
Ροδοτόπι Ιωανίννων: Ο αρχαίος ναός του Αρείου Διός, που βρίσκεται στο Ροδοτόπι Ιωαννίνων, στους πρόποδες του λόφου Γαρδίκι, ταυτίζεται με το ναό του Άρειου Δία της αρχαίας Πασσαρώνας, πρωτεύουσας των Μολοσσών, η τειχισμένη ακρόπολη της οποίας σώζεται στην κορυφή του λόφου. Ο ναός οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τον Αιμίλιο Παύλο, τον κατακτητή της Μακεδονίας, αλλά επισκευάσθηκε και εξακολούθησε να λειτουργεί, όπως υποδεικνύουν λίθινα κιονόκρανα ρωμαϊκών χρόνων και ένας ρωμαϊκός ανδριάντας. Είναι άγνωστο πότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, ωστόσο την εγκατάλειψή του αποδεικνύει η χρησιμοποίηση του χώρου για ταφές ήδη από την αρχαιότητα.
Είναι πολύ πιθανό ότι ο ναός αυτός στο Ροδοτόπι αποτελούσε το επίσημο ιερό των Μολοσσών, όπου λατρευόταν ο θεός του πολέμου, ο Άρειος Ζευς, κυρίαρχος θεός των Δωριέων κατοίκων της Ηπείρου. Την άποψη αυτή ενισχύουν η ανάθεση των ψηφισμάτων ξένων πόλεων στο χώρο του ιερού, καθώς και η τιμητική διάκριση ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, που αφιέρωσε τον ανδριάντα του. Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού, περίπτερος, με πρόναο και σηκό, και είχε διαστάσεις 19,30 x 11 μ. Από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και τμήμα της ευθυντηρίας, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο βρέθηκαν διάσπαρτοι σπόνδυλοι των ιωνικών κιόνων. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα του μνημείου, το πτερό διέθετε 6 x 11 κίονες, ενώ η διαμόρφωση του προδόμου δείχνει ότι ο ναός πρέπει να ήταν πρόστυλος με τέσσερις κίονες. Τη θέση του μνημείου επισήμανε πρώτος το 1914 ο τότε επιμελητής αρχαιοτήτων Δημήτριος Ευαγγελίδης, ο οποίος κατά το 1935 επιχείρησε δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα. Ωστόσο, ο ναός ανασκάφηκε συστηματικά το 1952 από τον Καθηγητή Σωτήριο Δάκαρη.
Την ταύτιση των καταλοίπων στο λόφο “Καστρί” με την αρχαία Πασσαρώνα ενισχύουν τα ερείπια του αρχαίου ναού του Αρείου Διός, που είχαν αποκαλυφθεί από τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σ. Δάκαρη βόρεια της ακρόπολης, στις παρυφές του λόφου στο Μ. Γαρδίκι. Πρόκειται για ναό με πτερό, μοναδικό περίπτερο ναό στην κεντρική Ήπειρο, διαστ. 19,30 x 11 μ., με πρόδομο και σηκό. Από το ναό στο Ροδοτόπι, που είναι κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο, έχει σωθεί η ευθυντηρία της βορειοανατολικής μακράς πλευράς ενώ λείπουν οι περισσότεροι λίθοι των άλλων πλευρών. Πλάκες με χρώμα ρόδινο, κυανό και λευκό, που έχουν βρεθεί, προέρχονται από την πλακόστρωση του προδόμου, ενώ στους γύρω αγρούς βρέθηκαν διασκορπισμένα αρκετά κομμάτια σφονδύλων κιόνων, άλλα από μάρμαρο και άλλα από ασβεστόλιθο. Οι σφόνδυλοι αυτοί πρέπει να προέρχονται από τους κίονες του ναού, ο οποίος πιθανόν θα είχε περίσταση με 6 x 11 κίονες, ενώ η διαμόρφωση του προδόμου υποδεικνύει πρόσταση με 4 κίονες.

