Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό –πολύ μακριά από εδώ, μα ίσως και δίπλα μας– ζούσαν τρεις οικογένειες. Δουλειές δεν υπήρχαν και όλοι υπέφεραν.
Μια μέρα οι τρεις άντρες, ο Νίκος, ο Γιώργος και ο Κώστας, βλέποντας τις γυναίκες τους δυστυχισμένες και τα παιδιά τους νηστικά, πήραν την απόφαση να μπουν σε ένα καΐκι να γυρέψουν την τύχη τους.
Μόλις ξημέρωσε, αποχαιρέτισαν τις οικογένειές τους και ανοίχτηκαν στη θάλασσα.
Το πρώτο βράδυ ο Γιώργος και ο Κώστας κατέβηκαν στο αμπάρι να κοιμηθούν. Ο Νίκος έμεινε στο κατάστρωμα να φρουρεί, γιατί σε κείνες τις θάλασσες έκαναν την εμφάνισή τους πειρατές που έκλεβαν και σκότωναν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες. Τα μεσάνυχτα ο Νίκος άκουσε τη θάλασσα να χοχλάζει. Μπροστά του εμφανίστηκε μια γοργόνα!
– Μη φοβάσαι! Δε θα σε πειράξω! του είπε. Ήρθα να σε ρωτήσω κάτι. Βρήκα αυτό το τσουκαλάκι στον βυθό της θάλασσας. Είναι μαγικό. Ό,τι ζητήσει κανένας, το μαγειρεύει και το προσφέρει. Μήπως είναι δικό σου, φίλε μου;
– Δικό μου είναι και το έχασα! Σ’ ευχαριστώ που μου το έφερες! της είπε ο Νίκος.
Η γοργόνα θύμωσε για το ψέμα του. Τον άρπαξε και τον κατέβασε στη φωλιά της στο βυθό της θάλασσας.
Όταν ξημέρωσε και ξύπνησαν ο Γιώργος και ο Κώστας, δε βρήκαν πουθενά τον φίλο τους.
– Ας φύγουμε γρήγορα, γιατί εδώ μπορεί να κινδυνεύουμε κι εμείς! είπε ο Γιώργος.
– Όχι, είναι φίλος μας και έχει γυναίκα και παιδιά που τον περιμένουν! Πρέπει να τον ψάξουμε! είπε ο Κώστας.
Όλη τη μέρα τον αναζητούσαν, χωρίς αποτέλεσμα.
Όταν νύχτωσε, ο Κώστας κατέβηκε στο αμπάρι να κοιμηθεί, ενώ ο Γιώργος έμεινε φρουρός. Τα μεσάνυχτα άκουσε τη θάλασσα να χοχλάζει και βγήκε στον αφρό μια γοργόνα.
– Μη φοβάσαι! Δε θα σε πειράξω! του είπε.
Του έδειξε το μαγικό τσουκαλάκι και τον ρώτησε αν ήταν δικό του.
– Δικό μου είναι και το έχασα! της αποκρίθηκε.
Η γοργόνα θύμωσε για το ψέμα του. Τον άρπαξε και τον έσυρε στη φωλιά της.
Όταν ξημέρωσε και ξύπνησε ο Κώστας, είδε πως είχε μείνει μόνος.
– Άλλο πάλι και τούτο! Πρέπει να βρω τους φίλους μου! σκέφτηκε.
Έψαξε, μα δεν τους βρήκε πουθενά. Λες και άνοιξε η θάλασσα και τους κατάπιε!
Όταν νύχτωσε, έμεινε άγρυπνος στο κατάστρωμα. Τα μεσάνυχτα άκουσε τη θάλασσα να χοχλάζει και εμφανίστηκε μπροστά του μια γοργόνα.
Έδειξε και σε κείνον το μαγικό τσουκαλάκι και τον ρώτησε αν ήταν δικό του.
– Πρώτη φορά το βλέπω. Δεν είναι δικό μου. Κάποιος άλλος θα το έχασε, κοπέλα μου! απάντησε.
Η γοργόνα χάρηκε για την ειλικρίνειά του.
