Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών είναι ένα από τα πιο σημαντικά μουσεία της Ελλάδας. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν αρχαία αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο του μαντείου των Δελφών και κυρίως αναθήματα αφιερωμένα στο ιερό.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών παρουσιάζει την ιστορία του φημισμένου δελφικού ιερού και του πιο ξακουστού μαντείου του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα και έργα μικροτεχνίας, αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία αντανακλούν τη θρησκευτικό-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του απολλώνιου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας. Το μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτήριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει δεκατέσσερις αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Ύστερα από την τελευταία ανακαίνιση του κτηρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων.
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Τα περισσότερα είναι προσφορές των πιστών στο ιερό και χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή.
Βασικός ιστός της παρουσίασής τους είναι αφενός η τήρηση του χρονολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ανάπτυξη του ιερού και αφετέρου η ανάδειξη συνόλων ευρημάτων με κοινή προέλευση είτε τοπογραφική (ιερό της Αθηνάς Προναίας, αποθέτης Ιεράς οδού) είτε κτιριακή (ναός Απόλλωνα, θησαυρός Σιφνίων).
Τα εκθέματα ομαδοποιούνται και εντάσσονται σε ευρύτερες εκθεσιακές ενότητες, ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να κατανοήσει τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, την ταυτότητα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων που αναλάμβαναν την παραγωγή, την οικιστική και δημογραφική ανάπτυξη γύρω από το ιερό.
Σημαντικός παράγοντας στην οργάνωση της έκθεσης είναι η φύση των εκθεμάτων: οι πλαστικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες από την αρχαϊκή ως τη ρωμαϊκή περίοδο απαιτούν ευρυχωρία για την ανάδειξή τους, ενώ παράλληλα υπάρχουν τα έργα μικροτεχνίας.
Στην έκθεση εξαίρεται η τέχνη της αρχαϊκής εποχής και τα μεταλλικά ή μαρμάρινα αναθήματα έναντι των κεραμικών. Υπερτερούν οι μνημειακές συνθέσεις αρχιτεκτονικής και πλαστικής έναντι των οικιστικών ή ταφικών συνόλων, ενώ ορισμένα εντυπωσιακά ευρήματα εκτίθενται μεμονωμένα, όπως ο περίφημος Ηνίοχος. Η συμβατική τοποθέτηση των εκθεμάτων καθορίζεται από τις σύγχρονες αρχές μουσειογραφίας και κυρίως από το σεβασμό προς τον επισκέπτη. Με τη βοήθεια εποπτικού υλικού (κειμένων και προπλασμάτων, σχεδιαστικών ή ψηφιακών αναπαραστάσεων και χαρτών) διευκρινίζεται το γνήσιο περιβάλλον-πλαίσιο των αντικειμένων.
Ιστορία του Μουσείου
Το πρώτο μουσείο στους Δελφούς, αποτελούμενο από δύο πτέρυγες, οικοδομήθηκε το 1903 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Αλμπέρ Τουρνέρ, με δωρεά του ευεργέτη Α. Συγγρού, για να στεγάσει τα ευρήματα της μεγάλης γαλλικής ανασκαφής, που είχε αρχίσει το 1892. Το κτήριο επισκευάσθηκε και επεκτάθηκε το 1935-1936, ενώ δύο χρόνια αργότερα άρχισε η επανέκθεση των αρχαιοτήτων. Οι δύο πρώτες εκθέσεις έγιναν με τη συνεργασία Ελλήνων και Γάλλων αρχαιολόγων. Περαιτέρω βελτιωτικές ενέργειες πραγματοποιήθηκαν το 1956, με την κατασκευή αποθήκης για τις επιγραφές. Το 1958 αποφασίσθηκε πλήρης ανανέωση, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί εκθετικής φιλοσοφίας, που επιβαλλόταν, άλλωστε, και από την απόκρυψη των αρχαίων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Τα έργα άρχισαν το καλοκαίρι του 1958, βασισμένα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Το μουσείο απέκτησε δύο νέες αίθουσες, αυτές των μεταλλικών μικροαντικειμένων και του Ηνιόχου, και παράλληλα μετασκευάσθηκαν οι τρεις ήδη υπάρχουσες. Πρώην αποθηκευτικοί χώροι διαρρυθμίστηκαν σε γραφεία, ξενώνα και αποθήκη, ενώ μπροστά από τα γραφεία διαμορφώθηκε στοά, όπου εκτέθηκαν αγάλματα ελληνιστικής εποχής (η στοά φράχθηκε το 1980 χάριν επέκτασης των γραφείων της Εφορείας). Δίπλα στο μουσείο οικοδομήθηκαν εργαστήρια αποθήκες και γλυπτών, αγγείων και αρχιτεκτονικών μελών. Η επανέκθεση των αρχαίων διήρκεσε από το 1960 ως το 1963.
Το 1975, τμήμα του τότε εργαστηρίου και της αποθήκης γλυπτών μετατράπηκε σε αίθουσα για την έκθεση του ταύρου και των χρυσελεφάντινων αντικειμένων από την ανασκαφή του αποθέτη της Ιεράς Οδού. Η αίθουσα αποπερατώθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1978, ενώ το Δεκέμβριο του 1979 οικοδομήθηκε δεύτερη κλίμακα καθόδου των επισκεπτών στην είσοδο του κτηρίου. Η τελευταία επέκταση και εκσυγχρονισμός του μουσείου ολοκληρώθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού. Υπεύθυνος αρχιτέκτονας ήταν ο Αλέξανδρος Τομπάζης. Έγινε ανακαίνιση των υπαρχόντων εκθεσιακών χώρων, αναβάθμιση και κατασκευή νέων εργαστηριακών χώρων, κατασκευή αποθήκης και γραφείων, διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, βελτιωτικές επεμβάσεις στο αρχιτεκτονικό κέλυφος του κτηρίου, στη στέγη και στα δάπεδα, κατασκευή χώρων υποδοχής, κυλικείου και πωλητηρίου εντύπων. Παράλληλα, υλοποιήθηκε η επανέκθεση ολόκληρης της συλλογής του μουσείου, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκαν χώροι εξυπηρέτησης του κοινού, εργαστηριακοί χώροι και αποθήκες, αναδείχθηκαν τα εκθέματα και εμπλουτίσθηκαν με νέα, δημιουργήθηκε υπόβαθρο για εποπτικό υλικό σύγχρονης τεχνολογίας, βελτιώθηκαν οι εκθετικές δυνατότητες και έγινε αναδιαρρύθμιση των εκθεμάτων σύμφωνα με τη νέα μουσειολογική αντίληψη.