Από το κλειστό γυάλινο παράθυρο μπορούσες εύκολα να διακρίνεις τα έντονα χρώματα του ουράνιο τόξου που πρόβαλε επιβλητικά. Ήταν μόλις πριν από λίγο που σταμάτησε η ξαφνική μπόρα και ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του.
«Πέρασε η φουρτούνα» μονολόγησε απευθυνόμενος στο μικρό κίτρινο καναρίνι που βρισκόταν απέναντι του. Τη μοναδική συντροφιά που του είχε απομείνει! Έτσι ένιωθε ο ίδιος, γιατί όπως καλά είχε πει, η φουρτούνα είχε όντως περάσει, αλλά από την ψυχή του ποτέ δεν είχε περάσει! Η ψυχή του ζούσε και βρισκόταν συνεχώς σε μια έντονη φουρτούνα. Όλα τα έβλεπε μαύρα! Όλα για αυτόν δεν είχαν χρώμα! Από τα ρούχα που φορούσε (πάντα υπέρηχε το μαύρο) καθώς και από τα υπόλοιπα αντικείμενα που υπήρχαν στο δωμάτιο του.
Διαγνωσμένος εδώ και χρόνια με κατάθλιψη, αφέθηκε στη μονοτονία και τη θλίψη του. Τα χρώματα χάθηκαν από τη ζωή του λες και είχαν μετακομίσει από αυτόν και έφυγαν για πάντα μακριά!
«Είναι μια διαταραχή του συναισθήματός σου» του πρόσθεσε ο ψυχίατρος τον οποίο επισκέφτηκε μετά από αρκετές πιέσεις κάποιων φίλων. «Πρέπει να βγεις έξω, να παλέψεις, να αγωνιστείς για να την νικήσεις» του πρόσθεσε. Ο ίδιος κούνησε το κεφάλι του, μια κίνηση που υποδήλωνε ίσως την σοβαρότητα της κατάστασης του!
«Που τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά» μονολόγησε και άφησε το μυαλό του να συνεχίσει το ταξίδι πίσω στο παρελθόν του «ίσως αυτό έπρεπε να το είχα κάνει εδώ και καιρό» διερωτήθηκε «όμως ποτέ δεν είναι αργά πρόσθεσε» στο εαυτό του με σιγουριά που άρχισε να τον πιέζει να συνεχίσει αυτό που πήγαινε να αρχίσει! Με το δεξί του χέρι σκούπισε τα πρώτα δάκρια από τα είδη κόκκινα υγρά του μάτια. Ακολούθως άναψε ένα τσιγάρο που μονίμως του κρατούσε συντροφιά τα τελευταία χρόνια, κοίταξε τη φαρμακευτική του αγωγή και αναστέναξε.
Θυμήθηκε το γιατρό του, τον ψυχίατρο για την ακρίβεια που είχε πει κάποτε στην μάνα του ότι έχει εγκλωβιστεί στις σκέψεις του. Ο ίδιος χαμογέλασε. Μια ζωή εγκλωβισμένος! Πότε στις σκέψεις του, πότε στις πράξεις του και τις αποφάσεις του. Και τώρα που μεγάλωσε πάλι εγκλωβισμένος ήταν στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του κλεισμένος να κοιτάζει έξω από το παλιό γυάλινο κλειστό παράθυρο. «Η ζωή μου όλη εγκλωβισμένη είναι» φώναξε. Πράγματι έτσι ήταν! Από τον καιρό που γεννήθηκε θυμάται τον εαυτό του να είναι πάντα εγκλωβισμένος. Πρώτα ήταν το σχολείο εγκλωβισμένος στην εικόνα του καλού και άριστού μαθητή που απαιτούσαν οι γονείς του. Εγκλωβισμένος παράλληλα και στη θρησκεία κάθε Κυριακή πρωί γιορτή και πανηγύρι, εκεί υποχρεωμένος να πηγαίνει εκκλησία, να του συγχωρεθούν οι αμαρτίες, να τον βλέπει όλο το χωριό να τον καμαρώνουν οι γονείς και οι παππούδες. Το κατάπιε όμως και