Ι. Πέμπτη
Πολύ πρωί – 5 και μισή η ώρα. Ο Αντώνης, καθισμένος στο γραφείο του, άναψε το τρίτο του τσιγάρο με χέρια που τρέμανε. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ του και κοίταξε έντρομος προς τη μεριά καναπέ. Εκεί, κοιμόταν ήσυχα η κόρη του. Σιχτήρισε.
Η Αμαλία είχε βρεθεί σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν 3 μήνες όπου έχασε τα πόδια της. Αυτό έγινε την άνοιξη. Συγκεκριμένα, την άνοιξη που θα τελείωνε το σχολείο. Στο πρόσωπό του Αντώνη παραμόνευε καθημερινά πλέον η μιζέρια και τα μπούτια του μες στις γρατζουνιές προκεκλημένες από τον ίδιο.
«Είσαι καλά χριστιανέ μου; Πάλι δεν κοιμήθηκες; Πήγαινε για ύπνο που δουλεύεις σε 2 ώρες», του φώναξα, πρωινιάτικα. «Ρε Ματίνα, αφού δεν ξέρεις πώς είναι. Καλημέρα, πάντως», μου είπε εκείνος.
Έκανα μια θυμωμένη χειρονομία, σοβάρεψα κάπως και έφυγα. Ύστερα, στην κουζίνα και έφαγα λίγο ψωμί όσο έψηνα τον ελληνικό μου. Δακρυσμένη, πέταξα τη μισή φέτα στα σκουπίδια. Ο Αντώνης, παρατηρώντας με από μακρυά:
-Τί κάνεις μωρή;
-Μόνο εσύ δεν θες να ζήσεις νομίζεις..
Κατά τις δέκα το ξύπνησα τη μικρή. «Άντε κοριτσάρα μου, σήκω. Σου χω μπριάμι», είπα , «Να σου φέρω να φας;». Απάντησε θετικά και της ετοίμασα ένα πιάτο αρχοντικό, με φέτα και ψωμί στην άκρη. Δεν μπορεί, όμως, η Αμαλίτσα να φάει τόσο πολύ. Είκοσι λεπτά αργότερα, της μάζεψα το πιάτο αλλά δεν ήταν άδειο, όπως είχα φανταστεί. Της πήρα το πιάτο, πήγα στην κουζίνα και το έπλυνα. Ύστερα, γύρισα στο σαλόνι.
-Φύγανε τα σημάδια, έτσι δεν είναι;
-Τα πρώτα έφυγαν, ναι.
-Μια χαρά.
-Καλά, πίσω απ το δαχτυλάκι σου θα κρύβεσαι;
-Και τί να κάνω;
-Κόφτα πόδια σου ή φύγε.
Κατά τις τρεις το βράδυ και ακούστηκε μια κραυγή από μέσα. Η Αμαλία έβλεπε εφιάλτη πριν ξυπνήσει. Είδε πως τη θυσιάζανε, λέει, στον υπνο της. « Ήτανε στο χωριό του πατέρα μου.. παντού φωτιές, γυμνά σώματα να χορεύουν και να πηδιούνται και μια μυρωδιά από καμμένο λίπος να ποτίζει τη μουντή ατμόσφαιρα», μου περιέγραψε έντρομη. Εκεί, στο κέντρο, βρισκόταν η Αμαλία στολισμένη με χρυσά κοσμήματα και ντυμένη με λινά. Οι άλλοι να την παρακολουθούν, λέει, με λαγνεία. Τα πόδια της τα είχε ακόμη στο όνειρο. Ξαφνικά, ένας μαυροφορεμένος άντρας την έδεσε σε ένα κοντάρι και άρχισε να της χαϊδεύει το λαιμό με ένα μαχαίρι. Όλη η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω της. Ποτάμια από αίμα και πεινασμένα πρόσωπα. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα, λέει. «Ένας απλός εφιάλτης ήταν, κοριτσάκι μου», τη διαβεβαίωσα ένοχα. «Το θέμα είναι να ηρεμήσει, έτσι δεν είναι;» στοχάστηκα.
Ο πατέρας της ήρθε στο σαλόνι ταραγμένος. «Καλά είναι το παιδί;». Απάντησαμε αυτομάτως καταφατικά. Ως δια μαγείας ανακουφίστηκαν και οι δυο. Ύστερα από δυο ψυχρά πατρικά χάδια επέστρεψαν στον ύπνο τους. Εγώ έμεινα ξύπνια.
ΙΙ. Παρασκευή
Το επόμενο πρωί, καθώς πίναμε καφέ και παίζαμε τάβλι, μετά από την τρίτη στημένη, από την πλευρά μου, νίκη της Αμαλίας, βρήκε το θάρρος να ζητήσει το εξής: «Ματίνα, θες να μου κάνεις μπάνιο;». Επιτέλους. Πίστευα οτι δεν θα με ρωτούσε ποτέ! «Βαρέθηκα να με πλένεις με το σφουγγάρι», συμπλήρωσε. «Βεβαίως παιδάκι μου, απορώ που δεν μου το είχες ζητήσει τόσο καιρό. Κακώς, κοτζάμ κοπέλα, δεν θα έπρεπε να με ντρέπεσαι», τη διαβεβαίωσα ζεστά. Εκείνη με κοίταξε με πονηρό ύφος, απαντώντας μου πως, αν πραγματικά το πίστευα αυτό που ξεστόμισα, θα την κέρδιζα και εγώ μια-δυο φορές στο τάβλι. Προσπαθεί να επιβληθεί. Αυτό μου γέννησε ελπίδα.
Άναψα τον θερμοσίφωνα και έστριψα ενα τσιγάρο, το οποίο ρούφηξα βιαστικά. Ξανάκανα το ίδιο πράγμα –έστριβα τσιγάρα και τα κάπνιζα εν ριπή οφθαλμού μέχρι που ετοιμάστηκε το νερό. Σήκωσα τη μικρή και την πήγα στη μπανιέρα. Τη γεμίσαμε με χλιαρό νερό και αφρόλουτρο και ξεκίνησε το μπανάκι της. Αρχικά, χαλάρωσε το σώμα της και την κατέβαλε το ζεστό νερό. Το δέρμα της είχε ανατριχιάσει από τη θαλπωρή. Πολύ το χάρηκα. Ύστερα, η Αμαλία άρχισε να μιμείται με τις κινήσεις των χεριών της το κολύμπι στη θάλασσα. Φαινόταν κάπως ευτυχής για λίγα δεύτερα – εκστασιασμένη από γαλήνη. Όταν συνειδητοποίησε ότι την κοιτούσα, έστρεψε τα μάτια της προς το μέρος μου ντροπιασμένη, χαμηλώνοντας το βλέμμα της απότομα. Άρχισε να κρύβει το επίμαχο σημείο της και να κοιτάει επίμονα τα πόδια της. Το ελλειπές της σώμα επικοινωνούσε καθαρό πανικό. Ήθελα να της πω να ηρεμήσει, αλλά δεν μου βγήκαν λόγια. Όσο έμπαινα στη θέση της τόσο συχαινόμουν τον εαυτό μου για την επιθυμία μου αυτή. Μα όσο την κοιτούσα, με αυτό το αξιολύπητο ύφος στο πρόσωπο, την αδύναμη γλώσσα σώματος, τόσο το ένιωθα.. Θα με θεωρούσατε τέρας αν το ´λεγα. Και εγώ άνθρωπος είμαι, σας το ορκίζομαι. Και καλός μάλιστα. Έτσι θεωρούσα λίγο πριν.
Τη βρωμερή σκηνή διέλυσε ο ήχος από κλειδί στην πόρτα. «Ήρθες λεβέντη μου;» φώναξα από το μπάνιο. Δεν απάντησε κανείς, αλλά δεν μας προκάλεσε έκπληξη το γεγονός. Ξέραμε και οι δυο πως ήταν ο Αντώνης. Το ίδιο πράγμα σταθερά. Μήνες τώρα, του μιλάω και δεν απαντάει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, δηλαδή. Συχνά γίνεται απότομος. Τις προάλλες μου άστραψε και δυο χαστούκια κατόπιν της πρότασής μου να φέρει ένα καροτσάκι για την Αμαλία. «Πρέπει να βγει λίγο έξω το κορίτσι», του χα προτείνει και δεν το άντεξε. Είναι στα χάλια του. Δεν τον αδικώ.
