
Το ενδιαφέρον για την κληρονομικότητα πηγάζει από πολύ παλιά. Από την αρχή της ύπαρξης του ανθρωπίνου είδους, ο άνθρωπος αναζητούσε απαντήσεις και προβληματιζόταν για θέματα κληρονομικότητας. Ποιος θα φανταζόταν ότι η απάντηση θα ερχόταν τον 19ο αιώνα από την καλλιέργεια ενός μπιζελιού στον κήπο ενός μοναστηριού;
Η πρώτη επιστημονική μελέτη της κληρονομικότητας έγινε το 19ο αιώνα από τον Gregor Mendel. Ο Gregor Johann Mendel (γεννηθείς στις 22 Ιουλίου του 1822) ήταν Αυστριακός μοναχός, βοτανικός και δάσκαλος, γνωστός για τις μελέτες που πραγματοποίησε, οι οποίες καθιέρωσαν πολλούς από τους μηχανισμούς της κληρονομικότητας. Δικαίως έχει χαρακτηριστεί «πατέρας της Γενετικής», καθώς το έργο του έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη Γενετική και τη γονιδιακή θεραπεία. Μάλιστα, η δουλειά του αποτέλεσε βάση για μερικές από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις στον κλάδο της Ιατρικής, τοποθετώντας τον στη λίστα των πιο διάσημων επιστημόνων όλων των εποχών.
Το επιστημονικό του έργο, ωστόσο, δεν εκτιμήθηκε μέχρι τον 20ο αιώνα. Αντιθέτως, αναγνωρίστηκε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του επειδή θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο από άλλους επιστήμονες εκείνης της εποχής. Μετέπειτα, όμως, έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της μελέτης της Γενετικής και της εξέλιξης.
Εκπαίδευση και πρώιμη καριέρα
Ο Gregor Mendel μεγάλωσε στη γερμανόφωνη Σιλεσία (περιοχή της σημερινής Τσεχίας) από οικογένεια μικρών αγροτών που δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να στηρίξουν την εκπαίδευσή του.
Οι ακαδημαϊκές του ικανότητες αναγνωρίστηκαν από τα πρώτα κιόλας σχολικά του χρόνια και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο γυμνάσιο το 1840. Εν συνεχεία, ο Mendel εισήχθη σε ένα διετές πρόγραμμα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Olmütz στην Τσεχία, όπου διακρίθηκε στη Φυσική και στα Μαθηματικά, ολοκληρώνοντας τις σπουδές του το 1843. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, καθώς η αγροτική οικογένειά του αδυνατούσε να τον συντηρήσει επαρκώς, ο Mendel αποφάσισε να μονάσει στη μονή του τάγματος των Αυγουστινιανών στο Brno της σημερινής Τσεχίας. Το 1847 χειροτονήθηκε ιερέας, ενώ το 1850 έδωσε εξετάσεις για δάσκαλος, χωρίς όμως να επιτύχει. Ένα χρόνο αργότερα μετέβη για σπουδές Φυσικής, Μαθηματικών, Χημείας και Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Το 1854 επέστρεψε στο Brno, όπου και δίδαξε Φυσικές Επιστήμες στο γυμνάσιο της πόλης για τα επόμενα 16 χρόνια. Το 1856, ο Mendel ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για να διερευνήσει τα πρότυπα κληρονόμησης και τη φυσιολογία πίσω από τη μεταφορά των φυτικών χαρακτηριστικών μεταξύ των γενεών. Συγκεκριμένα, μελέτησε τον βαθμό με τον οποίο οι γονείς συμβάλλουν στα χαρακτηριστικά των απογόνων, εάν και οι δύο γονείς επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά των απογόνων με παρόμοιο τρόπο και πώς αναπτύσσονται τα κληρονομικά χαρακτηριστικά στους απογόνους. Στον κήπο της μονής του Brno, μεταξύ 1856 και 1863, καλλιέργησε το φυτό μοσχομπίζελο (Pisum sativum), το οποίο χρησιμοποίησε για τα πειράματά του. Τα τελευταία έδειξαν ότι η κληρονόμηση ορισμένων χαρακτηριστικών στα φυτά του μπιζελιού ακολουθεί συγκεκριμένα μοτίβα, κάτι που στη συνέχεια αποτέλεσε το θεμέλιο της σύγχρονης Γενετικής. Ως αποτέλεσμα των πειραμάτων αυτών, ο Gregor Mendel κατέληξε στη διατύπωση των δύο νόμων της κληρονομικότητας οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως: Νόμος του διαχωρισμού των αλληλόμορφων γονιδίων και Νόμος της ανεξάρτητης μεταβίβασης των γονιδίων.
Τελευταία χρόνια
Μέχρι το 1871 ο Mendel συνέχισε τις μελέτες του, ενώ επίσης ασχολήθηκε με τη μελισσοκομία και τη μετεωρολογία. Φαίνεται ότι δεν επιδίωξε να δημοσιεύσει το έργο του και δεν είναι γνωστό πόσες ανατυπώσεις της δουλειάς του διένειμε, καθώς λίγες χειρόγραφες σημειώσεις του διατηρήθηκαν. Ο Mendel δεν γνώριζε ότι είχε ιδρύσει μια νέα επιστήμη της Γενετικής και δεν είχε προβλέψει τις μελλοντικές αντιπαραθέσεις που προκάλεσε δύο δεκαετίες μετά τον θάνατό του. To έργο του αναγνωρίστηκε από επιστήμονες της εποχής που κατέληξαν σε παρεμφερείς ερμηνείες σχετικά με τους μηχανισμούς κληρονομικότητας. Η θεωρία του πάνω στην κληρονομικότητα έγινε γνωστή ως Μενδελική Κληρονομικότητα ή Μεντελισμός. Περνώντας οδυνηρά τα τελευταία του χρόνια λόγω της ασθένειάς του, πέθανε από νεφρική νόσο στις 6 Ιανουαρίου 1884, σε ηλικία 61 ετών.


Οι μελέτες του Mendel αποδείχθηκαν αξιοσημείωτης σημασίας. Έδωσαν τη δυνατότητα σε μετέπειτα επιστήμονες να εξηγήσουν κληρονομικές ασθένειες και να κατασκευάσουν φυτά με επιθυμητά χαρακτηριστικά, ενώ συγχρόνως οδήγησαν στην ανάπτυξη πιο υγιεινών και διατροφικά εμπλουτισμένων λαχανικών και φρούτων, τα οποία είναι ευρέως διαθέσιμα στην αγορά σήμερα.
Πηγές άρθρου:
https://www.britannica.com/biography/Gregor-Mendel