Σεράγεβο 1914
Η καταπίεση των Σλάβων από τους Αυστριακούς έχει ενταθεί μετά τις σερβικές νίκες στους Βαλκανικούς πολέμους και μαζί της και η δυσαρέσκεια που μετατράπηκε σε πανσλαβικό κίνημα. Μυστικές οργανώσεις δημιουργούνται που είναι αντίθετες με την κατοχή της Βοσνίας από τους Αυστριακούς και έχουν στόχο την απελευθέρωση των σλαβικών περιοχών του ευρωπαϊκού νότου και τη σύμπηξη μιας ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ο αρχιδούκας Φερδινάνδος επισκέπτεται με την σύζυγο του Σοφία το Σεράγεβο και η επίσκεψη αυτή θα αποβεί μοιραία τόσο για τους ίδιους όσο και για ολάκερη την ανθρωπότητα. Στις 28 Ιουνίου του 1914 διέσχιζαν με την αυτοκρατορική άμαξα έναν από τους κεντρικούς δρόμους του Σεράγεβο. Ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ οπλίζεται με εκδίκηση και τραβά την σκανδάλη που θα πετύχει την Σοφία στην κοιλιά και τον Φερδινάνδο στην καρωτίδα και θα κόψει για πάντα το νήμα της ζωής τους. Την σκανδάλη αυτή δεν την τράβηξε μόνο ο Πρίντσιπ αλλά όλοι οι φτωχοί, ταλαιπωρημένοι και απλοί άνθρωποι σε μια στιγμή απαράμιλλης αγανάκτησης, οργής και απελπισίας. Η δολοφονία του Σεράγεβο θα είναι η αφορμή που θα οδηγήσει στην φρίκη και τον όλεθρο του αιματοβαμμένου Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που θα θρηνήσει εκατομμύρια αδικοχαμένες ψυχές. Ο Γκαβρίλο και ο Νέτζο, θα καταδικαστούν σε 20ετή φυλάκιση, λόγω του νεαρού της ηλικίας, και θα αποκτήσουν αμφίσημους και αντιφατικούς χαρακτηρισμούς όσους και οι οπτικές εκείνων που θα τους κρίνουν.
Θεσσαλονίκη 2018
Στη σκηνή του Μικρού Θεάτρου της Μονής Λαζαριστών μόλις μπεις αντιλαμβάνεσαι την ατμόσφαιρα. Το εντυπωσιακό και επιβλητικό σκηνικό της Ευαγγελίας Κιρκινέ με τις κρεμασμένες αλυσίδες, τους λευκούς διαδρόμους, το φορείο, και τα σκορπισμένα μαύρα παπούτσια σου λέει από μόνο του μια ιστορία δίχως να έχει ξεκινήσει ακόμη η παράσταση. Ο Γρηγόρης Πυριαλάκος με την εξαιρετική φωνή του στην έναρξη της παράστασης ποτίζει τα αραδιασμένα παπούτσια δίνοντας τους ζωή, υπενθυμίζοντας πως είναι παρών στην μεγάλη Ιστορία, έστω σιωπηλά και ανώνυμα.
Τέσσερα παιδιά, τέσσερις νέοι άνθρωποι που μάχονται, αναρωτιούνται, φοβούνται και πάνω από όλα θέλουν “να ζήσουν ακόμη και μέσα στο θάνατο” είναι οι πρωταγωνιστές του έργου της Μπιλιάνα Σερμπλιάνοβιτς, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση Ισμήνης Ραντούλοβιτς και σε σκηνοθεσία του Θάνου Νίκα.
Μια τολμηρή επιλογή έργου από έναν έμπειρο και πραγματικά ταλαντούχο σκηνοθέτη που κατάφερε να στήσει μια παράσταση που δεν κρίνει και δεν σχολιάζει. Παίρνει το πραγματικό γεγονός και εστιάζει στον άνθρωπο και στην ιδέα. Εμφυσά όλη του την θεατρική γνώση και το διασπά σε μέρη δημιουργώντας “πράξεις” με διαφορετικές υποενότητες. Ο ιδεαλισμός της νιότης, το πάθος, η ενέργεια, η ζωτικότητα, ο έρωτας, το χιούμορ, τα όνειρα, οι αδυναμίες… όλα τα χαρακτηριστικά των προσώπων αποδίδονται προσεγμένα και χωρίς υπερβολές στο πρώτο μέρος. Οι συναντήσεις του Ντανίλο με τον συνταγματάρχη Άπις, στο φορείο μιας άρρωστης ψυχής, εμβόλιμες και αποκαλυπτικές για το πόσο συνέβαλλαν στα γεγονότα οι “αόρατες” μυστικές υπηρεσίες, προσεγγίζονται πάλι μέσα από την επιρροή που άσκησαν στην ανώριμη μα και παθιασμένη ιδιοσυγκρασία του Ντανίλο.
