Όταν βρίσκομαι σε μια συζήτηση για noir ταινίες, η ταινία που πρώτη μου έρχεται στο μυαλό είναι μια: το Touch of Evil ή Ο Άρχων του τρόμου, όπως είναι ο ελληνικός τίτλος. Αυτό το κομψοτέχνημα του Orson Welles είναι για μένα η επιτομή του film-noir και ένα must-see για τους λάτρεις του είδους!
Ο Άρχων του τρόμου!
Η ταινία ξεκινάει με μια μονοκάμερη λήψη -αρκετά πρωτοποριακή και ενδιαφέρουσα για τα δεδομένα της εποχής-. Μέχρι τότε είχε επιχειρηθεί κάτι τέτοιο από λίγους, όπως στην “Θυλιά” (1948) του Hitchcock και στο “Citizen Kane” (1941) του ίδιου του Orson Welles.
Ο φακός ακολουθεί έναν νεαρό άνδρα, καθώς τον παρακολουθούμε να τοποθετεί μια ωρολογιακή βόμβα μέσα σε ένα αμάξι. Μετά από λίγο, καθώς οι δύο μας πρωταγωνιστές, ο αστυνομικός Miguel Vargas (Charlton Heston) και η γυναίκα του Susan Vargas (Janet Leigh), προχωρούν προς τα σύνορα Αμερικής-Μεξικού, το προαναφερθέν αυτοκίνητο, με δυο επιβάτες, ανατινάζεται λίγα μέτρα πιο κάτω. Αποστολή λοιπόν του Vargas είναι να λύσει αυτό το μυστήριο, ενώ την ίδια στιγμή, σκοτεινές και ύπουλες δυνάμεις απειλούν τον ίδιο και τη γυναίκα του. Σε αυτή την αποστολή θα τους βοηθήσει ο θρυλικός και επιβλητικός αστυνομικός Hank Quinlan (Orson Welles). Ή μήπως όχι;
Ο “Άρχων του τρόμου” είναι ένα συνεχόμενο παιχνίδι, μεταξύ γάτας και ποντικιού. Βλέπει κανείς τον Vargas να προσπαθεί να φτάσει στη λύση του μυστηρίου, ενώ η λύση -ή μάλλον το πρόβλημα- είναι πολύ πιο κοντά του.

Η σκηνοθεσία του Welles
Λίγα είναι αυτά που μπορώ να πω για τις σκηνοθετικές ικανότητες του Orson Welles, που δεν έχουν ήδη ειπωθεί. Όποιος είναι κινηματογραφόφιλος -ή και όχι απαραίτητα- θα έχει ακούσει το όνομα αυτού του ανθρώπου. Είναι αυτός που μας έφερε ταινίες, όπως το “The Third Man” (1949) , “The Stranger” (1946) και φυσικά το “Citizen Kane” ( 1941).
Πάντα πρωτοποριακός και εφευρετικός, ο Welles, έβρισκε τρόπους να βελτιώσει τον κινηματογράφο και να προσθέσει νέες τεχνικές στις ταινίες του. Έτσι, αυτή η πρωτοπορία δεν θα μπορούσε να λείπει από το “Άρχων του τρόμου”. Από την πρώτη κιόλας λήψη, η ταινία σε απορροφά και προμηνύει ότι πρόκειται για μια τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Με μονοκάμερες λήψεις, ρυθμική και γρήγορη μουσική που σε αγχώνει, κρυσταλλική εικόνα και σκοτεινές γωνίες θέασης (βασικό στοιχείο των film-noirs) η ταινία αποδεικνύει κάθε λεπτό, γιατί έχει την υστεροφημία που έχει, όπως και ο δημιουργός της.
Η αφήγηση του “Touch of Evil” είναι απόλυτα γραμμική, χωρίς flashbacks, πισωγυρίσματα κλπ. Ωστόσο, η γραμμικότητα αυτή επιτυγχάνεται μέσα από τρεις διαφορετικές οπτικές. Του Mike Vargas, της Susan Vargas και φυσικά του Hank Quinlan, ο οποίος αποτελεί τον βασικό άξονα της ταινίας. Μέσα από τις τρεις αυτές οπτικές, ο Welles κάνει της εξής έξυπνη κίνηση: μας δείχνει το πρόβλημα ή το μυστήριο αν θέλετε, και από τις δυο “άκρες του σκοινιού”. Ξέρουμε ταυτόχρονα σχεδόν, τι πρόβλημα αντιμετωπίζει ο Mike και η Susan, αλλά και ποιος το δημιουργεί. Μένει μόνο να έρθουν σε ρήξη οι δύο δυνάμεις.

Γραμμένη με χρυσά γράμματα
Δεν μπορώ να πω περισσότερα για αυτή την ταινία που δεν έχουν ήδη ειπωθεί από χιλιάδες κριτικούς και cine-philes. Όσοι είναι λάτρεις του αστυνομικού μυστηρίου και ειδικά των film-noir ταινιών, μάλλον γνωρίζουν το “Touch of Evil”. Όσοι δεν γνωρίζουν αυτή την ταινία, είναι ευκαιρία να τη χαρούν για πρώτη φορά.
Πρόκειται, όπως προείπα για ένα διαμάντι του είδους. Μια ταινία που για εμένα είναι αψεγάδιαστη, όχι μόνο σεναριακά, αλλά και σκηνοθετικά. Βρίσκεται δικαίως στο βάθρο με τις καλύτερες noir ταινίες που δημιουργήθηκαν ποτέ!
“Το πιο προσωπικό στοιχείο που έβαλα στην ταινία αυτή, είναι το μίσος μου για την κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία. Είναι καλύτερα να βλέπεις έναν δολοφόνο να γλυτώνει, από έναν αστυνομικό που κάνει κατάχρηση της εξουσίας του”
Advertising
– Orson Welles