O Μανώλης Αλυγιζάκης ενώνοντας τη ζωή του αξεπέραστου ζωγράφου με την ποιητική του πένα, μας οδηγεί σε μια σύμπλευση λέξεων και εικόνας, μια ταύτιση ποίησης – ζωγραφικής, τόσο ποτισμένη με πάθος και αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο, που αιχμαλωτίζει το μάτι ακόμα και του πιο άπειρου αναγνώστη. Από τη θεματολογία της συλλογής παρατηρούμε σπονδυλωτά και ανελικτικά την πορεία του έργου του Δομήνικου Θεοτοκοπούλου, όπως το βιώνει μεταφυσικά ο ποιητής από το ξημέρωμα της ζωής του ως και το θάνατο του (Dawn, Ascension).
Ο Κρητικός ήλιος, το μεταφυσικό φως που ενέπνευσε τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και που το μετέφερε από την Κρήτη στη Βενετία και μετά στην Ισπανία, είναι διάχυτο και πανταχού παρών στην ποίηση του, ακριβώς όπως και στο έργο του σπουδαίου ζωγράφου. Όπως διάφανος είναι και ο πόνος και το μαρτύριο του από τα νύχια της Ιεράς Εξέτασης από την οποία πέρασε. Γράφει ο ποιητής: “A stalactite of your love descends to moisten all dryness, /to quench all thirst. Your love oh great Cretan, for man, for life, for God”: «Ένας σταλακτίτης αγάπης κατεβαίνει να ποτίσει όλη την ξηρασία/να σβήσει όλη τη δίψα. Η αγάπη σου σπουδαίε Κρητικέ, για τον άνθρωπο, για τη ζωή, για τον Θεό.»

Η αισθητική και η τεχνική αρτιότητα του συγγραφέα μας συνεπαίρνουν από την πρώτη σελίδα, ξεκινώντας από το εισαγωγικό σημείωμα όπου μας παραθέτει στίχους του Πινδάρου και των Πυθαγόρειων. Εκεί μας μυεί στην υπερβατική χροιά της συλλογής που είναι αφιερωμένη στον αείμνηστο ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, εμπνευστή του οράματος του ποιητή να αναπαράγει λεκτικά το έργο του και να μας φέρει εγγύτερα στη χαρισματική του μορφή που χάραξε την μοναδικότητα στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης.
«Η ενότητα είναι η ουσία του Θεού, ενώ όποιος μυείται στα μυστήρια του Σύμπαντος είναι εκείνος που γνωρίζει τον σκοπό της ύπαρξης του». Αυτά ακριβώς τα μυστήρια και τη θεϊκή πνοή που βρίσκονται αποτυπωμένα στους πίνακες του Κρητικού ζωγράφου μας καλεί ο Αλυγιζάκης να αφουγκραστούμε, για να μαγευτούμε από το άυλο της κρυστάλλινης μορφής τους, εμβαθύνοντας στην υπερβατική του κοσμοθεωρία που μας τοποθετεί υπεράνω της χρονικής στιγμής συνδέοντας τα προς εμάς σε ένα μυστικό βίωμα του παρόντος χωρίς διάκριση χρονολογική παρελθόντος και μέλλοντος. Κατορθώνουμε έτσι ως αναγνώστες να εισπνεύσουμε το μαγευτικό άρωμα μιας άλλης εποχής χωρίς όμως να χάσουμε τη διασύνδεση με την δική μας.
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι σε αυτό που λεκτικά εικονίζεται μετέχει και ο ίδιος, που καταξιώνει τον συγγραφέα στην αναγνωστική αντίληψη, καθώς σέβεται την βάση της βυζαντινής εικονογράφησης του Ελ Γκρέκο. Μια εικονογράφηση που δεν είναι άλλη από τη μέθεξη, τη νοητή συμμετοχή μας στα πεπραγμένα, όπως συμβαίνει στον πίνακα El Entierro del Senor de Orgaz. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αznar στον πίνακα αυτό «ο δυναμισμός των μορφών είναι εσωτερικός». Παρατηρούμε ότι τα ουράνια άνοιξαν για να υποδεχτούν στις πύλες τους τον Οργκάθ, που αγαπητός στον Θεό τον υποδέχεται στις αγκάλες του ενώ εκείνος ανεβαίνει σαν μικρό μωρό προς τον δόξα του Θεού.
