
Το Die, My Love είναι μια ταινία έντονα συναισθηματική, αλλά και εξαιρετικά κουραστική, που δοκιμάζει τις αντοχές του θεατή περισσότερο απ’ όσο ίσως χρειάζεται.
Από την πρώτη στιγμή, η ταινία δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις της: δεν θέλει να είναι εύκολη, δεν θέλει να είναι ευχάριστη και σίγουρα δεν θέλει να διασκεδάσει. Αντίθετα, επιλέγει να βυθιστεί ολοκληρωτικά στην ψυχική κατάρρευση της πρωταγωνίστριας και να μετατρέψει αυτή την κατάσταση σε κεντρικό άξονα της αφήγησης. Πρόκειται για μια ταινία που κινείται ξεκάθαρα στον χώρο του φεστιβαλικού σινεμά, με έμφαση περισσότερο στην ατμόσφαιρα. Όμως η επιλογή αυτή, ενώ έχει σαφή καλλιτεχνική κατεύθυνση, αφήνει τελικά ένα κενό: την απουσία ρυθμού και εξέλιξης.
Η πλοκή δεν εξελίσσεται. Αντ’ αυτού παρακολουθούμε έναν φαύλο κύκλο.
Η ιστορία ακολουθεί μια γυναίκα (Jennifer Lawrence) που ζει απομονωμένη σε ένα σπίτι στην εξοχή μαζί με τον σύντροφό της (Robert Pattinson). Από νωρίς γίνεται φανερό ότι κάτι μέσα της δεν λειτουργεί σωστά. Η καθημερινότητά της είναι γεμάτη ένταση, νεύρα, απότομα ξεσπάσματα και στιγμές απόλυτης σιωπής. Η σχέση της με τον άντρα της είναι ψυχρή, γεμάτη αμηχανία και αδυναμία επικοινωνίας.
Ωστόσο, αυτή η ένταση παραμένει αδικαιολόγητη – δεν εξηγείται ποτέ με σαφήνεια τι ακριβώς έχει οδηγήσει την ηρωίδα σε αυτή την κατάσταση ούτε υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για το παρελθόν της. Το βάρος πέφτει αποκλειστικά στο παρόν και στο πώς η ίδια βιώνει τον κόσμο γύρω της. Οι μέρες μοιάζουν ίδιες, οι αντιδράσεις επαναλαμβάνονται και η ψυχική της κατάσταση φαίνεται να χειροτερεύει χωρίς καμία διέξοδο. Η ηρωίδα παραμένει παγιδευμένη στον ίδιο ψυχισμό και ο θεατής καλείται απλώς να παρατηρεί αυτή την κατάσταση, χωρίς σαφή κορύφωση ή λύση.

Το βασικό πρόβλημα του Die, My Love δεν είναι το θέμα του.
Η απεικόνιση της ψυχικής φθοράς και της εσωτερικής βίας είναι απόλυτα θεμιτό και σημαντικό κινηματογραφικό πεδίο. Το ζήτημα είναι ο τρόπος. Η ταινία επιλέγει την επανάληψη ως βασικό της εργαλείο, όμως αυτή η επανάληψη δεν προσφέρει νέα στοιχεία ούτε βαθύτερη κατανόηση του χαρακτήρα. Αντίθετα, δημιουργεί αίσθηση στασιμότητας. Οι ίδιες σκηνές έντασης, τα ίδια ξεσπάσματα και η ίδια ατμόσφαιρα επιστρέφουν συνεχώς, χωρίς να οδηγούν κάπου. Η σκηνοθεσία μοιάζει να πιστεύει ότι όσο περισσότερο μένουμε μέσα στην απόγνωση, τόσο πιο βαθιά θα τη νιώσουμε. Όμως το αποτέλεσμα είναι συχνά το αντίθετο: η συνεχής πίεση κουράζει και απομακρύνει.
Τέλος, η ταινία δεν αφήνει χώρο στον θεατή να αναπνεύσει. Δεν υπάρχει χιούμορ, δεν υπάρχει αντίθεση, δεν υπάρχει ουσία. Όλα είναι βαριά, μουντά και σοβαρά από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτή η μονοτονία κάνει την εμπειρία δύσκολη και, για πολλούς, βαρετή. Ενώ, δηλαδή, έχει ξεκάθαρη καλλιτεχνική ταυτότητα, δεν καταφέρνει να χτίσει ουσιαστική σχέση με τον θεατή. Για κάποιους, αυτό ίσως είναι αρκετό. Για άλλους, όμως, το σινεμά χρειάζεται κάτι παραπάνω από αντοχή: χρειάζεται κίνηση, εξέλιξη και λόγο ύπαρξης πέρα από την ίδια του τη μιζέρια.
Δείτε το τρέιλερ του Die, My Love: