Η Σεζάρια Έβορα (πορτογαλικά: Cesária Évora) ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο. Πρόκειται για μια γυναίκα με βαθιά μελαγχολική φωνή, που ερμήνευε τραγούδια νοσταλγίας, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων αποτελούσε η αποτύπωση της μοναξιάς, της λύπης, αλλά και του θρήνο. Είχε το προσωνύμιο «ξυπόλητη ντίβα», καθώς συνήθιζε να τραγουδάει χωρίς να φοράει τα παπούτσια της. Το είδος της μουσικής που υπηρετούσε ονομάζεται μόρνα. Η μόρνα, λοιπόν, τονίζει τον αποχωρισμό, την νοσταλγία και τον πόνο των ανθρώπων, που υποδουλώνονται και χάνουν την πατρίδα τους.
Πρώτα χρόνια
Η γνωστή και ως Cise, σε συγγενείς και φίλους, αντίκρυσε το πρώτο φως της ημέρας στις 27 Αυγούστου του 1941 στην πόλη Mindelo του νησιού São Vicente, στο Πράσινο Ακρωτήριο. Όταν ήταν 7 χρονών, ο πατέρας της, Justino da Cruz Évora, ο οποίος ήταν μουσικός στο επάγγελμα, πέθανε, αφήνοντας τη μικρή Cesi ορφανή από πατέρα. Στην ηλικία των 10 ετών, μπήκε στο ορφανοτροφείο, καθώς η μητέρα της, Dona Joana, δε μπορούσε να αναθρέψει και τα 6 παιδιά της οικογένειας, επειδή ο μισθός της μαγείρισσας ήταν πενιχρός και δεν έφτανε για να τους συντηρήσει όλους. Τα πρώτα της δειλά βήματα στη μουσική έγιναν στη χορωδία του ορφανοτροφείου. Εκεί, έμαθε πως να τραγουδάει.
Έξι χρόνια αργότερα, συνάντησε έναν ναυτικό από το Πράσινο Ακρωτήριο, ο οποίος ονομαζόταν Εντουάρντο. Ο άνθρωπος αυτός έγινε φίλος της και της δίδαξε τα παραδοσιακά μουσικά στιλ των coladeiras και mornas. Ακριβώς επειδή διέκρινε το άστρο της και το ταλέντο της, την παρότρυνε να ξεκινήσει να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία. Με τη βοήθεια τοπικών μουσικών, ανέδειξε τις ικανότητές της και αργότερα ανακηρύχθηκε «Βασίλισσα των Μόρνας» από τους θαυμαστές της. Την εποχή εκείνη ήταν διάσημη στο νησί της, σχετικά άγνωστη όμως διεθνώς.
Αξίζει να αναφερθεί πως η τραγουδίστρια είχε έναν θείο, ο οποίος ήταν ένας διάσημος μουσικός και τραγουδοποιός, που χρησιμοποιούσε το όνομα B. Leza. Αυτός, λοιπόν, τη βοήθησε αρκετά, καθώς έγραψε πολλά τραγούδια, με τα οποία έχει μείνει στην ιστορία η Cesária Évora.
Η αρχή της καριέρας
Κατά τη δεκαετία των ’60s, η Cesária πράγματι ξεκίνησε τη μουσική της πορεία, τραγουδώντας σε πορτογαλικά κρουαζιερόπλοια που σταματούσαν στην πόλη της, όπως επίσης και στο τοπικό ραδιόφωνο. Μπορεί ναι μεν, να ήταν αρκετά διάσημη στην πόλη της και να έβγαζε τα προς το ζην, παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν καθόλου καλή στη διαχείριση των οικονομικών της θεμάτων. Η δυσκολία της αυτή, σε συνδυασμό με τη δυσχερή οικονομική και πολιτική κατάσταση στη νησιωτική της χώρα, την οδήγησε στο να πάρει μια καθόλου ευχάριστη απόφαση: να εγκαταλείψει το τραγούδι και να αφοσιωθεί σε άλλες ασχολίες, ούτως ώστε να υποστηρίξει όσο το δυνατόν περισσότερο την ίδια, αλλά και την οικογένειά της. Έτσι, για 10 ολόκληρα χρόνια, δεν έπιασε το άλλοτε αγαπημένο της μικρόφωνο. Σε συνεντεύξεις της, η ίδια αναφέρεται στα χρόνια αυτά, ως σκοτεινά. Πράγματι, η δεκαετία αποχής από το τραγούδι αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για την Cesária, η οποία μάλιστα πάλευε τότε και με τον αλκοολισμό.
Η διεθνής καταξίωση
Η επιστροφή της Cesária στα μουσικά πράγματα, πραγματοποιήθηκε έπειτα από ενθάρρυνση ενός εξόριστου μουσικού και προστάτη των τεχνών από το Πράσινο Ακρωτήριο, ο οποίος ζούσε στην Πορτογαλία. Το όνομα του ήταν Μπάνα, και από τα λίγα που γνωρίζουμε, αυτός ήταν που ξύπνησε την τραγουδίστρια από το λήθαργο της, προκαλώντας την να τραγουδήσει σε συναυλίες σε πορτογαλικό έδαφος, με τη χρηματοδότηση μιας τοπικής οργάνωσης γυναικών.
Ένας άλλος που την βοήθησε, ήταν ο Ζοζέ ντα Σίλβα, ένας Γάλλος με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο. Την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι, όπου ηχογράφησε το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) το 1988. Το τραγούδι Sodade ήταν η πρώτη της διεθνής επιτυχία και η πρώτη της επιτυχία στη Γαλλία, που δεν ήταν στα γαλλικά. Αυτό σηματοδότησε την απαρχή της παγκόσμιας φήμης για την τραγουδίστρια από την Αφρική. Ο πορτογαλικός όρος saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Περιγραφικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως υποδηλώνει τη νοσταλγία, τον πόθο, τη λύπη και τη μετάνοια. Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου. Το άλμπουμ εκείνο επαινέθηκε από τους κριτικούς και με αυτό ξεκίνησε την καριέρα της, συνεχίζοντας με το άλμπουμ του 1992, Miss Perfumado, το οποίο σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, καθώς πούλησε 300.000 αντίτυπα διεθνώς. Ετσι λοιπόν, η τραγουδίστρια έγινε γνωστή παγκοσμίως, σε ηλικία 47 ετών.
Το 1995, το άλμπουμ της με τίτλο Cesária, της έφερε ακόμα μεγαλύτερη καταξίωση, αλλά και την πρώτη της υποψηφιότητα για βραβείο Grammy. Το 1997, κατέκτησε το KORA All African Music Awards σε 3 κατηγορίες: in three categories: Βest Artist of West Africa, Best Album και Merit of the Jury. Το 2003, το άλμπουμ Voz d’Amor τιμήθηκε με το βραβείο Grammy στην κατηγορία Παγκόσμια Μουσική.
Τρία χρόνια μετά, το 2006, γνώρισε στην Ιταλία τον Alberto Zeppieri (στιχουργό, δημοσιογράφο, παραγωγό), ο οποίος ανέλαβε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να προσαρμοστούν τα άλμπουμ της στην ιταλική γλώσσα. Η δουλειά αυτή ονομάστηκε Capo Verde, terra d’amore, στην οποία η Cesária συνεργάστηκε σε ντουέτα με τους: Gianni Morandi, Gigi D’Alessi και Ron. Το συγκεκριμένο project, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, χρηματοδοτεί και δίνει βήμα στο UN World Food Programme, στο οποίο η ίδια η Cesária υπήρξε Πρέσβειρα από το 2003.
Το 2009 κυκλοφόρησε το τελευταίο της άλμπουμ (Nha Sentimento), ενώ την ίδια χρονιά τιμήθηκε ως Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας Τιμής από τη Γαλλίδα Υπουργό Christine Albanel. Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη κάτοικος Πράσινου Ακρωτηρίου, που γνώρισε τόσο μεγάλη τιμή.
Τέλος, το 2010 κατέκτησε το Kora All African Music Awards στην κατηγορία Merit of the Jury.
Προσωπική ζωή
Δε γνωρίζουμε πολλά για την προσωπική ζωή της Cesária Évora. Το μοναδικό που έχει βγει στη δημοσιότητα είναι πως είχε σχέση με τον Eduardo de Jon Xalino, όταν εκείνη έμενε στην Rua de Moeda. Ο Eduardo ήταν επίσης τραγουδιστής και συγγενής του καλού της φίλου, Μπάνα.
Η αιώνια σιγή της μελαγχολικής φωνής

Η περιοδεία της πιο μελαγχολικής φωνής όλων των εποχών στην Αυστραλία το 2006, σηματοδότησε την αρχή της φθίνουσας πορείας της υγείας της, καθώς υπέστη εγκεφαλικό.
4 χρόνια μετά, το 2010, ενώ πραγματοποιούσε συναυλίες, με τελευταία από αυτές να λαμβάνει χώρα στη Λισαβόνα, υπέστη και καρδιακή προσβολή. Μετέβη στο Παρίσι και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση σε ένα τοπικό νοσοκομείο. Λόγω της κατάστασης της υγείας της, η Cesária Évora, μέσω του ατζέντη της, αναγκάστηκε να ανακοινώσει τη λήξη της καριέρας της.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2011, σε ηλικία 70 ετών, η μεγάλη αυτή τραγουδίστρια άφησε την τελευταία της πνοή στο São Vicente από αναπνευστική ανεπάρκεια και υπέρταση.
Μια Ισπανική εφημερίδα ανέφερε πως 36 ώρες πριν το θάνατο της, δεχόταν κόσμο στο σπίτι της στο Mindelo, καθώς ήταν γνωστό πως είχε πάντοτε τις πόρτες του ανοιχτές σε όλους, κρατώντας στο χέρι της την αγαπημένη κακή συνήθεια της το τσιγάρο.
Δισκογραφία
La Diva aux Pieds Nus (1988)
Distino di Belita (1990)
Mar Azul (1991)
Miss Perfumado (1992)
Cesária (1995)
Cabo Verde (1997)
Café Atlantico (1999)
São Vicente di Longe (2001)
Voz d’Amor (2003)
Rogamar (2006)
Nha Sentimento (2009)
May God always keep us this way:
In peace, love and affection.Cesária Évora.
Ακολουθεί το τραγούδι Sodade, το οποίο μετενσαρκώνει τον ανθρώπινο πόνο που προκύπτει από τη νοσταλγία της πατρίδας, σε μια υπέροχη, μελαγχολική μελωδία.
Info
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Cesária_Évora