«Σε είδα χαμένη να γυρνάς, στους δρόμους και να ψάχνεις για τη λήθη.
Τσιγάρο το φεγγάρι να κερνάς, μικρή νεράιδα δίχως παραμύθι.»
Θα ταν δε θα ταν Αύγουστος, τότε που σε αντίκρισε ο νεαρός εκείνος στην πλατεία με τα πλατάνια, να πίνεις βότκα σκέτη κάτω από τον έναστρο ουρανό. Με μία φέτα λεμόνι μέσα, ξέρεις, για τη γεύση.
Τον κοίταξες, σε κοίταξε. Ο νεαρός αναστατώθηκε. Ήταν σαν νεράιδα. Τα μάτια της… Τα μάτια της είχαν κάτι το απίστευτο. Μέσα τους χανόσουν και ξαναβρισκόσουν μόνο αν εκείνη ήθελε. Μια απελπισμένη κίνηση, ένα τρέμουλο και τελικά η γνωριμία.
Μια βόλτα γύρω από την πλατεία, μια ωραία μελωδία από το διπλανό ταβερνάκι και η ερώτηση για το αν είναι μόνη.
Εσύ;
«Και αν είναι η αλήθεια μας μισή,
μόνος και εγώ όπως και ‘συ
βάλε με στα στήθη σου
να μαι το παραμύθι σου»
-Δε ξέρω, ίσως να μην έχω ανάγκη από παραμύθια εγώ.
-Γιατί;
-Δε τα πιστεύω.
-Μα, είσαι νεράιδα.
-Ε,και;
-Δε γίνεται να είσαι νεράιδα δίχως παραμύθι.
-Τα παραμύθια βγαίνουν σκάρτα.
-Ναι, μόνο αν δεν πιστέψεις αρκετά σε αυτά.
Το παραμύθι μόλις ξεκίνησε για τον νεαρό και την κοπέλα του. Απέκτησε παραμύθι, έφτιαχναν το δικό τους.
Ο καιρός περνούσε γρήγορα αλλά ευχάριστα. Η νεράιδα ήταν χαρούμενη το μεγαλύτερο διάστημα. Το ίδιο και ο νεαρός.
Ήταν μαζί, τα βράδια τους έβρισκαν σε μαγικές ακρογιαλιές με μελωδίες του Πασχαλίδη και του Χατζιδάκη, και τα πρωινά ήταν γεμάτα καφέ και εκδρομές σε άγνωστα και μαγικά μέρη. Ήταν ο πρίγκηπας της . Ωραία που ήταν η ζωή.
Μέχρι που τα φτερά της νεράιδα ξαφνικά άρχισαν να βαραίνουν, δυσκολευόταν να πετάξει. Η λάμψη της ξεθώριαζε και το χαμόγελο έσβηναν σιγά σιγά. Ο πρίγκηπας ένιωθε σαν αν χάνει το κάστρο του και όλα ήταν λυπηρά.
Συνήθισαν ο ένας τον άλλον και χάθηκε η μαγεία. Οι μέρες έγιναν βαρετές και μονότονες…
«Και εσύ γυρεύεις πρίγκιπες σε ετούτο το παράξενο αιώνα.»
Ο πρίγκηπας χάθηκε από τη ζωή της
Η νεράιδα ξανά απόμεινε δίχως παραμύθι και συνέχιζε να κερνά τσιγάρα το χάρτινο φεγγαράκι.
Μια νεράιδα δίχως παραμύθι...