Από την ανωδομή του ναού σώθηκαν πολύ λίγα λείψανα, ενώ δύο ιωνικά ασβεστολιθικά κιονόκρανα, που βρέθηκαν, ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Μορφολογικά στοιχεία του ναού στο Ροδοτόπι, όπως επίκρανο παραστάδας και του πρώτου αναβαθμού του στυλοβάτη, υποδεικνύουν κατά τους ανασκαφείς χρονολόγηση στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Λεπτό στρώμα ασβέστου, που περιτρέχει το ναό, συνδέεται πιθανόν με την καταστροφή του από πυρκαϊά ή πυρπόληση, ίσως από τα στρατεύματα του Αιμιλίου Παύλου το 167 π.Χ. Εμπρός από το ναό διασώζονται λείψανα πλακόστρωσης εντός της οποίας ιδιαίτερη πλακόστρωση και αναθυρώσεις υποδεικνύουν κτίσμα (διαστ. 3 x 4,20 μ.) και πιθανόν βωμό με πρόθυση. Στη νότια πλευρά της πλακόστρωσης σώζεται θεμέλιο που χρησίμευε πιθανόν ως υπόβαθρο βάσης κάποιου μνημείου (διαστ. 4 x 3,40 μ.), ίσως του ακέφαλου ανδριάντα ρωμαίου αυτοκράτορα που βρέθηκε εκεί. Στη βόρεια πλευρά του ναού αποκαλύφθηκε ταφικός περίβολος πρόχειρα κτισμένος με ανώμαλους λίθους και εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση.
Μέσα στον ταφικό περίβολο βρέθηκαν δύο συλημένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι χωρίς καλυπτήριες πλάκες. Από την περιοχή του ναού στο Ροδοτόπι προέρχονται λίγα προϊστορικά όστρακα, νομίσματα, αποτμήματα από χάλκινα αγάλματα, αγνύθες κ.λ.π., καθώς και λείψανα βάθρων στη βορειοανατολική πλευρά του ναού και δύο ενδιαφέρουσες επιγραφές. Από αυτές στη μία, που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., διασώζεται ψήφισμα του “Κοινού των Ατεράργων” το οποίο αναφέρεται στην ανανέωση φιλίας και προξενίας που είχε συναφθεί παλαιότερα μεταξύ Ατεράργων και Περγαμίων. Στην άλλη αναθηματική επιγραφή των αρχών του 2ου αι. π.Χ. γίνεται μνεία του “Κοινού των Ηπειρωτών”, επί προστάτου Νικάνορος Κασσωπαίου.
Η ύπαρξη αφιερωμάτων κοντά στο ναό στο Ροδοτόπι, όπως ο ρωμαϊκός ανδριάντας, πιθανόν του αυτοκράτορα Αδριανού που επισκέφθηκε τη Δωδώνη το 132 μ.Χ., και τα αναθηματικά βάθρα δείχνουν ότι το Ιερό απολάμβανε ιδιαίτερου σεβασμού και από αυτούς ακόμη τους Ρωμαίους. Εξάλλου το περιεχόμενο των επιγραφών, που έχουν βρεθεί, δημιουργεί την εντύπωση ότι στο Ιερό αυτό ή γενικά στην περιοχή του Ιερού είχαν κατατεθεί και φυλάσσονταν, σαν σε επίσημα αρχεία του κράτους, τα δημόσια ψηφίσματα. Τέτοιο όμως Ιερό μέσα στο κέντρο της μολοσσικής γης ήταν το Ιερό του Αρείου Διός στο Ροδοτόπι ο οποίος λατρευόταν στην Πασσαρώνα. Στο Ιερό αυτό συγκεντρώνονταν ο βασιλιάς, οι άρχοντες και ο λαός των Μολοσσών την άνοιξη, όταν ο περισσότερος πληθυσμός, ο οποίος ήταν κτηνοτροφικός, μετακινούνταν με τα κοπάδια από τα πεδινά προς τα δροσερά βοσκοτόπια της Πίνδου. Η συγκέντρωση αυτή, κατά την οποία δινόταν εκ μέρους του βασιλιά και των υπηκόων του αμοιβαίες ένορκες υποσχέσεις ενώπιον του Αρείου Διός, είχε σκοπό να κατοχυρώσει τις πολιτικές σχέσεις του ηγεμόνα με τους υπηκόους του καθώς και τα αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Τεκμήριο για τα παραπάνω θεωρεί ο Σ. Δάκαρης το περιεχόμενο ενός σημαντικού ενεπίγραφου μαρμάρινου αναγλύφου, το οποίο βρέθηκε σε ένα σπίτι στο κάστρο των Ιωαννίνων και μεταφέρθηκε στο μουσείο από τον Φ. Πέτσα (αρ. ευρ. 27), αλλά προέρχεται από την περιοχή του Γαρδικίου.

