Κρεμόμουν από τα χείλη σου όσο μίλαγες για μακαρόνια, φούρνους, ποσότητες, υλικά. Φανταζόμουν εσένα πάνω από ένα ταψί να δίνεις μάχη με σκεύη και τρόφιμα για να ετοιμάσεις το διάσημο σουφλέ σου. “Είναι η σπεσιαλιτέ μου” κοκορεύεσαι, αν και έπειτα παραδέχεσαι πως είναι από τα πιο εύκολα φαγητά, και κυρίως από τα ελάχιστα που ξέρεις να φτιάχνεις. Το δεύτερο βασικά δεν το παραδέχτηκες, απλά το ξέρω.
Καθόμαστε λοιπόν αντικριστά, μετά από πόσα; Δύο χρόνια; Σχεδόν τόσα, μπορεί και παραπάνω-ποιος μετράει;-. Όχι πως δεν είχαμε ξαναβρεθεί τόσον καιρό. Απλά η ζωή ήξερε πάντα να σε φέρνει τυχαία στον δρόμο μου, ποτέ μόνιμα, απλά τυχαία. Για το λόγο αυτό ήξερα πάντα πως, ακόμα και όταν η μεταξύ μας επικοινωνία χανόταν, θα σε συναντούσα μοιραία στον δρόμο, ή στο μπαρ κοντά στην στάση που γνωριστήκαμε. Κι ας μας χώριζαν χιλιόμετρα όλο τον υπόλοιπο χρόνο, όταν αποφάσιζες να επιστρέψεις, επέστρεφες ασυνείδητα και σε εμένα.
Μετά από δύο χρόνια όμως αποφάσισα να δεχτώ να κάτσω απέναντί σου, χωρίς βαβούρες και μουσικές, χωρίς φίλους, μόνο εμείς, όπως τότε. Ξεκινάς λοιπόν να μου αναλύεις γιατί το δικό μου σουφλέ καταλήγει άνοστο ενώ το δικό σου μοναδικό. Λες, λες, λες κι εγώ χαμένη σε παρακολουθώ γελώντας, ώσπου σταματάς για να παρατηρήσεις το ότι “Μεγαλώσαμε.”. Γελάμε. “Ποιος θα μου το έλεγε πως θα κάθομαι μαζί σου και θα μιλάω για συνταγές;!” Συμφωνώ μαζί σου απλά γιατί ό,τι λες μοιάζει σωστό. (γιατί είσαι πολύ έξυπνος, το ξέρεις). Δε μεγαλώσαμε τόσο σε δύο χρόνια. Μόνο τα μωρά μεγαλώνουν τόσο αισθητά σε αυτό το χρονικό διάστημα. Ίσως λίγο αλλάξαμε. Κυρίως όμως, μεσολάβησαν πολλά, τα οποία δεν ξέρεις.
Όχι πως δεν επιδίωξες να μάθεις. Δυστυχώς όμως, προτιμώ κάθε φορά να σου λέω τα μισά. Πάντα θα έχω όμως κάτι να σου πω, διότι όντως, όλα νέα είναι στη ζωή μου και το μόνο σταθερό σε αυτά τα δύο χρόνια είσαι εσύ μαζί με όλα αυτά που με έκανες να αισθανθώ. Δε σου λέω το πόσο ανάγκη έχω να σου γράφω, μηνύματα, γράμματα, σκέψεις, που δεν θα σου αποσταλούν ποτέ, και που σου εξομολογούνται ένα σωρό ιστορίες, και ανείπωτα λόγια. Δεν θα μάθεις πως όποιον γνωρίζω, τον συγκρίνω αυθόρμητα μαζί σου, χωρίς καν ποτέ να σε αναφέρω σε εκείνον. Εξάλλου τι να αναφέρω; Θα γίνει ξεκάθαρο πως ακόμη ανήκω σε εσένα- κι ας μην ανήκα ποτέ πραγματικά.
Οπότε ναι, ας πούμε για συνταγές, άλλωστε όλα τα υπόλοιπα στα γράφω κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, και έπειτα τα πετάω, δεν έχω ανάγκη να στα ξεστομίσω. Κυρίως είναι παράπονα, για καταστάσεις που δεν φταις καν εσύ. Με ποιο δικαίωμα να σε κατηγορήσω για το ότι κανένας δε μπόρεσε να με κάνει να νιώσω όσα με έκανες να αισθανθώ εσύ σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Σου παραπονιέμαι για τον Τάδε που είναι αναίσθητος, για τον Άλλον που είναι ξινός και δεν γελάμε όσο γελάμε οι δυο μας. Καταλήγω πάντα στο “Ελπίζω εσύ τουλάχιστον να περνάς καλά. Πάντα δική σου. Καληνύχτα.”
Ίσως κάποτε μάθεις πως σε καληνυχτίζω κάθε βράδυ. Ξέρω πως το κάνεις και εσύ.