Ο Τάσος Λειβαδίτης (20 Απρίλη 1922 ― 30 Οκτώβρη 1988) ανήκει σε αυτή την κατηγορία εκείνων των συγγραφέων που όλοι θα ένοιωθαν περήφανοι να στέκονται δίπλα του. Οραματιστής και ιδεαλιστής αποτελεί εκείνο το κράμα του ποιητή που έλκει το αναγνωστικό κοινό διότι μέσα από το έργο του ακουμπά με την βαθιά του απλότητα τις λαϊκές μάζες. Η έμφυτη ευγένεια, το διάφανο βλέμμα αλλά και το εξαιρετικά προσεγμένο ντύσιμό του μοιάζει σαν να είναι φερμένος από μια άλλην εποχή. Αγνός σαν παιδί και βαθύτατα σεμνός δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του, ή άλλαζε κουβέντα αμέσως όταν κάποιος ήθελε να πει κάτι γι’ αυτόν.
Σημάδεψε για πάντα τα Γράμματα, επηρρέασε πολλούς ομότεχνούς του και άφησε παρακαταθήκη στο λαό που αγάπησε και υπηρέτησε ένα έργο μεγάλο σε έκταση και αξία. Το ίδιο σπουδαίος, μέσα στην απλότητά του, σαν άνθρωπος, βάδισε αθόρυβα στους δρόμους της Αθήνας ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους απλούς ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του το άρωμα εκείνης της παλιάς γενιάς, που όριζε ως καθήκον την διαρκή προσφορά και τη θυσία χωρίς ανταλλάγματα.

Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση της προσωπικότητας του από τον εξαίρετο φίλο του και ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο:
«Ευαίσθητος όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί αυστηρός αλλά και εξαιρετικά προσεκτικός ώστε να μη στερήσει από τον άλλον, έστω και στο ελάχιστο, από εκείνο που πίστευε ότι του ανήκει αγιάτρευτα ρομαντικός με ένα σπάνιο και πηγαίο χιούμορ, Ονειροπόλος και «εύθραυστος» αλλά και ιδιαίτερα διακριτικός, τόσο που ποτέ δεν προσπαθούσε να επιβάλει τη γνώμη του ή τα πιστεύω του σε κανέναν (ακόμη και στις στιγμές που η προσήλωσή του στον Θεό και στον Χριστό βρισκόταν σε έξαρση, ούτε μια φορά δεν μου πρότεινε να πάμε στην Εκκλησία ή σε κάποια άλλη εκδήλωση σχετική).»
Η ζωή του Λειβαδίτη είναι ένα ταξίδι με πολλές απογοητεύσεις. Ηδονή νεκροί φίλοι και στερήσεις παρελαύνουν στο έργο του. Όμως επιστρέφει στην ζωή παρά την πίκρα από την κατάρρευση του σοσιαλιστικού του ινδάλματος (παρά τις εξορίες και διώξεις) κοιτώντας με δύναμη και αισιοδοξία το μέλλον επιδιώκοντας με πείσμα και ταπείνωση να αλλάξει την πραγματικότητα.
Αναφορικά με το έργο του ο Λειβαδίτης προωθεί την ιδέα μιας εκφραστικής και χρήσιμης τέχνης και προαπαιτεί μια μαρξιστική αντίληψη της λογοτεχνίας, που επιτυγχάνεται με την προσφυγή στην απλότητα, η οποία σύμφωνα με την πρώτη μεταπολεμική γενιά – συμπεριλαμβανομένου και του Λειβαδίτη – είναι η απόλυτη αρετή της ποίησης.

Επιλέγει συνειδητά το κάτι απέναντι στο Τίποτα, το συλλογικό έναντι του ομαδικού. Αναζητάει διακαώς να αποκαταστήσει την άδικη τάξη πραγμάτων μέσα από τα γραφόμενα του. Εν τέλει αλλάζει πολιτική και ατομική ταυτότητα παραμένοντας όμως ένας ερωτικός ποιητής και επαναστάτης. Ο ποιητής συνεχώς αναζητά να εξερευνήσει το ανεξερεύνητο, να απαντήσει στα αναπάντητα, ακριβώς αυτό το ανέφικτο είναι και ο ορισμός του έρωτα για τον ποιητή αυτό που περισσότερο τον γοητεύει. Να λοιπόν τι είναι ο έρωτας στο έργο του Λειβαδίτη:
“Kι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσουμε τον άλλον.”
Oμως και όλη η επαναστατική του ιδιοσυγκρασία κρύβεται στους παρακάτω στίχους του:
“Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος / θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.”
Υπογραμμίζοντας την αριστοτελική ρήση σε όλους εμάς ότι ο άνθρωπος είναι «ζωον πολιτικόν» και ότι είναι υποχρέωση του η ενασχόληση του με τα κοινά, ανατρέχουμε στον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης που αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι ο ιερέας της Δημιουργίας , ο κοσμικός της λειτουργός μεταξύ ουρανού και γης. Ο Λειβαδίτης, βαθύς γνώστης αυτής της αλήθειας τολμά να αναλάβει δράση όταν τον καλεί το καθήκον, μετέχοντας στις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες της εποχής του, παλεύοντας για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Γιατί βαθιά του πεποίθηση είναι ότι χωρίς προσωπικές θυσίες δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στο συλλογικό καλό. Οι θυσίες εκείνου και των συντρόφων του, οι εξορίες και τα βασανιστήρια δεν είναι μια εικονική πραγματικότητα. Πίστευε ακράδαντα ότι τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών , της δικής τους γενναίας στάσης ζωής θα είναι ορατά στην επόμενη γενιά που θα απολαμβάνει μια πιο ελεύθερη κοινωνία. Αυτό υπογραμμίζεται πεντακάθαρα στο ποίημα του «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»:
«Αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν στο ήρεμο ψωμί, στα δίκαια χέρια, στην αιώνια ελπίδα, πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου, να ’χουμε πεθάνει…».

Πηγή κεντρικής εικόνας :fosonline.gr