αυτό χωρίς να πει τίποτα! Εγκλωβισμένος συνέχιζε να είναι και στο λύκειο και μάλιστα πολύ γερά εγκλωβισμένος να πετύχει, να ικανοποιήσει τους στόχους, όχι μόνο των γονέων του αλλά και όλων των άλλων που απλόχερα επένδυαν σε αυτόν, χωρίς κάνεις να τον ρωτήσει πραγματικά τι ήταν αυτό που ήθελε και ονειρευόταν! Κατάφερε όμως να τους βγάλει ασπροπρόσωπους καταφέρνοντας να περάσει στο καλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας και μάλιστα στην πιο δημοφιλή σχολή! Όλοι τους ήταν χαρούμενοι εκτός από τον ίδιο που ένοιωθε μια από τα ίδια ξανά και ξανά εγκλωβισμένος! Ο ίδιος ποτέ του δεν είχε ικανοποιήσει το δικό του εγωισμό! Πάντα ήταν εκεί για να ικανοποιεί τους άλλους! Και μετά ξανά εγκλωβισμένος δεν μπορούσε να αρχίσει τις σπουδές του αν πρώτα δεν εκπλήρωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις δυο ολόκληρα χρόνια η υπηρεσία στο στρατό που του φάνηκε αιώνας! Αυτός και αν ήταν εγκλωβισμός, έλεγε και ξαναλέγε και μάλιστα χωρίς ουσία χωρίς όραμα! Απελευθερώθηκε και από αυτό ή έτσι τουλάχιστο πίστευε. Έτοιμος στη συνέχεια για το πανεπιστήμιο, να σπουδάσει, να γίνει ένας καλός λογιστής για να μπορεί μετά με «αξιοπρέπεια» να παρακαλεί γνωστούς και άγνωστους για μια θέση, ίσως και ασήμαντη! Εγκλωβισμένος στα κιλά του «πρέπει να κάνεις επειγόντως δίαιτα» του ανακοίνωσε μια μέρα η μάνα του. Το αποδέχτηκε χωρίς να μπορέσει να αρθρώσει τίποτα γιατί πάσκιζε εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ζυγαριές και νερόβραστα φαγητά όπως την νερόβραστη ζωή που ζούσε. Συνέχιζε να είναι εγκλωβισμένος και στη δουλειά του στην υπεράκτια εταιρία που δούλευε που τον εγκλώβισε για την ακρίβεια να δουλέψει η οικογένειά του εκεί προσπαθεί να δίνει συνεχώς το καλύτερο του εαυτό για να μπορεί να πάρει μια μέρα την προαγωγή, για ένα καλύτερο μισθό που φυσικά ούτε το ένα ούτε το άλλο πήρε ποτέ του. Μέχρι και η σύγχρονη ζωή που ζούσε τον είχε εγκλωβίσει και αυτή μέσα από όλα τα πρέπει και τα μη! Έπρεπε να ντύνεται πάντα με κουστούμι, να φορά μαύρα παπούτσια και γραβάτα καθώς και να είναι καθημερινώς φρεσκοξυρισμένος αυτό έκανε έστω και αν το μισούσε αφάνταστα! Ήταν δυστυχώς καταδικασμένος, εγκλωβισμένος για την ακρίβεια να το κάνει.
Έκτοτε κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του και στο μουντό του δωμάτιο! Τα φάρμακα αν και τα αγόρασε δεν τα χρησιμοποίησε ποτέ! Με το χέρι του πήρε το πουκάμισο που φορούσε και άνοιξε τα πρώτα δυο κουμπιά για να μπορέσει να αναπνεύσει καλύτερα! Ένιωθε ότι πνιγόταν, ότι ο αέρας του τελείωνε! Το μυαλό του άρχισε να παίρνει ανάποδες στροφές! Ήταν ίσως η πρώτη φόρα που κατάλαβε ότι τελικά δεν ήταν ο εαυτό του. Δυστυχώς τόσο καιρό τόσα χρόνια δεν είχε το χρόνο να σκεφτεί τι του συνέβαινε.
