπάρξουν, είναι αυτές που ανάγονται στο πεδίο του περιεχομένου.»
Η Καρίνα Βέρδη με μια θεματολογία πλούσια, κατορθώνει να επιτύχει ακριβώς αυτό, να τηρήσει τις αναλογίες, δηλαδή να μην παραβεί το δεκαεπτασύλλαβο και να κινηθεί ευστρόφως από το γενικότερο στο ειδικότερο γίγνεσθαι. Από την πολυτάραχη εγγύς Ανατολή με τα δεινά που επιφέρει…τους θανάτους, τη φτώχεια, την τριτοκοσμική δυστυχία…μεταπηδά στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα της κρίσης με όλα όσα αυτή ελλοχεύει. Η ποιήτρια κατορθώνει να ανταποκριθεί στην πρόκληση της δυσκολίας του χαϊκού, που δεν είναι άλλη από την συμπύκνωση του λόγου μέσα από τη λιτότητα των συλλαβών του.
Τα τρίστιχα ποιήματα αυτής της συλλογής επιβεβαιώνουν τα λόγια του Παναγιώτη Καποδίστρια (όπως εύγλωττα αναφέρει σε ένα σχετικό δοκίμιο του, όπου εισηγείται προτάσεις για ένα ελληνικό χαϊκού υπό την οπτική δηλαδή της ελληνικής κουλτούρας) ότι δηλαδή: «δεν περιορίζονται σε μια απλή χρονογραφική καταγραφή μιας κάποιας συγκλονιστικής εμπειρίας από την έξω ή τη μέσα μας φύση αλλά αντιθέτως φέρουν εκείνες τις δυναμικές που τα καθιστούν δυνατά ώστε να διασωθεί η στιγμή που περιγράφεται σε ένα διαρκές γινόμενο».
Αυτό δηλαδή που είναι αξιοσημείωτο σε αυτά τα τρίστιχα ποιήματα είναι η φιλοσοφική τους διάθεση στην οποία ρέπουν, καθιστώντας τα αξιοπρόσεχτα στο ευρύ κοινό. Όπως αναφέρει ο Καποδίστριας «το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα σαν ένα είδος γνωμικού ή και σαν φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει, ότι μεσ’ από το φυσιολατρικό ή και φυσιοκρατικό στιγμιότυπο, που απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάσταση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί, ότι η εν γένει φιλοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ’ αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους, θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση. Τίποτα δηλαδή μέσα στο χαϊκού δεν συμμετέχει συμπτωματικά ή άνευ λόγου. Όλα είναι προμελετημένα.»
Αυτήν ακριβώς τη δομή της σκέψης της ποιήτριας αφουγκραζόμαστε ενεργά καθώς αέναα διαβάζουμε τα ποιήματα της. Από τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου (φτώχεια, κακουχίες, πολεμικές συρράξεις) οδηγούμαστε στην ελληνική επικράτεια για να καταλήξουμε στα προσωπικά της ποιήματα, τα οποία αποτελούν αντανακλάσεις του καθρέφτη των ανθρώπων, εικόνες που σκιαγραφούν την ψυχή τους, μικρά ποιητικά εικονογραφήματα που φωτίζουν πλευρές αθέατες των ανθρώπινων σχέσεων. Άλλοτε τις απαθανατίζει μέσα στο ασπρόμαυρο των σχέσεων («πάχνη στα ξύλα/ δεν ήρθε η άνοιξη / μην με ξυπνήσεις»), της προδοσίας και της μοναξιάς, ενώ άλλοτε τις χρωματίζει με χρώματα γαλανόλευκα, παρμένα από τον ουρανό και τη θάλασσα («από το φέγγος/ τα μάτια μου πόνεσαν/ της ομορφιάς σου», «μια συναυλία/ με αλμύρα στο σώμα/ ακούμε μαζί»).
Οι αισθήσεις στα χαϊκού της Καρίνας Βέρδη υπακούν στον κανόνα της μιας ανάσας αλλά και της περιορισμένης χρήσης αντωνυμιών, ενώ η μελωδικότητα και η εικονοπλασία μας φορτίζει συγκινησιακά. Παράλληλα οδηγούμαστε σε μια σύμπλευση με την ποιήτρια, εισαγόμαστε στον δικό της ποιητικό κόσμο, καθώς έχει φροντίσει σκηνοθετικά να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον και να μας καταστήσει συνθεατές και γιατί όχι συμπρωταγωνιστές των «έργων» που αφηγείται μέσα στα μικρά της τρίστιχα. Και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί η ίδια γνωρίζοντάς την μυσταγωγική τέχνη της σκηνοθεσίας, μας εισάγει σε αυτό της το δημιούργημα με μια υπεροχή εισαγωγή, που ξεκινά ως ένα φιλμ με το «ΠΛΑΣΜΑ» ..
«Ξύπνα την! / ο δράκος πεινά λέει διστακτικά/ το κορίτσι στριφοφιγυρίζει στο κρεββάτι/ μα αν δεν τον ταΐσεις… θα πάει αλλού», για να καταλήξει στον επίλογο με το τρίστιχο: «όταν νυστάζω χαϊκού θέλω να πω για να κοιμηθώ». Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να δομήσει ένα ενιαίο σύνολο μαγνητίζοντας το βλέμμα του αναγνώστη και συγχρόνως προκαταβάλοντάς τον για αυτό που θα ακολουθήσει. Με μια ματιά μεταμοντέρνας ποίησης το ΑΙΡΕΤΙΚΟ της ΓΕΡΑΚΙ, αντιστέκεται στη φθορά, ατενίζει με βλέμμα αγέρωχο τα κακώς κείμενα της εποχής, ελεύθερο πνέει στον αέρα της ελεύθερης σκέψης, αναζητώντας τι άλλο.. φωλιά για να επωάσει τα μικρά του …στη σκέψη και στην καρδιά του αναγνώστη καθώς εκείνη, ως δημιουργός του
«Υποδέχεται με πλατύ χαμόγελο τον ερχομό του». Στον πυρήνα μιας πολύπαθης και συγκαταβατικής στην δυστυχία κοινωνίας, το αιρετικό της γεράκι αντιστέκεται σθεναρά, αναζητώντας να βρει την αγάπη, την ανθρωπιά στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