Αυτά τα πόδια που έχασε η Αμαλία ήταν ταλαντούχα, ξέρετε. Χόρευε μπαλέτο και ήταν καταπληκτική. Οραματιζόταν ο Αντώνης τη μικρή να χορεύει για το βασιλικό μπαλέτο της Αγγλίας. Πιστέψαμε μαζί σε αυτό το όνειρο. Αυτές τις μέρες δεν υπάρχουν όνειρα. Εγώ ήμουν, ξέρετε, καθηγήτρια Αγγλικών πριν το ατύχημα. Έφυγα από τη δουλειά μου για να φροντίζω την Αμαλίτσα. Δεν το μετανιώνω. Ο Αντώνης χρειάζεται τη δουλειά του για να νιώθει υγιής.
Ούτως ή άλλως, αρκετό κακό έχω κάνει σε αυτή την οικογένεια. Ερωτεύτηκα, βλέπετε, παντρεμένο άνθρωπο. Η μητέρα της Αμαλίας σηκώθηκε και έφυγε μόλις κατάλαβε ότι όταν ο Αντώνης αργούσε να γυρίσει στο σπίτι ήταν με άλλη γυναίκα. Δεν γνωρίζω και πολλές λεπτομέρειες για τα μεταξύ τους· ο Αντώνης δεν μου τα λέει όλα. Γνωρίζει πως μια πλευρά μου μετανιώνει την ώρα και τη στιγμή. Αλλ´ αθώο και γλυκό συναίσθημα μου φαινόταν ο έρωτας τότε. Σήμαινε ελευθερία.
ΙΙΙ. Σάββατο
Ξύπνησα στο κατάλευκο υπνοδωμάτιό μας για άλλη μια φορά. Επτά ήταν η ώρα. Ο Αντώνης είχε ήδη φύγει. «Να βρω ένα καροτσάκι για την Αμαλία», η πρώτη μου σκέψη. Η ανάγκη είχε γίνει, στο νου μου, επιτακτική. Ήξερα, ευτυχώς, πού να το βρω. Η μάνα μου είχε ένα και κυκλοφορούσε στα τελευταία της με αυτό. Έχει να χρησιμοποιηθεί έναν χρόνο σχεδόν.
Σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ, έφαγα μια φέτα ψωμί και βρήκα το κινητό μου. Πήρα τον Δημήτρη, τον αδερφό μου, τηλέφωνο και του είπα τί χρειάζομαι. Εκείνος ήταν στο σπίτι στις οχτώ παρά πέντε με το καροτσάκι της μάνας μας.
«Κάτσε να πιεις έναν καφέ βρε, έχουμε και κάτι μήνες να κάτσουμε σαν άνθρωποι να τα πούμε» του απαίτησα. «Γιατί όχι; Αφού έχεις χαθεί ρε Τίνα… Μας ξέχασες!», απάντησε περιπαιχτικά. Η αλήθεια ήταν αυτή. Ο μικρός μου αδερφός τράβηξε τα πάνδεινα με τη μάνα μας: την άνοια, το εγκεφαλικό, την μυστηριώδη απουσία μου. Ε, μα μας έκανε και μεγάλη η κυρα Ντίνα και μας έπεσε βαρύ το όλο θέμα. Τί να πεις.
«Ματίνα μου, δεν είσαι ακόμη τριάντα», μου πέταξε σε κάποια άσχετη, δεδομένης της επιφανειακής μας συζήτηςης, στιγμή ο Δημήτρης. «Δεν θες να βρεις κανέναν στην ηλικία σου, να κάνεις και καννα παιδάκι; Παράτα τα κούκλα μου. Δεν σου αξίζει να κουβαλάς αυτόν τον σταυρό. Σε ξέρω καλά», συνέχισε, «δεν σου αξίζει» . Όσο ξεστόμιζε αυτά τα λόγια είχα βουρκώσει. Δίκιο είχε. Τα λάθη πληρώνονται, όμως. Αν δεν τα πληρώσω εγώ, θα τα πληρώσει η μικρή. Δεν της αξίζει η θυσία.
Πηγή εικόνας:
http://www.artnet.com/artists/hieronymus-bosch/saint-christopher-carrying-the-christ-child-9uyTa8L8m1m5JyIz70JU8g2