Στο αποσπασματικά σωζόμενο έργο στο Ροδοτόπι η παράσταση περιλαμβάνει τμήμα ενός άρματος, στο οποίο επιβαίνει μία ανδρική μορφή με γυμνό κορμί, ενώ διακρίνεται τμήμα της χλαμύδας που ανεμίζει. Από τον άνδρα λείπουν το κεφάλι και ο λαιμός, καθώς και το αριστερό χέρι από το ύψος του ώμου. Διακρίνονται η ράχη και τα πίσω σκέλη των δύο υποζυγίων, προφανώς αιλουροειδών, ενώ από το όχημα αποδίδεται μόνον ο δίφρος που είναι κλειστός από τις τρεις πλευρές, και από τους τροχούς του άρματος δηλώνεται μόνον ο ένας. Στην επάνω δεξιά πλευρά του αναγλύφου είναι χαραγμένη επιγραφή σε τέσσερις στίχους: Αρά / τω Διί / ου βέλο[ς] διίπτατ[αι]. Στην παράσταση του αναγλύφου ο Σωτήριος Δάκαρης αναγνώρισε τη μορφή του Διός επάνω σε άρμα που το σέρνουν δύο λιοντάρια. Το ακανόνιστο αναγλυφικό έξαρμα στη δεξιά πλευρά της παράστασης αποδίδει συνοπτικά το φυσικό περιβάλλον απεικονίζοντας την πλαγιά ενός βουνού από όπου κατέρχεται το άρμα. Το ανάγλυφο, με βάση τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και ιστορικούς λόγους τοποθετείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π. Χ., ενώ η επιγραφή στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Πρόκειται επομένως για μνημείο σε δεύτερη χρήση. Το περιεχόμενο της επιγραφής θα πρέπει να εμπνέεται από ένα τρίμετρο το οποίο σχετίζεται με κάποιο τοπικό λατρευτικό ύμνο ή επίκληση στον Άρειο Δία της Πασσαρώνος. Η επιγραφή ανακαλεί τον στίχο του Ευριπίδη (Ικέτιδες 860): Οράς το λάβρον ου βέλος διέπτατο;
Ο χαρακτηρισμός του Διός ως Αρείου τον συνδέει με την Πασσαρώνα, όπου ο θεός λατρευόταν ως επόπτης και εγγυητής των ένορκων υποσχέσεων, των αρών που δίνονταν στο ναό του Αρείου Διός κάθε άνοιξη ανάμεσα στο βασιλιά και το λαό. Σε μία τέτοια γιορτή στο Ιερό του Αρείου Διός έγινε το γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς (Πλούτ. Πύρρος V) επεισόδιο με τον Γέλωνα, ο οποίος χάρισε στον Πύρρο δύο ζευγάρια βοών αροτήρων και έγινε αφορμή να εξυφανθεί δολοφονική συνωμοσία εναντίον του, που κατέληξε όμως σε αντίθετο αποτέλεσμα με το φόνο του συμβασιλέα Νεοπτολέμου. Ωστόσο, κατά τον Ν. Κατσικούδη, η επίκληση του Αρείου Διός σε επιγραφή του τέλους του 3ου αι. π.Χ. είναι πιθανό να μην συνδέεται με την ανταλλαγή όρκων μεταξύ βασιλέως και υπηκόων, καθώς η δυναστεία των Αιακιδών καταλύεται γύρω στο 232 π.Χ., αλλά να αποτελεί την επίκληση της πρωτογενούς πολεμικής ιδιότητας του Διός. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην πιθανότητα να συνδέεται η επαναχρησιμοποίηση του μνημείου στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. με την εισβολή των Μακεδόνων και των Ηπειρωτών στο Θέρμο της Αιτωλίας το 218 π.Χ. Τη σύνδεση αυτή υποδεικνύει περιφερόμενος στίχος του νεαρού ποιητή Σάμου, γιου του Χρυσογόνου, που ήταν σύντροφος του Φιλίππου Ε΄ και τον ακολουθούσε στις πολεμικές επιχειρήσεις του. Το περιεχόμενο του στίχου: οράς το δίον ου βέλος διέπτατο; είναι παρόμοιο με την επιγραφή του αναγλύφου από την Πασσαρώνα και τον στίχο του Ευριπίδη, όπως είχε διαπιστώσει ο Σ. Δάκαρης. Το στίχο αυτόν ανέγραφαν οι στρατιώτες του Φιλίππου στους τοίχους των οικοδομημάτων κατά την εισβολή τους στο Θέρμο.
Πηγές:
- wikipedia
- zitsa.gov.gr
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου