Το καλοκαιράκι του 2021 έρχεται φορτωμένο με μερικές πολυαναμενόμενες ταινίες τρόμου με σοβαρό budget. Μία από αυτές ήταν και το The Unholy, (που προβλήθηκε το Πάσχα στην Αμερική). η νέα ταινία μεταφυσικού τρόμου από την ηγέτιδα εταιρεία παραγωγής του είδους, Ghost House Pictures σε συνεργασία με την Sony, και μάλιστα από ένα δικό μας παιδί, τον Evan Spiliotopoulos, ο οποίος κάνει σε αυτήν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Είναι όμως αυτή η αρχή τόσο εντυπωσιακή όσο θα θέλαμε για μία πολυαναμενόμενη ταινία τρόμου και για τον ίδιο τον δημιουργό της;
Η ιστορία του The Unholy είναι βασισμένη στο βιβλίο τρόμου του μάστορα του τρόμου Herbert James με τίτλο The Shrine. Ένας άλλοτε σπουδαίος και πλέον λοιδορούμενος δημοσιογράφος, ο Gerry Fenn (Jeffrey Dean Morgan), φτάνει στη μικρή πόλη του Bansfield, για να καλύψει ένα τοπικό νέο και να βγάλει το μεροκάματό του. Κατά την παραμονή του θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας ενός θαύματος. Η κωφάλαλη προστατευόμενη του πάστορα της ενορίας, Alice, επανακτά την ακοή και τη λαλιά της, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει και η ίδια να κάνει θαύματα με τη δύναμη που της δίνει η Παρθένος Μαρία. Παρόλα αυτά η Εκκλησία (Cary Elwes και Diogo Morgado) αμφισβητεί τη αυθεντικότητα των ισχυρισμών της κοπέλας, ενώ ο προστάτης της (William Sadler) φοβάται πως κάτι σατανικό κρύβεται πίσω από τη θαυματουργή δράση της. Ο Gerry έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των αρχών και της Alice, προσπαθεί να βρει την αλήθεια και να αναστήσει την καριέρα του.
Ο Spiliotopoulos από τη θέση του σεναριογράφου κάνει κάποιες έξυπνες αλλαγές στην απόδοση της ιστορίας του James, όπως είναι το ξεσκαρτάρισμα των χαρακτήρων της λογοτεχνικής ιστορίας και η τοποθέτηση του δημοσιογράφου Glenn στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος στην κινηματογραφική εκδοχή αναλαμβάνει την υπόθεση που τυχαία βρίσκεται μπροστά του, προκειμένου να καθαρίσει το όνομά του. Έτσι καταφέρνει να δομήσει μία αρκετά λιτή και σφιχτή αφήγηση που – στο χαρτί τουλάχιστον- αφήνει ελάχιστα κενά στην πλοκή. Επιπλέον ο Spiliotopoulos επιλέγει τον «εύκολο» δρόμο της κλασικής αφήγησης και των στεγανών αφηγηματικών γραμμών που οδηγούν σε ένα και μοναδικό σαφές τέλος, προφανώς θέλοντας να ικανοποιήσει το ευρύ κοινό, ακολουθώντας την περπατημένη οδό των μεγάλων παραγωγών που έχουν να χάσουν πολλά και να κερδίσουν ακόμη περισσότερα.
H ευρηματικότητα της ταινίας εξαντλείται δυστυχώς στο βασικό διακύβευμα της ιστορίας, η οποία καθώς εξελίσσεται χάνει το ενδιαφέρον της όχι μόνο αφηγηματικά αλλά και οπτικοακουστικά. Αφηγηματικά μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την απολύτρωση του πρωταγωνιστή της παρά για τα μεταφυσικά φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα, ενώ παράλληλα αδιαφορεί για μικρές σεναριακές αφορμές σάτιρας και κοινωνικής κριτικής που δίνονται εντός της ιστορίας, όπως είναι η ιεραρχία και η γραφειοκρατία στον επίσημο θεσμό της Εκκλησίας και ακόμα περισσότερο για τη μειονεκτική θέση των γυναικών που βασανίζονταν επί αιώνες από θρησκευτικές απαγορεύσεις, προκαταλήψεις και το κυριολεκτικό κυνήγι μαγισσών του Μεσσαίωνα. Όλα αυτά παραγκωνίζονται μπροστά σε μία κάπως τρυφερή ιστορία λιγότερο ενδιαφέροντων χαρακτήρων που φυσικά δεν ξέρουμε τι θέλει να πει, αλλά γνωρίζουμε καλά προς τα πού οδεύει.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η προβλεψιμότητα του σεναρίου συνοδεύεται από τη μονοδιάστατη φωτογραφία και γενικότερη εκτέλεση παραγωγής. Το απτικοακουστικό αποτέλεσμα για κάτι που τιτλοφορείται The Unholy κάθε άλλο παρά τρομακτικό μπορεί να χαρακτηριστεί κι αυτό επειδή κυρίως τα κατά τα άλλα ακριβά VFX δεν αντιστοιχούν στο θεολογικό περιεχόμενο της ταινίας. Πράγματι φαίνεται πως το αυστηρό ρωμαιοκαθολικό δόγμα, η ιστορία και οι διδαχές του, που αποτελούν τον θεσμό στον οποίο επιτίθεται το επικίνδυνα ανίερο στοιχείο της ταινίας, δε λαμβάνονται υπόψη για τις αναπαραστάσεις του κακού. Με άλλα λόγια, το κακό του The Unholy θα μπορούσε να είναι το κακό του The Grudge, του Crimson Peak και του Scary Movie χωρίς καμία ιδιαίτερη αλλαγή! Είναι άλλο πράγμα να επιλέγεις μία απλοϊκή αφήγηση από τον σορό και άλλο να σκηνοθετείς μία ταινία χωρίς να έχεις εξετάσει τα ειδικά συστατικά του στοιχεία. Το ένα είναι λιτότητα, το άλλο τσουβάλιασμα.
Κι αυτό γιατί όλες οι επιτυχημένες ταινίες τρόμου, ακολουθώντας το δίδαγμα των σπουδαίων αφηγήσεων, ξεκινούν από την κατανόηση και τη σαφή αποτύπωση των επιμέρους στοιχείων, δηλαδή των ιστορικών και ειδικών περιστάσεων, προκειμένου να φτάσουν στο γενικό και παναθρώπινο, προτού δηλαδή αγγίξουν τον πυρήνα του συλλογικού ασυνειδήτου. Όμως στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Spiliotopoulos δεν τολμά να βουτήξει στα βαθιά νερά του υπαρξιακού τρόμου, όπως κάνουν αριστοτεχνικά άλλοι δημιουργοί του είδους και μάλιστα με πολύ λιγότερα μέσα (βλέπε Robert Eggers, Ari Aster και Alice Lowe). Ακόμα μεγαλύτερο το κρίμα όταν έχεις στη διάθεσή σου ένα λαμπερό επιτελείο ηθοποιών και το εκμεταλλεύεσαι σε μία εξίσου λαμπερή αλλά απρεπώς γυαλιστερή ταινία τρόμου. Παρότι η ταινία κάθε άλλο από απαράδεκτη μπορεί να θεωρηθεί, εν τέλει είναι εύπεπτη μεν, αδιάφορη δε. Πασχίζοντας να ικανοποιήσει το πιθανό ευρύ κοινό του, το οποίο αν ακολουθήσει κανείς τα ιντερνετικά forums μάλλον απογοήτευσε, ο Spiliotopoulos κάνει μία καλή πρώτη προσπάθεια στη σκηνοθεσία με μερικές εκλάμψεις έμπνευσης στις σκηνές αγωνίας και καταδίωξης. Ωστόσο ο ίδιος, ως έμπειρος σεναριογράφος από τη μια πλευρά, απορρίπτει οικειοθελώς το στοιχείο του μετέωρου και της αμφιβολίας που επικρατεί στο λογοτεχνικό έργο κι από την άλλη ως σκηνοθέτης, αδιαφορεί για την πλούσια δυτική παράδοση στην αναπαράσταση του κακού και παραδίδει ένα οδυνηρά μέτριο αποτέλεσμα χωρίς ταυτότητα που ευτυχώς ή δυστυχώς δε θα θυμάστε την επόμενη μέρα.