– Είσαι τίμιος άνθρωπος και γι’ αυτό θα σου κάνω ένα δώρο. Πες μου τι θέλεις να σου δώσω! του είπε.
– Θέλω τους δυο φίλους μου! απάντησε ο Κώστας.
Η γοργόνα βούτηξε στη θάλασσα και ανέβασε τον Νίκο και τον Γιώργο στο καΐκι. Μετά χάθηκε στα νερά.
Οι τρεις φίλοι συνέχισαν το ταξίδι τους, έφτασαν σ’ ένα νησί και χωρίστηκαν για να το εξερευνήσουν.
Ο Νίκος τράβηξε προς την ανατολή. Μπροστά του, στην άκρη του μονοπατιού, είδε ένα μπαουλάκι παρατημένο. Το άνοιξε και θαμπώθηκαν τα μάτια του. Ήταν γεμάτο με χρυσές λίρες. Χαρούμενος το έκρυψε σε ένα σακί και συνέχισε τον δρόμο του.
Πιο κάτω είδε μια γυναίκα, καθισμένη σ’ έναν βράχο μπροστά σε μια σπηλιά, να κλαίει.
– Γιατί κλαις; τη ρώτησε.
– Έχω ένα κορίτσι βαριά άρρωστο! είπε εκείνη. Συγκέντρωσα τα χρήματα για να το κάνει ο γιατρός καλά, μα έχασα το μπαουλάκι μου. Μήπως, καλέ μου νέε, το είδες πουθενά;
– Πού να το δω; καμώθηκε τον ανήξερο ο Νίκος.
Τότε βγήκε ένας δράκος απ’ τη σπηλιά και άρπαξε τον Νίκο.
Ο Γιώργος τράβηξε προς τον βορρά. Βρήκε κι αυτός στην άκρη του μονοπατιού ένα μπαουλάκι με χρυσές λίρες και το έχωσε στο σακί του.
Πιο κάτω συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε. Εκείνη είπε για το άρρωστο κορίτσι της και ρώτησε τον Γιώργο για το χαμένο μπαουλάκι της.
– Δεν είδα κανένα μπαουλάκι! αποκρίθηκε.
Βγήκε πάλι ο δράκος από τη σπηλιά και άρπαξε και τον Γιώργο.
Ο Κώστας τράβηξε δυτικά. Βρήκε στην άκρη του μονοπατιού ένα μπαουλάκι με λίρες και το έκρυψε στο σακί του.
Συνάντησε κι αυτός τη γυναίκα, που του έκανε την ίδια ερώτηση.
– Σίγουρα αυτό είναι το μπαουλάκι σου! της είπε.
Τα μάτια του Κώστα φωτίστηκαν από χαρά, που θα βοηθούσε να σωθεί το άρρωστο κορίτσι. Άνοιξε το σακί του και έδωσε στη γυναίκα το μπαουλάκι.
– Εσύ είσαι καλός και τίμιος άνθρωπος. Όχι σαν τους φίλους σου, που τους άρπαξε ο πατέρας μου ο δράκος! είπε η γυναίκα. Πες μου λοιπόν τι δώρο θες να σου προσφέρω!
– Θέλω τους δυο φίλους μου! αποκρίθηκε ο Κώστας.
Οι τρεις φίλοι έσμιξαν ξανά. Περπάτησαν, έφτασαν στο λιμάνι και μπήκαν στο καΐκι να επιστρέψουν στο χωριό τους, απογοητευμένοι που δεν κατάφεραν να συναντήσουν την τύχη τους.
Μετά από ένα μακρύ ταξίδι, έφτασαν στο λιμάνι και ξεκίνησαν να ανέβουν με τα πόδια στο χωριό. Κουρασμένοι απ’ την πεζοπορία έφτασαν στη Μαύρη Λίμνη, μια επικίνδυνη λίμνη από την οποία οι ταξιδιώτες απέφευγαν να πίνουν νερό. Ο Κώστας ήταν πολύ διψασμένος και, αν και ήξερε τον κίνδυνο, έσκυψε να πιει. Βγήκε όμως τότε ένα μεγάλο νερόφιδο, τον άρπαξε και τον τράβηξε στη φωλιά του.