Τον είχε πιέσει αρκετά και η Μιράντα, η κοπέλα του, που τόσο πολύ τον είχε εγκλωβίσει που ούτε να αναπνεύσει μπορούσε! Που να μπορέσει να σκεφτεί με καθαρό μυαλό! Μόνο έβλεπε και άκουγε! Εδώ τα πράγματα και αν ήταν δύσκολα! Ένα χρόνο μαζί και άρχισαν οι μπηχτές για επισημοποίηση. Ένα χρόνο μαζί και είχε μάθη όλες τις βιτρίνες για νυφικά και όλα τα καταστήματα για παιδικά ρούχα. «Πως είχα μπλέξει έτσι;» διερωτήθηκε και συνέχισε «πάλι δικό μου λάθος;» Αναστέναξε «γιατί να πρέπει να φορτωθώ ευθηνές, οικονομικά βάρη παιδιά και αδιέξοδα.» Και τι δεν θα έδινε να μάθη τελικά τι είχαν όλοι οι άλλοι μέσα στο κεφάλι τους και προπαντός οι γονείς και η Μιράντα. Θυμήθηκε τον πατερά του που έλεγε συχνά πυκνά ότι όταν είχαν παντρευτεί με την μάνα του στην αρχή δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα! Πήρε μια βαθειά αναπνοή και έσβησε στο τασάκι που βρισκόταν στο τραπέζι διπλά του το μισοκαμένο τσιγάρο του όπως την μισοκαμένη του ζωή που όλο καιγόταν και δεν έλεγε να τελειώσει ή τουλάχιστο να σβήσει! Σκέφτηκε τη μάνα του που και αυτή τον εγκλώβισε ρίχνοντάς του συχνά και αύτη τα υπονοούμενα της «πρέπει να παντρευτείς παιδί μου ως πότε θα είμαι γερή να σε φροντίζω;» τι ακριβώς έφταιξε που ήταν μόνο 29 χρόνων εγκλωβισμένος; Υπάκουσε και παντρεύτηκε . Πως είχε μπλέξει αλήθεια έτσι τη ζωή του. Λίγο αργότερα ήρθε και η διάγνωση από τους ειδικούς «κατάθλιψη». Είδη είχαν φανεί από καιρό τα πρώτα συμπτώματα! Κλείστηκε στον εαυτό του τον παραμέλησε δεν ενδιαφερόταν για την δουλειά ούτε για το σπίτι του πόσο μάλλον για την Μιράντα η οποία στην προσπάθεια της να μην εγκλωβιστεί και αύτη από τον ίδιο, τον παράτησε φεύγοντας, ενώ στην συνέχεια βρήκε και κάποιον άλλον για να συνεχίσει τη ζωή της ανενόχλητη μα προπαντός ελεύθερη και απεγκλωβισμένη σε σχέση με αυτόν που συνέχιζε να παραμένει εγκλωβισμένος! Για πόσο ακόμα θα άντεχε να είναι εγκλωβισμένος; Για πόσο καιρό ακόμα θα ελπίζει για κάτι καλύτερο; Αφού όλα αυτά που αγωνιζόταν μια ζωή και εγκλωβιζόταν συνεχώς για να τα έχει, τα είχε είδη χάσει από καιρό! Πρώτα τη Μιράντα, μετά τη δουλειά, ακολούθως την εξωτερική του εμφάνιση παίρνοντας τώρα αρκετά κιλά ως επακόλουθο κάποιας φαρμακευτικής αγωγής που λάμβανε! Η μητέρα του και η κοινωνία γενικότερα γνώριζε ότι είχε να κάνει με ένα ψυχιατρικό άρρωστο, καταθλιπτικό για την ακρίβεια! Με τη θρησκεία δεν είχε πλέων κάτι που να τον ενώσει! Μάλλον κάτι το χώριζε και να τον απωθούσε. Διερωτήθηκε πως είναι δυνατό αφού ο ίδιος από μικρή ηλικία είχε δώσει και επενδύσει τόσα σε αυτήν, υπηρετώντας την, αυτή αντί να τον προστατεύσει τον άφησε εκτιθέμενο δίνοντάς του για ανταμοιβή την κατάθλιψη! Ο ίδιος ένιωθε τώρα όσο ποτέ άλλοτε έτοιμος για απεγκλωβιστεί από όλα αυτά τα βαρίδια που τον πίεζαν τόσα χρόνια μην μπορώντας να αντιδράσει!
Κοίταξε το δωμάτιο του! Απεγκλώβισε πρώτα από το μικρό κλουβί το κίτρινο καναρίνι που και αυτό ήταν όμηρο δέσμιο και εγκλωβισμένο και το οποίο του κρατούσε συντροφιά! Πλέων δεν θα το χρειαζόταν! Άνοιξε για πρώτη φόρα εδώ και αρκετό καιρό το παράθυρό του αφήνοντας επιτέλους τις ακτίδες του ήλιου και το ουράνιο τόξο που πεισματικά του κτυπούσε το παράθυρο να διεισδύσουν μέσα! Πήρε στοργικά και τρυφερά το καναρίνι στα χέρια του, το χάιδεψε το φίλησε και έπειτα το άφησε ελεύθερο να φύγει, όπως είδη είχε αποφασίσει ότι θα άφηνε και την ψυχή του να φύγει! Ναι ακριβώς έτσι ίσως για πρώτη φορά θα άφηνε την ψυχή του! Τώρα ήταν για πρώτη φόρα σίγουρος για αυτό που έκανε! Χαμογέλασε, και στη συνέχεια κατανάλωσε όλα τα κουτιά από τα διάφορα ψυχοφάρμακα που ήταν εγκλωβισμένος να καταναλώνει! Κοίταξε ξανά το ουράνιο τόξο και πραγματικά είχε αντιληφτεί όλα του τα χρώματα και πιστέψετε το ότι για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν ελεύθερος και όχι εγκλωβισμένος!