
Ο Παύλος Μάτεσις γεννήθηκε το 1933 στη Διβρή Ηλείας. Σπούδασε θέατρο, μουσική και ήξερε πολλές ξένες γλώσσες. Είχε στο ενεργητικό του ένα πλούσιο συγγραφικό έργο από θεατρικά έργα μυθιστορήματα καθώς και πολλές μεταφράσεις. Τιμήθηκε με βραβείο Κάρολος Κουν το 1989 για το έργο του Περιποιητής Φυτών. Πέθανε το 2013. Το πρώτο του θεατρικό έργο ήταν η Τελετή, μία μονόπρακτη μαύρη κωμωδία. Η Τελετή απέσπασε το βραβείο κρατικού θεάτρου το 1966. Ανέβηκε πρώτη φορά το 1967 στο Θέατρο Ν. Ιωνίας του Λάκη Μιχαηλίδη. Παίζεται ακόμα και σήμερα από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους. Από το 1997 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η Τελετή είναι μία μαύρη κωμωδία που σίγουρα εξέφραζε την εποχή που γράφτηκε και ανέβηκε στη σκηνή.

Αρχικά, η Τελετή είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μαύρης κωμωδίας. Ίσως κανείς μέχρι τότε να μην περίμενε ότι θα μπορούσε μία κωμωδία να βασιστεί σε μία κηδεία. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μία κηδεία όπου 8 γυναίκες, συγγενείς της εκλιπούσης προσπαθούν να κανονίσουν τα διαδικαστικά της κηδείας με τον υπεύθυνο του γραφείου τελετών και μέσω των συζητήσεων για την νεκρή και τα διαδικαστικά της κηδείας πλέκονται ξεκαρδιστικές στιχομυθίες και αστείοι μονόλογοι. Ωστόσο, όμως, η αξία του έργου δεν εξαντλείται εκεί.
Πιο συγκεκριμένα, η Τελετή αποτελεί σάτιρα του νεοπλουτισμού και του καθωσπρεπισμού της εποχής. Η κηδεία δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει πραγματικά τις γυναίκες του έργου, αλλά να γίνονται στο πλαίσιο της επιδειξιμανίας, της προβολής της οικονομικής επιφάνειας και ‘’των καλών τρόπων συμπεριφοράς’’. Όσο μιλούν με τον εργολάβο τον οποίο αποκαλούν ‘’μαιτρ’’ ασχολούνται με το οικονομικό κόστος, τα λουλούδια, τα εδέσματα πάντα με σημείο αναφοράς την εικόνα που πρέπει να παρουσιάσουν στον κόσμο.
Ο Μάτεσις με την Τελετή φαίνεται να εκφράζει την πραγματικότητα της εποχής. Οι ελληνικές ταινίες της εποχής του 1960-1970 επιβεβαιώνουν την εικόνα της εποχής. Οι νεόπλουτοι απεικονίζονται στον ελληνικό κινηματογράφο με εικόνες ανάλογες με αυτές που παρουσιάζονται στην Τελετή. Ο Μάτεσις, αν και σχεδιάζει υπερβολικά τους χαρακτήρες, δεν παραλείπει κανένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της τάξης. Οι ηρωίδες είναι επιφανειακές και ρηχές, ακολουθούν ένα τυποποιημένο πρωτόκολλο καλής συμπεριφοράς, το οποίο βασίζεται στην υποκρισία και ενδιαφέρονται μόνο για το φαίνεσθαι. Μπλέκουν καθαρευουσιάνικες εκφράσεις με ξένες λέξεις ενώ ανά διαστήματα βγαίνουν στην επιφάνεια οι χοντροκομμένοι τρόποι τους, η αμάθεια τους και η καταγωγή τους που όπως σε όλους τους νεόπλουτους κάθε άλλο παρά αριστοκρατική είναι.

Εκείνη την εποχή η πολιτική ιδεολογία των έργων υπήρξε συγκεκριμένη. Αυτό φαίνεται από τις αναφορές στον βασιλιά και την αναφορά των αριστερών πεποιθήσεων ως ‘’ύποπτα φρονήματα’’. Συχνά εκείνοι την εποχή οι νεόπλουτοι παρουσιάζονται ως σύμφωνοι με το καθεστώς που κυριαρχεί. Επίσης αρκετές φορές κακολογούν κάποιον που λείπει αλλά και μεταξύ τους ‘’σφάζονται με το βαμβάκι’’. Αν και δεν είναι σαφές αν η Τελετή και τα έργα με ανάλογη θεματολογία αν είναι ‘’καθρέφτης’’ της τότε ελληνικής κοινωνίας ή αν οι χαρακτήρες είναι υπερβολική για να στηλιτευτεί η υποκρισία αυτής της τάξης και να τονιστούν οι διαφορές με την κατώτερη ωστόσο φαίνεται να εκφράζουν την πραγματικότητα της εποχής.
Η Τελετή απευθύνεται σε μία συγκεκριμένη εποχή. Το έργο του Μάτεσι σήμερα δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι διατηρεί την διαχρονικότητα του. Ωστόσο όμως αποτελεί μία μαύρη κωμωδία που μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή και πρόσφορο έδαφος για πιθανή παρουσίαση εκ νέου του νεοπλουτισμού, ο οποίος θα υπάρχει πάντα.