Ο Μανώλης Αλυγιζάκης εύσχημα και εύγλωττα αποτυπώνει τη στιγμή: “The burial of the Count Orgaz/fusion of the present with the after/passage through this door/a curtain unfolds like a flower/the symmetric parade of geese which vex the horizon like angels on their way to fetch a soul”: «Η ταφή του Κόμη Οργκάθ /συγχώνευση του παρόντος με το μέλλον/πέρασμα αυτής της πόρτας/μια κουρτίνα που ξεδιπλώνει σαν λουλούδι/η συμμετρική παρέλαση από χήνες που πετούν στον ορίζοντα σαν άγγελοι την ώρα που παίρνουν μια ψυχή».
«Η έντονη πνευματικότητα των μορφών του, αμιγώς σεβόμενη την βυζαντινή παράδοση, αποτελεί την καινοτομία του ζωγράφου» όπως αναφέρει ο Πρεβελάκης και είναι έκδηλη στους στίχους του ποιητή: “Ηere the line between/the spirit and flesh becomes/so indistinguishable/so tragically vague.// Ηere the aura of God/and the shadow of man/fuse into a ripple of gray air/into the sadness of a beacon”: «Εδώ η γραμμή ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα γίνεται τόσο αδιόρατη, τόσο τραγικά ασαφής. Εδώ η αύρα του θεού/ και η ανθρώπινη σκιά διαχέονται σε ένα κύμα γκρίζου αέρα/ μέσα στην μελαγχολία του φάρου.»
Ο Μανώλης Αλυγιζάκης αναβιώνει με τα 34 του ποιήματα την ιστορική προσωπικότητα του Κρητικού ζωγράφου επιχειρώντας ένα ταξίδι στο χρόνο, αποτυπώνοντας συνάμα τον αναγεννησιακό κόσμο μιας σκοταδιστικής εποχής. Η αφανής ερωτική φύση της καθεστηκυίας Εκκλησίας ισοσκελίζεται υπέροχα με την αποπνέουσα ερωτική μορφή των σωμάτων που ιχνοπερπατούν ανάμεσα στο θεϊκό και στο γήινο. (An apparition, /victorious platinum vestment for a vain life /short breath and a master ascents to grant light: Once.) O ποιητής έρχεται να αποκαταστήσει την ανατρεπόμενη τάξη προσδίδοντας στον δάσκαλο, όπως αποκαλεί , στον ζωγράφο Ελ Γκρέκο αθανασία μέσω της ζωγραφικής του παλέτας, σαν μικρό παιδί που ζωγραφίζει στον αυλόγυρο του σχολείου .”A visionary appears with his colourful palette and like a playful child in a schoolyard with his brush which knows grace he gifts with/ just two strokes the image/of immortality to the world”.

Ο Μανώλης Αλυγιζάκης μένοντας πιστός σε αυτό που είπε ο Καζαντζάκης για τον Ελ Γκρέκο, ότι δηλαδή η ζωγραφική είναι άθλος, έμπνευση, ενέργεια απόλυτα προσωπική, επιτυγχάνει να φωτίσει την ουσία του έργου του αποδομώντας το και ανασυγκροτώντας το μπροστά στα μάτια μας. Με επιμονή και προοπτική φωτίζει κάθε σκοτεινή του γωνία βουτώντας την πένα του, όπως ο ζωγράφος στα πινέλα του, στο αγιαστικό φως της ψυχής του σπουδαίου ζωγράφου μεταφέροντας μας την υπερβατική ατμόσφαιρα που τους πρέπει.
Στο ποίημα Απουσία(Αbsence) όλος ο πόνος της μοναξιάς εγκιβωτίζεται στη φράση:
“When you stand to embrace him with open arms where is man? Νο οne comes. Where is man? Νο οne comes.”
«Που είναι ο άνθρωπος όταν στέκεσαι εκεί να τον αγκαλιάσεις με ανοιχτές αγκάλες; Που είναι ο άνθρωπος; Kανείς δεν έρχεται».
H συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ύπαρξης καθορίζει μεγάλο εύρος των ποιημάτων του το οποίο όμως αντισταθμίζεται με την απεραντοσύνη του θεϊκού στοιχείου όπως αποτυπώνεται σε πλήθος ζωγραφικών έργων.
Ο Μανώλης Αλυγιζάκης ακροβατεί ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, από το έρεβος στον ουρανό, απ’ το κενό στο όραμα, απ’ τη φθαρτότητα στην αθανασία επιτυγχάνοντας να αποδώσει μέσω του ποιητικού του εύρους την δεσπόζουσα θέση σε έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες όλων των εποχών, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Γνώστης και ο ίδιος της Κρητικής κληρονομιάς με το νόστο της λατρεμένης πατρίδας ενσκήπτει πάνω στο κρητικό μεγαλείο του προγόνου του, κλείνοντας με τον ωραιότερο τρόπο την ποιητική του συλλογή: «Mανώλης, Κρής, εποίει».