Με αφορμή το “χόμπι” του αρχιδούκα Φερδινάνδου, λέγεται πως ήταν από τους μεγαλύτερους σφαγείς ζώων, ο Νίκας δημιουργεί μια δυναμική σκηνή που θυμίζει χορικό (θα ήθελε όμως λίγο περισσότερο συγχρονισμό στις κινήσεις) και προσιδιάζει το βαθυκόκκινο αίμα των ζώων που φονεύθηκαν με των ανθρώπων που δολοφονήθηκαν. Σε ένα τοπίο γκριζωπής παλέτας (από τα σκηνικά έως τα κοστούμια) το μόνο που ξεχωρίζει και είναι εκεί για να υπενθυμίζει, είναι το κατακόκκινο αίμα που λερώνει τους κατάλευκους διαδρόμους.
Βασισμένος στα πρακτικά της δίκης για την δολοφονία του Σεράγεβο, ο Νίκας δημιουργεί Θέατρο-Ντοκουμέντο, ανακαλώντας την ιστορική στιγμή της μέρας εκείνης. Τα τέσσερα παιδιά, ο Γκαβρίλο, ο Νέτζο, η Λιούμπιτσα και ο Ντανίλο κάθονται απέναντι μας κοιτώντας μας στα μάτια και εξιστορούν τα γεγονότα της 28ης Ιουνίου του 1914. Με ευρηματικότητα και χωρίς επίκληση στο συναίσθημα, μεταπηδά στη συνέχεια σε μια μεταφυσική σκηνή και μας επιτρέπει να γίνουμε μάρτυρες σε όσα ήθελαν να ειπωθούν και δεν ειπώθηκαν.
Ο Γρηγόρης Πυριαλάκος αλαζονικός, επιβλητικός και ειρωνικός, με κινήσεις, εκφράσεις και βλέμματα που έλεγαν περισσότερα από ότι έλεγαν οι λέξεις. Ο Δημήτρης Καπετάνιος, μία φυσιογνωμία που ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ του Γκαβρίλο Πρίντσιπ, έδωσε στο ρόλο του κάτι το απόκοσμο και το συνεσταλμένο χωρίς να αδικήσει και την ένταση που όφειλε στις στιγμές της λογομαχίας. Η Κατερίνα Συναπίδου με ελαφρότητα και παιδικότητα στο ρόλο της Λιούμπιτσα, χωρίς να υπερβάλλει. Έδωσε ακριβώς τον τόνο, το χρώμα και την ένταση που έπρεπε στη στιγμή της αφήγησης του περιστατικού με τον Φερδινάνδο προσφέροντας στο καθηλωτικό χορικό ακόμη μεγαλύτερο βάθος. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι ένας ηθοποιός της γενιάς του που ξεχωρίζει. Άρτια άρθρωση, βαθιά καθαρή φωνή, τεχνική, εκφραστικότητα και μια χαρακτηριστική άνεση στη σκηνή σε ό,τι ρόλο και αν τον έχουμε δει. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον άλλο στο ρόλο του Ντανίλο. Πραγματικά από τις καλύτερες στιγμές του Δημήτρη Κρίκου. Φάνηκε πως δούλεψε πολύ το ρόλο του, ισορρόπησε άψογα πάνω στο ρόλο του ενθουσιώδη και αφελή Νέτζο δίνοντας κωμικότητα χωρίς υπερβολές και συγκίνησε πραγματικά στη σκηνή στο κελί του.
Μια αξιόλογη παράσταση που σου μιλά απλά και άμεσα και σε εντάσσει σε αυτό που θέλει να σου πει χωρίς περιστροφές: δες, άκουσε και σκέψου.