Το νερόφιδο ανέβηκε ξανά στην επιφάνεια και είπε στον Νίκο και τον Γιώργο:
– Για σήμερα έχω εξασφαλίσει φαγητό! Εσείς ζητήστε μου ό,τι θέλετε και θα σας το δώσω!
– Εγώ θα ήθελα ένα μαγικό μυλαράκι που αλέθει χρυσάφι! είπε ο Νίκος, που είχε ακούσει πως τα φίδια είναι φύλακες κρυμμένων θησαυρών.
– Κι εγώ θέλω ένα ίδιο μυλαράκι! είπε ο Γιώργος.
– Αχάριστοι! Αντί να σώσετε τον φίλος σας, ζητάτε μαγικά μυλαράκια; φώναξε το νερόφιδο θυμωμένο.
Με μιας τους άρπαξε και τους κατέβασε στη φωλιά του. Μετά ελευθέρωσε στην όχθη τον Κώστα.
– Μπορώ αν σου ικανοποιήσω μια επιθυμία! είπε και σε κείνον. Σε λίγο φτάνεις στο σπίτι σου και θα πας στη γυναίκα και στα παιδιά σου με άδεια χέρια. Πρόσεξε καλά τι θα ζητήσεις!
Σκέφτηκε ο Κώστας τη γυναίκα και τα παιδιά του που πεινούσαν και ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια του. Μετά σκέφτηκε και τους φίλους του, τις γυναίκες τους που θα μείνουν χήρες και τα παιδιά τους που θα μείνουν ορφανά.
– Θέλω τους δυο φίλους μου! είπε με αποφασιστικότητα.
Το νερόφιδο βούτηξε στον βυθό της λίμνης και έφερε στην όχθη τους δυο άντρες. Αυτοί μετανιωμένοι ζήτησαν συγγνώμη και τράβηξαν τον δρόμο για τα σπίτια τους με τα κεφάλια χαμηλωμένα από ντροπή.
– Εμείς φταίμε που επιστρέφουμε στις οικογένειές μας με άδεια χέρια! μονολογούσαν.
Έφτασαν στο χωριό, χωρίστηκαν και πήγε καθένας στο σπίτι του. Ο Νίκος και ο Γιώργος βρήκαν τις γυναίκες τους λυπημένες και τα παιδιά τους να κλαίνε.
Πήγε κι ο Κώστας στο δικό του σπίτι… μα τι να δει… Στη θέση που πριν ήταν το φτωχικό καλύβι του ορθωνόταν τώρα ένα παλάτι. Στην αυλή έπαιζαν τα παιδιά του χαρούμενα.
– Πού βρήκατε τόσα πλούτη; ρώτησε τη γυναίκα του.
– Εσύ μας τα έστειλες! είπε εκείνη.
– Εγώ; απόρησε ο Κώστας Πότε; Πώς;
– Πρώτα ήρθε μια Γοργόνα. Μου έδωσε ένα μαγικό τσουκαλάκι και μου είπε ότι μας το στέλνεις εσύ. Το έστηνα άδειο πάνω στη φωτιά, σκεφτόμουν το φαγητό που επιθυμούσα και το τσουκάλι γέμιζε μέχρι τα χείλη. Από τότε χόρτασαν τα παιδιά μας φαγητό. Μετά ήρθε η κόρη του Δράκου και μου έδωσε ένα μπαουλάκι με χρυσές λίρες. Είπε πως το στέλνεις εσύ. Με τις λίρες αγόρασα καινούρια ρούχα για μένα και τα παιδιά και περίσσεψαν κιόλας. Στο τέλος ήρθε ένα Νερόφιδο. Μου έδωσε ένα μαγικό μυλαράκι που αλέθει χρυσάφι. Με το χρυσάφι πλήρωσα τους καλύτερους μαστόρους κι έχτισα αυτό το παλάτι!
Χαρούμενος ο Κώστας αγκάλιασε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Με τα πλούτη τους βοήθησαν πολλούς φτωχούς. Δεν ξέχασαν βέβαια και τις οικογένειες των φίλων τους, του Νίκου και του Γιώργου, που είχαν μετανιώσει αληθινά για την κακή τους συμπεριφορά.
Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.